Η ζωή του όλη, ήταν ένα τσιγάρο. Όπως εκείνο το τραγούδι που είχε γράψει ο Άκης Πάνου. Χανόταν στον καπνό του. Κι έψαχνε, ενώ το κάπνιζε, το ποτήρι πάνω στο τραπέζι. Το σήκωνε αργά, μ' έναν τρόπο -θα 'λεγες- τελετουργικό. Και ρουφούσε ως την τελευταία σταγόνα. Κι έπειτα, έκανε μια τζούρα, βαθιά, να πάει ο καπνός στα πνεμόνια, να νοιώσει το δηλητήριο και να τον φυσήξει έξω, φιλτραρισμένο με τη δική του ζωή. Σημασία δεν έδινε στους γιατρούς που, χρόνια τώρα, επέμεναν: "Μπάρμπα Θανάση θα πεθάνεις. Αν δεν το κόψεις, θα σε πεθάνει το τσιγάρο". Κι εκείνος, απαντούσε, πάντα σκεπτικός, πάντα με βλέμμα θολό: "Κάποιος διάολος θα με πάρει μια μέρα. Τι να ΄ναι αυτός, τι να ΄ναι ένας άλλος... Ποια η διαφορά, γιατρέ"; Δεν έλεγε να το κόψει με τίποτα. Ήταν η παρηγοριά του. Ειδικά από τότε που τον άφησε η τρυγόνα του, η κυρα-Ευθαλία κι έφυγε για τόπους άλλους, δεν είχε τι άλλο να κάνει. Καθότανε με τις ώρες στο καφενείο της γειτονιάς, τραβούσε το τσιγαράκι του και, το μόνον...