Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το –τετράωρο- κενό

Πόσο θέλει να πιστέψει… Είναι απίθανα απίστευτο το πόσο ψάχνει να βρει και το παραμικρό, να πιστέψει. Ψάχνει ανάμεσα στις λέξεις της. Τις περιμένει μία μία, να τις ξεστομίσει και να τις πάρει στα χέρια του. Να τις ζυγίσει, να τις ψαχουλέψει. Μπας και βρει κάτι, να στηριχθεί.

Γιατί τι είναι η πίστη; Στήριγμα. Και δε μιλάμε, τώρα, για την πίστη σε Θεό, όπως κι αν λέγεται αυτό. Μιλάμε για πίστη σε ανθρώπους. Στους δικούς μας ανθρώπους. Στον άνθρωπό μας.

Τα σκεφτόταν όλα αυτά όσο την άκουγε. Υπήρχε ένα κενό χρόνου. Περίπου τέσσερις ώρες. Δηλαδή, μια ζωή. Άντε, καλά. Όχι μία, μισή ζωή. Υπάρχει μια πεταλούδα στην Ασία, που ζει, όλο κι όλο, ένα οκτάωρο. Από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου. Άρα, αυτό το κενό των τεσσάρων ωρών, ήταν μισή ζωή.

Δεν ήταν ποτέ πρόθυμη να δικαιολογηθεί. Μισούσε τις δικαιολογίες. Κι ας άφηνε κενά. Ήταν σα να αδιαφορεί για τις ανάγκες του άλλου.

Έτσι κι εκείνος. Αισθανόταν λες και αδιαφορούσε για τις δικές του αγωνίες. Και ήθελε να την πιστέψει. Να πει, «ναι, έτσι είναι, όπως τα λες». Όμως υπήρχε αυτό το τετράωρο κενό

Σχόλια

Ο χρήστης pwlina είπε…
Μερικές φορές η σιωπή φαντάζει σαν την καλύτερη λύση σε σχέση με το λόγια που λέμε πάνω στα νεύρα μας...το άσχημο είναι όταν ξέρουμε τον άλλον τόσο καλά ώστε ξέρουμε ακριβώς τι είναι αυτό που θα τον πονέσει περισσότερο και το κάνουμε...καλύτερα η σιωπή....
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Ξέρω ΑΚΡΙΒΩΣ τι λες. Α Κ Ρ Ι Β Ω Σ . Κι εγώ, όπως κι εσύ, άφησα το κενό να υπάρχει, κι ας ικέτευα για την αλήθεια, "μη με ξεφτιλίζεςι ρε γμτ, πες το μου, να φύγω". Δεν το είπε. Και έμεινα. Και δεν προσπάθησε καν να πει ένα ψέμμα. Τίποτα. Με παρακάλεσε να μείνω. Και έμεινα. Μαλάκας;
Ο χρήστης diastimata είπε…
anonymous said...

...Με παρακάλεσε να μείνω. Και έμεινα. Μαλάκας;

Ειλικρινά, δεν έχω απάντηση. Μερικές φορές τα κενά κρύβουν αλήθειες που πληγώνουν. Προστατεύουν. Άλλες φορές κρύβουν την αμηχανία, το φόβο να χάσεις κάτι σίγουρο. Κι άλλες το λάθος.
Μόνον ο καιρός θα δείξει. Υπομονή.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ