Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μαγγανοπήγαδο


Τελικά τι είναι, στην πραγματικότητα, οι σχέσεις; Ένα ατέλειωτο μαγγανοπήγαδο. Όπως εκείνο που έσπρωχνε ο Κόναν ο Βάρβαρος, στη μαλακία του Ρίτσαρντ Φλάισερ (σενάριο Όλιβερ Στόουν) με πρωταγωνιστή τον Σβαρτζενέγκερ (το μόνο καλό σε αυτήν την ταινία ήταν ότι ο Άρνι δεν μιλούσε -πολύ).
Όπως ο ιδιαίτερα σωματώδης Κόναν έσπρωχνε, ασταμάτητα, το μαγγανοπήγαδο, εκεί που ήταν αιχμάλωτος, από παιδάκι, έφηβος, άνδρας, έτσι κι αυτός (ή αυτή) που είναι το ένα μέλος της σχέσης σπρώχνει. Με την ελπίδα ότι θα βγει νερό. Κι όταν βγει νερό συνεχίζεις να σπρώχνεις. Γιατί χρειάζεσαι κι άλλο.
Ο Κόναν έσπρωχνε. Το νερό έβγαινε. Ξεδίψασαν οι άνθρωποι. Αλλά ο Κόναν έπρεπε να συνεχίσει να σπρώχνει. Για να ποτιστούν τα χωράφια. Μετά για να πάει το νερό στα σπίτια. Μετά για να φθάσει ως το διπλανό χωριό. Και να ποτιστούν κι εκεί τα χωράφια. Κι όταν τον ελευθέρωσαν από τα δεσμά του μαγγανοπήγαδου, τον έστειλαν στην αρένα: ή να φάει την καρδιά των αντιπάλων του, ή να φάνε εκείνοι τη δική του καρδιά.
Δηλαδή, ποια είναι η διαφορά από τις ανθρώπινες στενές σχέσεις; Μήπως κι εκεί την καρδιά σου δεν τρώνε; Κι αν δεν προλάβεις να φας την καρδιά του αλλουνού, βρίσκεσαι με τη δική σου δαγκωμένη.
Τώρα θα μου πεις, σταμάτα να σπρώχνεις. Άσε τους να διψάσουν, να δουν τι σημαίνει βερίκοκο. Μήπως, όμως, σε τελική ανάλυση, σου αρέσει που βρίσκεσαι στο μαγγανοπήγαδο; Μήπως αν σταματήσεις να σπρώχνεις δεν θα έχεις τι άλλο να κάνεις;
Φαύλος κύκλος... Λες και είσαι σε ένα μαγγανοπήγαδο.
Σπρώχνε, με την ελπίδα πως θα μπεις και στην αρένα. Γιατί πολλοί ήταν αυτοί που ξεψύχησαν ενώ, ακόμη, έσπρωχναν. Με την ελπίδα να σταματήσουν μια μέρα. Πού να ΄ξεραν...

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Αχου το... είναι ευαισθητούλι...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ