Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Funeral Musical


Δευτέρα, 1 Ιανουαρίου 1985. Τον είχε αποκαλέσει μιούζικαλ! Ο φίλος του, ήθελε με αυτόν τον τρόπο να δείξει πόσο κεφάτος άνθρωπος είναι. Έπαιζαν εκείνο το ηλίθιο παιχνίδι, που ο ένας προσπαθεί να βρει ποιον από την παρέα εννοεί ο άλλος, χρησιμοποιώντας διάφορες λέξεις.

Τον είχαν ρωτήσει: «Αν ήταν ταινία, ποια ταινία θα ήταν»; Κι εκείνος, χωρίς σκέψη, είχε απαντήσει «μιούζικαλ»…

-Ποιο μιούζικαλ;

Η Χαρά επέμενε. Ήθελε, σώνει και καλά, να βρει ποιον εννοούσε ο Στέφανος (ο φίλος). Τον γούσταρε τον Στέφανο η Χαρά. Και, όπως κάθε μετέφηβος, της την έδινε όταν ο Στέφανος έβγαινε πιο έξυπνος.

-Όλα τα μιούζικαλ μαζί!

Ο Στέφανος έδωσε μια απάντηση που η χαρά δεν την περίμενε. Κρυφοχαμογέλασε ο Στέφανος. Κι αυτός τη γούσταρε τη Χαρά. Κι αυτός, όπως κάθε μετέφηβος, ήθελε να εκνευρίσει αυτούς που αγαπούσε. Του άρεζαν και οι αντιδράσεις της… Πώς σούφρωνε τα φρύδια της, όταν εκνευριζόταν και μιλούσε με το στόμα της να στραβώνει ελαφρά προς τα δεξιά.

-Αυτό δεν είναι απάντηση!

Η Χαρά σούφρωσε τα φρύδια της και στράβωσε ελαφρώς το στόμα της προς τα δεξιά. Ήταν σίγουρο. Είχε εκνευριστεί. Το είχε καταλάβει όλη η παρέα. Κι εκείνος μαζί τους. Και δεν μπορούσε να συνταιριάξει το χαρακτηρισμό «μιούζικαλ» με κανέναν από τους υπόλοιπους. Ήταν σίγουρος ότι ο Στέφανος εννοούσε εκείνον. Αλλά δεν ήθελε να σηκωθεί μπροστά σε όλα τα παιδιά και να φωνάξει.: «Εγώ! Εμένα εννοείς»! Δεν είπε τίποτα.

Το είπαν όλοι οι άλλοι… Τον έδειξαν, με το δάχτυλο, αναιδέστατα. Κι εκείνος θυμήθηκε που η μάνα του, όταν έδειχνε με το δάχτυλο, πιτσιρίκι, στους δρόμους της επαρχιακής πόλης που μεγάλωσε, τον μάλωνε. Κι όλοι οι άλλοι φώναζαν: «Αυτόν! Αυτόν εννοείς Στέφανε»! Όλοι! Μα καλά… Τόσο αναγνωρίσιμος ήταν;

-Καλά, το «μιούζικαλ» πώς σου ήρθε;

Μόνον εκείνος –ο άνθρωπος μιούζικαλ- είχε την απορία.

-Το κέφι σου, ρε παιδί μου! Όλοι έχουμε τις μαύρες μέρες μας. Εσύ, λες και δεν τις έχεις ποτέ…

Τάδε έφη Στέφανος. Κι εκείνος χαμογέλασε.

Δευτέρα, 1 Ιανουαρίου 2005. Τον είχε αποκαλέσει «κηδεία»! Ο ίδιος φίλος. Τον ίδιο άνθρωπο. Είκοσι χρόνια μετά. Είχαν βρεθεί στο δρόμο, είπαν ένα «γεια» με μισό στόμα. Κι ο Στέφανος είχε γυρίσει και του ’χε πει: «Πώς είσαι έτσι, σαν κηδεία…»

Τι είχε συμβεί; Ένας γάμος, ένα παιδί, ένα διαζύγιο, δυο φορές στην ανεργία, ένα καταναλωτικό δάνειο, ένα στεγαστικό δάνειο που δεν αποπληρώθηκε, δύο πλειστηριασμοί ακινήτων (το δικό του και του πατέρα του), ένα τετραπλό μπάι πας (του πατέρα του), μια επέμβαση κήλης για τον ίδιο, απανωτοί θάνατοι συγγενών, ο θάνατος του πατέρα του Στέφανου, το διαζύγιο του Στέφανου με τη Χαρά, πιο πριν ο γάμος τους κι ένα παιδί, μια νέα συμβία, ένα πρόβλημα αλκοολισμού, ένας υποβιβασμός στη δουλειά, διπλάσια καθημερινά έξοδα από ό,τι έσοδα.

Μαύρο μιούζικαλ. Τα φώτα σβήσανε. Η αυλαία έπεσε. Κυρίες και κύριοι, χειροκροτήστε!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ