Σκοτάδι... Δηλαδή, απορρόφηση του φωτός. Δηλαδή, άπλετο φως. Πάντα τα μπέρδευε αυτά. Του έμαθαν ότι το σκοτάδι είναι η απορρόφηση του φωτός. Άρα, όταν έχουμε σκοτάδι, πάλι έχουμε φως. Και σκοτάδι, πότε έχουμε;
Παιδικές απορίες. Ένας προτοετής φοιτητής του φυσικομαθηματικού τις έχει λυμένες. Εκείνος βάδιζε στην όγδοη δεκαετία της ζωής του κι ακόμα κάτι τέτοια του ήταν άγνωστα. Κινέζικα. Ήταν κι από εκείνους τους ανθρώπους, που ακούει πολλά, συγκρατεί κάποια από αυτά και τα γνωρίζει από λίγο.
Θυμόταν τους καθηγητές του. «Η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας» του έλεγαν, κουνώντας τον δείκτη μπροστά στα μούτρα του. Κάλλιο αμαθής, παρά ημιμαθής, δηλαδή. Ωραία παροιμία.
Τέλος πάντων, αρκετά με τις παρενθέσεις. Όταν άνοιγε μία, δεν ήξερε πού να την κλείσει. Σημασία είχε ότι το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Μαύρο σκότος. Μαύρος Σκότος. Δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Είπε να βγει μια βόλτα, στο διπλανό δάσος, να θαυμάσει τη δύση του ήλιου. Για πότε μαζεύτηκαν εκείνα τα σύννεφα, για πότε έδυσε ο ήλιος, ούτε κατάλαβε. Τον είχαν συνεπάρει κι οι σκέψεις του...
Η αλήθεια είναι ότι είχε προβλήματα. Ειδικά στη δουλειά. Τόσα χρόνια ανώτερο στέλεχος της πολυεθνικής, ήταν η μοναδική του ευκαιρία να αναλάβει τη διαχείριση της εταιρίας στην Ελλάδα, για δυο χρόνια. Και μετά να αποχωρήσει, δόξη και τιμή, για τη σύνταξή του. Θα του έκαναν και πάρτι, θα του χάριζαν ένα καλό ρολόι, όπως βλέπει στις αμερικάνικες ταινίες... Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν έτσι ακριβώς. Εκείνος ο Γεωργίου, ο 45άρης, έγλειφε όποιον κώλο έβρισκε μπροστά του. Ε, γλείψε γλείψε, έφθασε και στου Μάντισον, αυτουνού του τρελοαμερικάνου επιχειρηματία, που αγόρασε τις μετοχές εν μία νυκτί κι έγινε η εταιρία από «Σιγαρέττα Αναβύσσου», «Ολντ Χέλενικ Ταμπάκο Κόμπανι». Του άρεσε του Μάντισον η γλώσσα του Γεωργίου και βρέθηκε ο μικρός ένα βήμα έξω από το μεγάλο γραφείο, στον τελευταίο όροφο. Κι εκείνος, λίγο πριν την έξοδο.
Βέβαια, είχε καταστρώσει την αντεπίθεσή του. Ο Μάντισον σκόπευε να κόψει την ελληνική παραγωγή καπνού. Να αγοράζει καπνό από άλλες χώρες και να αφήσει εδώ μόνον το εργοστάσιο συσκευασίας. Ο Γεωργίου του είχε φουσκώσει τα μυαλά, ότι αυτό είναι πανεύκολο και είχε βάλει κάτι νεούδια, συνεργάτες του, να ψάξουν άκρες στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Αλλά ο παλιός, είναι αλοιώς. Εκείνος είχε άκρες στις Βρυξέλλες. Ξέθαψε κάτι πανάρχαιες οδηγίες της πάλαι ποτέ ΕΟΚ, έβαλε κι έναν ευρωβουλευτή, που του ήταν υποχρεωμένος, και το θέμα θα το συζητούσαν, πλέον, στο Ευρωκοινοβούλιο. Για να εισάγεις καπνό από τρίτες χώρες, θα πρέπει να εξασφαλίσεις εξαγωγή στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Κι εκείνος είχε έτοιμο το πλάνο, αλλά και τους πελάτες στο περίμενε... Θα εμφανιζόταν ως σωτήρας!
Σταμάτησε το περπάτημα. Γύρισε δεξιά αριστερά, να δει που βρισκόταν. Τίποτα. Σκοτάδι και μόνο σκοτάδι. Έχει γούστο να είχε χαθεί. Πεντακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια κι αυτός να μην ξέρει προς τα πού να πάει. Δεν είχε και αστέρια, να προσανατολιστεί...
Κοίταξε την οθόνη του κινητού του. Πιο καλό σήμα θα είχε σ ένα πηγάδι, παρά εκεί. «Πούστηδες! Τόσα λεφτά παίρνετε και πιο το αποτέλεσμα; Όταν θες το κινητό, δεν το έχεις!», σκέφτηκε...
Πατούσε πάνω σε ξερά φύλλα, σε λάσπες, σε μυτερές πέτρες. Τα ακριβά δερμάτινα παπούτσια του είχαν γίνει χάλια. Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε, αφού αισθανόταν να γλιστράει σε κάθε του βήμα. Δεν μπορούσε, όμως, να δει το παραμικρό.
-Κώστα!
Άκουσε μια γνωστή φωνή. Δεν μπορεί... Δεν γίνεται... Κι όμως... Ήταν, δεν υπήρχε αμφιβολία, ο Γεωργίου.
«Τι στα κομμάτια ζητάει αυτός εδώ; Ούτε να χαθεί στο δάσος δεν μπορεί κανείς», αναρωτήθηκε;
Ήταν, όμως, μια καλή ευκαιρία να γλιτώσει.
-Από δω, φώναξε!
Ανάμεσα από τα δένδρα είδε ένα φως. Ο Γεωργίου είχε μαζί του φακό.
-Έρχομαι ρε γέρο!
Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Άκου γέρο...
-Τι σου ήρθε και χώθηκες στο δάσος νυχτιάτικα; Α, ρε Κώστα... Μωραίνει ο Κύριος...
Άντε και τα ρητά και τα διδάγματα...
«Αν ήθελα σοφιστίες, θα πήγαινα στο Κατηχητικό», σκέφτηκε...
Ο Γεωργίου τον πλησίασε. Θα ήταν καμιά δεκαριά βήματα μακριά του. Σε λίγο θα βρισκόταν δίπλα του και θα περπατούσαν μαζί, σαν δυο καλοί φίλοι, προς το σπίτι του. Αλλά κι αυτό το κωλόπαιδο τί ήθελε τέτοια ώρα εκεί; Λες να έμαθε για ό,τι ετοίμαζε; Και γιατί δεν τον περίμενε στο σπίτι και χώθηκε στο δάσος να τον βρει; Τόσο σημαντικό ήταν αυτό που ήθελε να του πει; Και έφθασε στα προάστεια άγρια μεσάνυχτα; Μήπως...
-Τι γυρεύεις εδώ;
Η φωνή του Γεωργίου του έκοψε τη σκέψη στη μέση.
«Εγώ τι γυρεύω εδώ, ή εσύ»;
Ο Γεωργίου βρισκόταν δυο βήματα μπροστά του. Προσπαθούσε να δει τη σιλιουέτα του, αλλά το φως του φακού έπεφτε στα μάτια του.
-Δε λες που θα σε βγάλω από δω μέσα... Τρεις ώρες σε περίμενα στο σπίτι σου. Έλα...
Έριξε το φως του φακού στο άλλο του χέρι. Κρατούσε ένα ραβδί. Του το έδινε.
Το πήρε. Περπατούσε δίπλα στον Γεωργίου τώρα. Εκείνος φώτιζε ένα μονοπάτι.
-Έμαθα ότι έβαλες κάποιον στις Βρυξέλλες, να ψάξει για το θέμα του καπνού...
Ώστε έτσι. Αυτό ήταν λοιπόν.
«Ε, και»;
-Τι και, ρε Κώστα... Μου την έφερες πισώπλατα. Δεν κάνεις πίσω ρε γέρο, με τίποτα. Άσε και κανέναν νέο να προκόψει, ρε...
Μιλούσε νευρικά. Γρήγορα. Η αναπνοή του... Ήταν κι αυτή γρήγορη και κοφτή. Σαν τα λόγια του. Κάτι είχε στο μυαλό του ο Γεωργίου.
Δεν είχε ώρα για πολλά - πολλά. Σήκωσε το ραβδί. Το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του Γεωργίου. Εκείνος διπλώθηκε στα δύο. Μούγκρισε. Παραπάτησε. Γλίστρησε. Του ΄πεσε ο φακός. Έσπασε. Βρέθηκαν στο σκοτάδι...
Ησυχία...
«Ρε Γεωργίου»...
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Τι είχε κάνει... Άρχισε να τρέχει. Όσο κρατούσαν τα πόδια του. Παραπατούσε. Έπεφτε. Ξανασηκωνόταν. Ξανάτρεχε. Με όση δύναμη είχε. Τα πνευμόνια του τον έκαιγαν. Καλά του είχαν πει να κόψει το τσιγάρο...
Την άλλη μέρα, η αστυνομία χτένιζε την περιοχή. Τον βρήκαν ξαπλωμένο σε μια χαράδρα. Το σώμα του είχε μια περίεργη στάση. Λες και είχε σπάσει στα δύο. Οι συνεργάτες του έδιναν συνέντευξη στα κανάλια.
«Λίγο έλειψε να χάσουμε και τον Γεωργίου, που πήγε να τον βρει. Γλίστρησε κι εκείνος κι έπεσε κάτω. Έχασε τον φακό που είχε και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Όχι, δεν έπαθε τίποτα. Μόνον ένα καρούμπαλο είχε, από το πέσιμο», έλεγε η Ελένη. Κι έκλαιγε. Δέκα χρόνια γραμματέας του Κώστα, μόνον καλές στιγμές είχε να θυμηθεί.
Παιδικές απορίες. Ένας προτοετής φοιτητής του φυσικομαθηματικού τις έχει λυμένες. Εκείνος βάδιζε στην όγδοη δεκαετία της ζωής του κι ακόμα κάτι τέτοια του ήταν άγνωστα. Κινέζικα. Ήταν κι από εκείνους τους ανθρώπους, που ακούει πολλά, συγκρατεί κάποια από αυτά και τα γνωρίζει από λίγο.
Θυμόταν τους καθηγητές του. «Η ημιμάθεια είναι χειρότερη της αμάθειας» του έλεγαν, κουνώντας τον δείκτη μπροστά στα μούτρα του. Κάλλιο αμαθής, παρά ημιμαθής, δηλαδή. Ωραία παροιμία.
Τέλος πάντων, αρκετά με τις παρενθέσεις. Όταν άνοιγε μία, δεν ήξερε πού να την κλείσει. Σημασία είχε ότι το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Μαύρο σκότος. Μαύρος Σκότος. Δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Είπε να βγει μια βόλτα, στο διπλανό δάσος, να θαυμάσει τη δύση του ήλιου. Για πότε μαζεύτηκαν εκείνα τα σύννεφα, για πότε έδυσε ο ήλιος, ούτε κατάλαβε. Τον είχαν συνεπάρει κι οι σκέψεις του...
Η αλήθεια είναι ότι είχε προβλήματα. Ειδικά στη δουλειά. Τόσα χρόνια ανώτερο στέλεχος της πολυεθνικής, ήταν η μοναδική του ευκαιρία να αναλάβει τη διαχείριση της εταιρίας στην Ελλάδα, για δυο χρόνια. Και μετά να αποχωρήσει, δόξη και τιμή, για τη σύνταξή του. Θα του έκαναν και πάρτι, θα του χάριζαν ένα καλό ρολόι, όπως βλέπει στις αμερικάνικες ταινίες... Αλλά τα πράγματα δεν πήγαν έτσι ακριβώς. Εκείνος ο Γεωργίου, ο 45άρης, έγλειφε όποιον κώλο έβρισκε μπροστά του. Ε, γλείψε γλείψε, έφθασε και στου Μάντισον, αυτουνού του τρελοαμερικάνου επιχειρηματία, που αγόρασε τις μετοχές εν μία νυκτί κι έγινε η εταιρία από «Σιγαρέττα Αναβύσσου», «Ολντ Χέλενικ Ταμπάκο Κόμπανι». Του άρεσε του Μάντισον η γλώσσα του Γεωργίου και βρέθηκε ο μικρός ένα βήμα έξω από το μεγάλο γραφείο, στον τελευταίο όροφο. Κι εκείνος, λίγο πριν την έξοδο.
Βέβαια, είχε καταστρώσει την αντεπίθεσή του. Ο Μάντισον σκόπευε να κόψει την ελληνική παραγωγή καπνού. Να αγοράζει καπνό από άλλες χώρες και να αφήσει εδώ μόνον το εργοστάσιο συσκευασίας. Ο Γεωργίου του είχε φουσκώσει τα μυαλά, ότι αυτό είναι πανεύκολο και είχε βάλει κάτι νεούδια, συνεργάτες του, να ψάξουν άκρες στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Αλλά ο παλιός, είναι αλοιώς. Εκείνος είχε άκρες στις Βρυξέλλες. Ξέθαψε κάτι πανάρχαιες οδηγίες της πάλαι ποτέ ΕΟΚ, έβαλε κι έναν ευρωβουλευτή, που του ήταν υποχρεωμένος, και το θέμα θα το συζητούσαν, πλέον, στο Ευρωκοινοβούλιο. Για να εισάγεις καπνό από τρίτες χώρες, θα πρέπει να εξασφαλίσεις εξαγωγή στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Κι εκείνος είχε έτοιμο το πλάνο, αλλά και τους πελάτες στο περίμενε... Θα εμφανιζόταν ως σωτήρας!
Σταμάτησε το περπάτημα. Γύρισε δεξιά αριστερά, να δει που βρισκόταν. Τίποτα. Σκοτάδι και μόνο σκοτάδι. Έχει γούστο να είχε χαθεί. Πεντακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια κι αυτός να μην ξέρει προς τα πού να πάει. Δεν είχε και αστέρια, να προσανατολιστεί...
Κοίταξε την οθόνη του κινητού του. Πιο καλό σήμα θα είχε σ ένα πηγάδι, παρά εκεί. «Πούστηδες! Τόσα λεφτά παίρνετε και πιο το αποτέλεσμα; Όταν θες το κινητό, δεν το έχεις!», σκέφτηκε...
Πατούσε πάνω σε ξερά φύλλα, σε λάσπες, σε μυτερές πέτρες. Τα ακριβά δερμάτινα παπούτσια του είχαν γίνει χάλια. Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε, αφού αισθανόταν να γλιστράει σε κάθε του βήμα. Δεν μπορούσε, όμως, να δει το παραμικρό.
-Κώστα!
Άκουσε μια γνωστή φωνή. Δεν μπορεί... Δεν γίνεται... Κι όμως... Ήταν, δεν υπήρχε αμφιβολία, ο Γεωργίου.
«Τι στα κομμάτια ζητάει αυτός εδώ; Ούτε να χαθεί στο δάσος δεν μπορεί κανείς», αναρωτήθηκε;
Ήταν, όμως, μια καλή ευκαιρία να γλιτώσει.
-Από δω, φώναξε!
Ανάμεσα από τα δένδρα είδε ένα φως. Ο Γεωργίου είχε μαζί του φακό.
-Έρχομαι ρε γέρο!
Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Άκου γέρο...
-Τι σου ήρθε και χώθηκες στο δάσος νυχτιάτικα; Α, ρε Κώστα... Μωραίνει ο Κύριος...
Άντε και τα ρητά και τα διδάγματα...
«Αν ήθελα σοφιστίες, θα πήγαινα στο Κατηχητικό», σκέφτηκε...
Ο Γεωργίου τον πλησίασε. Θα ήταν καμιά δεκαριά βήματα μακριά του. Σε λίγο θα βρισκόταν δίπλα του και θα περπατούσαν μαζί, σαν δυο καλοί φίλοι, προς το σπίτι του. Αλλά κι αυτό το κωλόπαιδο τί ήθελε τέτοια ώρα εκεί; Λες να έμαθε για ό,τι ετοίμαζε; Και γιατί δεν τον περίμενε στο σπίτι και χώθηκε στο δάσος να τον βρει; Τόσο σημαντικό ήταν αυτό που ήθελε να του πει; Και έφθασε στα προάστεια άγρια μεσάνυχτα; Μήπως...
-Τι γυρεύεις εδώ;
Η φωνή του Γεωργίου του έκοψε τη σκέψη στη μέση.
«Εγώ τι γυρεύω εδώ, ή εσύ»;
Ο Γεωργίου βρισκόταν δυο βήματα μπροστά του. Προσπαθούσε να δει τη σιλιουέτα του, αλλά το φως του φακού έπεφτε στα μάτια του.
-Δε λες που θα σε βγάλω από δω μέσα... Τρεις ώρες σε περίμενα στο σπίτι σου. Έλα...
Έριξε το φως του φακού στο άλλο του χέρι. Κρατούσε ένα ραβδί. Του το έδινε.
Το πήρε. Περπατούσε δίπλα στον Γεωργίου τώρα. Εκείνος φώτιζε ένα μονοπάτι.
-Έμαθα ότι έβαλες κάποιον στις Βρυξέλλες, να ψάξει για το θέμα του καπνού...
Ώστε έτσι. Αυτό ήταν λοιπόν.
«Ε, και»;
-Τι και, ρε Κώστα... Μου την έφερες πισώπλατα. Δεν κάνεις πίσω ρε γέρο, με τίποτα. Άσε και κανέναν νέο να προκόψει, ρε...
Μιλούσε νευρικά. Γρήγορα. Η αναπνοή του... Ήταν κι αυτή γρήγορη και κοφτή. Σαν τα λόγια του. Κάτι είχε στο μυαλό του ο Γεωργίου.
Δεν είχε ώρα για πολλά - πολλά. Σήκωσε το ραβδί. Το κατέβασε με δύναμη στο κεφάλι του Γεωργίου. Εκείνος διπλώθηκε στα δύο. Μούγκρισε. Παραπάτησε. Γλίστρησε. Του ΄πεσε ο φακός. Έσπασε. Βρέθηκαν στο σκοτάδι...
Ησυχία...
«Ρε Γεωργίου»...
Κανείς δεν αποκρίθηκε. Τι είχε κάνει... Άρχισε να τρέχει. Όσο κρατούσαν τα πόδια του. Παραπατούσε. Έπεφτε. Ξανασηκωνόταν. Ξανάτρεχε. Με όση δύναμη είχε. Τα πνευμόνια του τον έκαιγαν. Καλά του είχαν πει να κόψει το τσιγάρο...
Την άλλη μέρα, η αστυνομία χτένιζε την περιοχή. Τον βρήκαν ξαπλωμένο σε μια χαράδρα. Το σώμα του είχε μια περίεργη στάση. Λες και είχε σπάσει στα δύο. Οι συνεργάτες του έδιναν συνέντευξη στα κανάλια.
«Λίγο έλειψε να χάσουμε και τον Γεωργίου, που πήγε να τον βρει. Γλίστρησε κι εκείνος κι έπεσε κάτω. Έχασε τον φακό που είχε και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Όχι, δεν έπαθε τίποτα. Μόνον ένα καρούμπαλο είχε, από το πέσιμο», έλεγε η Ελένη. Κι έκλαιγε. Δέκα χρόνια γραμματέας του Κώστα, μόνον καλές στιγμές είχε να θυμηθεί.
Σχόλια