Ο ήλιος έδυε. Περνούσαμε καπνό. Εγώ κι εκείνη. Οι άλλοι είχαν φύγει, για άλλες δουλειές. Η μάνα μου ετοίμαζε φαγητό, ο πατέρας μου βοηθούσε τον παππού μου, να μαζέψουν καρπούζια και σταφύλια, επειδή ο παππούς θα πήγαινε, πρωί – πρωί, στην πούληση. Ο αδελφός μου, μικρό παιδάκι, έπαιζε κάπου στη γειτονιά. Ο ξάδελφός μου, που πάντα βοηθούσε, βρισκόταν, ήδη, στον κινηματογράφο του χωριού, να ετοιμάσει την ταινία για τη βραδινή προβολή. Είχαμε μείνει οι δυο μας.
Τότε ήταν που άρχισε να μιλά. Περισσότερο τα ΄λεγε στον εαυτό της. Αλλά εγώ άκουγα με προσοχή. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε έτσι.
«Πέφτει ο ήλιος. Πάει. Πάει και σήμερα. Έτσι θα πάμε κι εμείς, μια μέρα. Σαν τον ήλιο θα δύσουμε. Δε θέλω να με θάψουν στο νεκροταφείο, με τους άλλους. Δεν είναι καλό το χώμα. Έτσι θα μείνω. Θέλω εκεί, στο χωράφι του δρόμου να με θάψετε. Να κάνετε κι ένα γύρω με πέτρες, να μην έρθουν τίποτα σκυλιά και με ξεθάψουν και με σπείρουν στα γύρω χωράφια. Από εκεί, έχει ένα υψωματάκι, εκεί να με βάλετε. Να βλέπω τον ήλιο να δύει, ως κάτω στη Χαλάστρα. Φαίνεται από εκεί, όλο το χωριό. Κι ο δρόμος ο δημόσιος. Εκεί να με βάλετε… Κι εκεί να έρχεστε, αν θέλετε να με δείτε».
Είχα μείνει άλαλος. Στήλη άλατος. Η γιαγιά Τριανταφυλλιά, ποτέ δεν μιλούσε για τέτοια πράγματα. Είχε ζωή μέσα της. Σμυρνιά, πλουσιοκόριτσο, κόρη προύχοντα, η πρώτη που είδε, στη Σμύρνη, κινηματογράφο, η πρώτη που χόρεψε βαλς. Την έπαιρνε ο πατέρας της, τη σήκωνε στα χέρια, παιδάκι ήταν και χόρευε μαζί της, όποτε ερχόταν στη Σμύρνη, από την Ευρώπη. Από τα Παρίσια και τα Λονδίνα. Από τη Μόσχα και τη Ρώμη. Όλο εκεί ήταν ο κυρ-Αντώνης.
Εκεί, στη Σμύρνη, στον Τσεσμέ, γνώρισε και τον παππού Δημήτρη. Εκείνος την είδε και μαγεύτηκε –ήταν ομορφοκόριτσο. Πήγαινε κάθε βράδυ, κάτω από το παραθύρι της και τραγουδούσε τον Ερωτόκριτο. Κι έτσι, κατάκτησε την καρδιά της.
Στο γάμο τους, έγινε μεγάλο πανηγύρι. Παρέλασε όλη η Σμύρνη. Αρχοντόσογο αυτό της γιαγιάς, όμορφο παλικάρι ο παππούς, όλοι έτρεξαν να τους ευχηθούν. Πήγαιναν, πέρα δώθε, οι δούλες με τις πιατέλες γεμάτες. Γέμιζαν και ξαναγέμιζαν τα ποτήρια των καλεσμένων οι αραπάδες, με τα πρησμένα χείλια. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες ήταν μεθυσμένη η Σμύρνη. Χαιρόταν, τις χαρές της Τριανταφυλλιάς και του Δημητρού.
Κι έπειτα, ήρθε ο πόλεμος. Η εκστρατεία, ο Σαγγάριος, η ήττα, η αναδίπλωση, η καταστροφή. Κάψανε τη Σμύρνη. Τίποτα δεν αφήκανε.
Αλλά η Τριανταφυλλιά δε λύγισε. Μπήκε, με τα φουστάνια και τα φουρό της, στο εκκλησάκι του Αϊ-Νικόλα, που καιγότανε κι άρπαξε, μέσα απ τις φλόγες, το εικόνισμα. Το κράτησε σφιχτά στον κόρφο της. Μ’ αυτό πέρασε στη Σάμο. Ο μπαμπάς της, ο κυρ-Αντώνης, είχε μεγάλη περιουσία. Είχε και καράβια. Έβαλε όσους μπορούσε μέσα, πήρε ό,τι μπορούσε από το βιός του και σάλπαραν για την Ελλάδα. Βγήκαν, όπως σας είπα, στη Σάμο.
Τους κοροϊδέψαν, οι Σαμιώτες, τους «τουρκόσπορους». Τους πήραν τα πάντα: Κεντητά, χαλιά, ζώα, λίρες. Τους αφήκανε με τα ρούχα τους, να πάνε να βρούνε αλλού την τύχη τους. Από τότε η Τριανταφυλλιά δεν τους πήγαινε με τίποτα. Άκουγε για νησιά κι έφευγε μακριά.
Αλλά και πάλι δε λύγισε. Με τον Δημητρό και το υπόλοιπο σόι, βρεθήκανε στην Ξάνθη. Ο κυρ-Αντώνης, μόλις κατάλαβε ότι οι Σαμιώτες θα τους τρώγανε όλο το βιός, τους έβαλε στο μοναδικό καράβι που του είχε απομείνει, χαιρέτησε και τον φίλο του, τον πατέρα του Αρίστου και σάλπαραν για τη Θράκη.
Εκεί η Τριανταφυλλιά γέννησε οκτώ παιδιά. Το Γιαννάκη, τον γέννησε κάτω από μια καρυδιά. Στο χωράφι. Τα καρπούζια δεν μπορούσαν να περιμένουν. Της έζησαν τα πέντε –συνηθισμένο πράμα για εκείνη την εποχή.
Κι ύστερα ήρθε ο άλλος πόλεμος. Πρώτα οι Γερμανοί, μετά οι Ιταλοί. Κι όταν έφυγαν αυτοί, άρχισαν τα αδέλφια να σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Και πλακώσαν κι οι Βούλγαροι… Αυτοί, οι τελευταίοι, κατά πως έλεγε η γιαγιά, ήταν οι χειρότεροι. Αρπάζανε παιδιά, σκότωναν, βίαζαν. Της είχαν ζήσει ο Γιαννάκης, η Βασιλικούλα, η Μαρίτσα, η Κικίτσα κι η Αρχοντούλα. Η Αρχοντούλα, ήταν η μικρότερη. Ξανθιά και γαλανομάτα, την λιμπιζόντουσαν οι Βούλγαροι και, παρά το ότι ο παππούς Δημήτρης έδινε το μισό βιός στη Βουλγαρία, φοβόντουσαν ότι, μια μέρα, θα τους το παίρνανε το παιδί. Είχε πεθάνει, στο μεταξύ, ο κυρ-Αντώνης, που είχε άκρες διάφορες και ήταν σα να είχαν χάσει τον προστάτη τους.
Ούτε τότε λύγισε η Τριανταφυλλιά. Φορτώσανε πάλι το βιός τους σε έναν αραμπά και κίνησαν για τη Θεσσαλονίκη. Ρίζωσαν έξω από τη μεγαλούπολη, σε ένα αγροτικό χωριό. Εκεί γνώρισαν βασιλεία, δημοκρατία, χούντα, ξανά δημοκρατία. Εκεί είδαν εγγόνια και δισέγγονα.
Όλοι πιστεύαμε ότι ο παππούς Δημητρός, άνθρωπος ευαίσθητος και φιλάσθενος, θα πήγαινε πρώτος. Ο Θεός, όμως, είχε άλλα σχέδια. Κρυφογελούσε που εμείς κανονίζαμε ποιος θα φροντίζει τη γιαγιά. Γιατί η γιαγιά Τριανταφυλλιά ήταν θηρίο. Αλύγιστη. Γιατρός δεν την είχε δει ποτέ στη ζωή της.
Ήταν πρωί. Είχε πάρει τη σκούπα της, να σκουπίσει την αυλή. Ως και το κοτέτσι σκούπιζε. Τέτοια χρυσοχέρα ήταν. Δεν είχε σκουπίσει παρά τα σκαλοπάτια, όταν κουράστηκε. Κάθισε στο πλατύσκαλο, να πάρει λίγο τα πάνω της. Έγειρε στον ασβεστωμένο τοίχο. Έκλεισε τα μάτια της. Εκεί κοιμήθηκε η γιαγιάκα μου. Ήσυχα. Αντίθετα με το πώς έζησε.
Την έθαψαν εκεί που δεν ήθελε. Μαζί με τους άλλους. Θυμάμαι τον παππού, να σιγοτραγουδά τον Ερωτόκριτο. Κι ύστερα, όταν την έβαλαν στο χώμα, να προσπαθεί να πηδήσει μέσα. Να πάει μαζί της. Αλλά αυτό που με χτύπησε άσχημα, ήταν που την έβαλαν εκεί που δεν ήθελε.
Γιαγιάκα μου, το ΄χω μεγάλο βάρος. Δεν έκανα αυτό που ήθελες. Συγνώμη… Ίσως γι αυτό να μην ήρθα ποτέ να σου ανάψω ένα κερί. Ίσως επειδή δεν μπορώ να σε δω, εκεί που δεν ήθελες. Μαζί με τους άλλους. Ίσως, πάλι, να ψάχνω μια δικαιολογία.
Σχόλια
Καποια πραγματα δεν περνανε απο το χερι μας..Και το οτι την σκεφτεσαι και την θυμασαι ειναι σημαντικοτερο απο το κερακι!
Να την εχεις παντα φυλαγμενη στην καρδια σου αυτο εχει σημασια!
Η δική μου η γιαγιά, μια λεβεντογυναίκα και χαρακτήρας αλύγιστος - έζησε κι αυτή και προσφυγιά κι αρρώστιες και βάσανα -είναι καθηλωμένη αυτές τις μέρες στο νοσοκομείο κάπου μεταξύ των δύο κόσμων. Σπαράζει η καρδιά μου να την βλέπω έτσι να πονάει αλλά μου δίνει κουράγιο η δύναμη της.
Η δική μου η γιαγιά, μια λεβεντογυναίκα και χαρακτήρας αλύγιστος - έζησε κι αυτή και προσφυγιά κι αρρώστιες και βάσανα -είναι καθηλωμένη αυτές τις μέρες στο νοσοκομείο κάπου μεταξύ των δύο κόσμων. Σπαράζει η καρδιά μου να την βλέπω έτσι να πονάει αλλά μου δίνει κουράγιο η δύναμη της.
Τη θυμάμαι συχνά. Μακάρι να το γνωρίζει.
@ alexandra
Κι έχω μαζί της τόσες λίγες φωτογραφίες... Ήταν η εποχή που η φωτογραφική μηχανή θεωρούνταν αντικείμενο για τους κατέχοντες
@ evelina
Καλησπέρες και σε σένα, έστω και με καθυστέρηση.
@ iris
Μακάρι να το ξεπεράσει. Και να είναι κοντά σας σύντομα, πάλι στα πόδια της.