Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2008

Επιτέλους, Ανάσταση!

«Άντε! Η καμπάνα χτύπησε»! Ο κυρ – Ανδρέας στεκόταν, εδώ και ώρα, στην είσοδο του διαμερίσματος. Με το καινούργιο του κοστούμι, την άσπρη λαμπάδα στα χέρια, τη γραβάτα του δεμένη στην εντέλεια, φρεσκοπλυμένος, φρεσκοσιδερωμένος, σαν έτοιμος από καιρό. Είχε βάλει κι ένα κόκκινο αβγό στην τσέπη, που το είχε διαλέξει επιμελώς, όχι πολύ μικρό, ούτε πολύ μεγάλο, ούτε σουβλερό, αλλά στρόγγυλο. Με μια, μόνον, έγνοια: Να σπάσει τα αβγά όλων των υπολοίπων. Αν ήταν δυνατόν, θα είχε ξεκινήσει εδώ και ώρα για την εκκλησία. Δεν του άρεζε καθόλου που όλοι έτρεχαν, στις 12 παρά δέκα στην εκκλησία και, με το που ακουγόταν το «Χριστός Ανέστη» τρέχαν να προλάβουν τη μαγειρίτσα. Δεν μπορούσε, όμως, να κάνει διαφορετικά, από τότε που παράτησε το χωριό, για να ζήσει στην πόλη, στο σπίτι του γιου του, του Μανώλη. Πολλές φορές είχε πει να τον αφήσουν στην ησυχία του, εκεί στο χωριό του, εκεί που γεννήθηκε, που μεγάλωσε, που έζησε πολέμους και κατοχές. Εκεί που συγχωρέθηκε η γριά του και την έθαψαν, παρά τις

Λουλουδάτο φόρεμα

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, επί οκτώ χρόνια, έκλαιγε η Αθανασία. Λες και είχε έναν δικό της άνθρωπο, πεθαμένο, μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Λες κι οι καμπάνες ακούγονταν για δικό της νεκρό. Το κλάμα της άρχιζε βουβό, από το πρωί. Κι ύστερα, όσο η μέρα περνούσε, όσο πήγαινε από τον έναν Επιτάφιο στον άλλον, γινόταν λυγμός. Ώσπου, το βράδυ, στα Εγκώμια, δεν είχε άλλο δάκρυ. Στέρευαν τα μάτια της κι έμενε εκεί, να κοιτάζει τον ξύλινο, στολισμένο με λουλούδια, Επιτάφιο. Μόλις 28 χρονών ήτανε η Αθανασία. Όμως φορούσε μαύρα, εδώ και οκτώ χρόνια. Ήταν 20, τότε. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή, τότε. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα, με πράσινα και κίτρινα λουλούδια. Εκείνη τη μέρα δεν έβρεχε. Είχε ήλιο. Κι ήταν ευκαιρία, να το φορέσει –κι ας ήταν κοντομάνικο. Η μάνα της φώναζε: «Θα κρυώσεις»! Μα ποιος την άκουγε… Έβαλε το λουλουδάτο φόρεμα κι έτρεξε στο Νίκο. Αχ, ο Νίκος… Ο μεγάλος έρωτας… Ο σχολικός. Από παιδιά ήταν μαζί. Μόλις επτά χρονών, όταν εκείνος έσκυψε και τη φίλησε, για πρώτη φορά. Στην αλάνα. Πίσω από τα

Σήμερον κρεμάται επί ξύλου

Η φωτογραφία δική μου, από την Αερόπολη της Μάνης.

Σαράντα κόκκινα αβγά

Μέτρησε πάλι τα αβγά της: Δύο, τέσσερα, έξι, δέκα, είκοσι, σαράντα… Σαράντα… Τόσα είχε παραγγείλει. Τόσα έβαφε, κάθε χρόνο. Η κυρά-Σωσώ έσιαξε το μαντήλι της (το φορούσε πάντα κι ας την έλεγαν παλιάν καιρίσια), ανασήκωσε κι άλλο τα μανίκια και έβαλε τη χύτρα στη φωτιά. Κάθε χρόνο έβαφε 40 αβγά. Ένα για κάθε μέρα νηστείας. Κι όλα κόκκινα. Όχι μπλε, πράσινα, πιτσιλωτά, με ραβδώσεις, όπως έκαναν οι φιλενάδες της. Οι φιλενάδες της… Όσες είχαν απομείνει στη ζωή. Γιατί η κυρά-Σωσώ, μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά η ζωή στο χωριό ήταν δύσκολη. Και, μόνη της καθώς ήταν, από τα 42 της, που έχασε τον Άγγελό της, τον άνθρωπό της, όπως έλεγε κάθε τόσο, έπεσαν τα βάρη του σπιτιού πάνω της. Και κύρτωσε. Κι «έσπασε». Και γέρασε. Κι έκανε παρέα με όλες τις γριές της γειτονιάς. Κι εκείνες, η μία μετά την άλλη, πήγαιναν να συναντήσουν το δημιουργό τους. Δυο είχαν απομείνει, όλες κι όλες. Η Μαριάνθη και η Γαρουφαλιά. Η Μαριάνθη ήταν, ακόμη, νέα. Μεγαλύτερη από την κυρά-Σωσώ, αλλά μπροστά στις ά

Η κακιά η ώρα - Όλα εδώ πληρώνονται

Από εκεί που βρισκόταν τα έβλεπε όλα. Ο Θάνος έμπαινε και ξανάμπαινε, βίαια, στην Τίνα. Εκείνη φαινόταν πολύ αδύναμη, για να προβάλει κάποια αξιόλογη αντίσταση. Κάτι προσπαθούσε να κάνει, αλλά τα χέρια της έπεφταν στο πλάι, ξεψυχισμένα.Ο Γιώργος έκανε ένα βήμα πίσω... ...η συνέχεια με ένα κλικ εδώ . Βλέπετε, από σήμερα, " Η Κακιά η Ώρα " αποκτά το δικό της χώρο . Για να συνεχίσουμε να τα λέμε, πού και πού, από τα "Διαστήματα", χωρίς να "σπάει" ο ειρμός της.

Έρχεται καλοκαίρι...

Καινούργιο κοσκινάκι...

Έπεσε δουλειά. Έπεσε κι αυτό και δεν προκάμω... Αλλά η ιστορία, ιστορία. Υπόσχομαι επεισόδιο μέσα στο Σαββατοκύριακο! ΥΓ. Τώρα θα μου πείτε τι το θες το αυτό . Ένα πείραμα κάνω. Η νεκροψία θα δείξει.

Η κακιά η ώρα - Παλιοί λογαριασμοί

Περίληψη προηγουμένων: Γιώργος και Θάνος, βαποράκι και ντίλερ ναρκωτικών αντίστοιχα, προσπαθούν να φορτώσουν σε ανύποπτο πρεζόνι το θάνατο της Ντίνας Παπαθεοδώρου, κόρης του κυβερνητικού βουλευτή Θεόφιλου. Ο επιθεωρητής Παντάκης, που ερευνά την υπόθεση γνωρίζει (πράγμα που αγνοούν οι υπόλοιποι) ότι το θύμα είχε μαχαιρωθεί θανάσιμα πριν βρεθεί στις ρόδες του αυτοκινήτου του Γιώργου. Πίσω από το εμπόριο ναρκωτικών φέρεται αναμεμιγμένος ο πολιτικός εχθρός του βουλευτή, επιχειρηματίας Κώστας Χατζηαναγνώστου, ο οποίος συνδιαλέγεται με το Θάνο. Ο Γιώργος ξεφορτώνεται το τζιπ με το οποίο παρέσυρε την κοπέλα, την ίδια στιγμή που ο επιθεωρητής Παντάκης αναζητά στοιχεία στο περιβάλλον της και ανακαλύπτει ότι ήταν υιοθετημένη . Αισθανόταν ανάλαφρος. Σα να περπατούσε πάνω σε σύννεφα. Είχε φύγει αυτό το βάρος από πάνω του. Είχε δώσει το τζιπ στο Γύφτο και, πλέον, οι σχέσεις του με το Θάνο θα ήταν, πάλι, μέλι και ζάχαρη. Χαμογελούσε. Περπατούσε στους δρόμους του Δενδροποτάμου και χαμογελούσε. Οι τσ

Η κακιά η ώρα - Η κυρία

Περίληψη προηγουμένων: Ο Γιώργος, βαποράκι ναρκωτικών, παρασέρνει, με το τζιπ του, την κόρη του κυβερνητικού βουλευτή Παπαθεοδώρου. Με το φίλο του Θάνο, ντίλερ ναρκωτικών, την πετούν στη θάλασσα, αλλά το πτώμα εκβράζεται στην ακτή. Ο ιατροδικαστής διαπιστώνει ότι η κοπέλα ήταν νεκρή –από μαχαιριές- πριν το τροχαίο. Γιώργος και Θάνος, με τη βοήθεια της φίλης του πρώτου, Τίνας, σχεδιάζουν να το φορτώσουν σε κάποιο ανύποπτο πρεζόνι –χωρίς να έχουν ιδέα για το μαχαίρωμα. Την ίδια στιγμή, ο πατέρας της νεκρής, παραδέχεται, μιλώντας στον αστυνομικό επιθεωρητή Παντάκη ότι είχε προηγούμενα με τον επιχειρηματία –και παράγοντα ποδοσφαίρου- Κώστα Χατζηαναγνώστου. Ο Χατζηαναγνώστου είναι ο άνθρωπος πίσω από την «εταιρία» του Θάνου. Ο Παντάκης, χωρίς να το γνωρίζει, αποφασίζει να μιλήσει με τους γονείς της νεκρής – η οποία ήταν υιοθετημένη. Η Ελένη Παπαθεοδώρου καθόταν στον καναπέ, ακριβώς απέναντι από τον Παντάκη. Τα μεγάλα γαλάζια μάτια της ήταν κόκκινα, σα να έκλαιγε πριν λίγο. Ο βουλευτής στεκ