Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιανουάριος, 2007

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Ιατροδικαστής

Ξαπλωμένος ανάσκελα στο παγωμένο πεζοδρόμιο, δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί, ούτε να κουνηθεί, ούτε να μονολογήσει. Το μαχαίρι του δολοφόνου του είχε κόψει το λαιμό, από τη μια άκρη ως την άλλη. Είχε κομματιάσει την καρωτίδα και είχε χάσει τόσο αίμα, που ακόμη και μια μοδίστρα να τον αναλάμβανε και να έκλεινε το χάσμα κάτω από το σαγόνι του, δε θα μπορούσε να ανανήψει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, πλέον, ήταν να υπομένει την εξέταση του ιατροδικαστή. Κι ο ιατροδικαστής, ευτυχώς για ένα φρέσκο πτώμα ξαπλωμένο σ ένα παγωμένο πεζοδρόμιο, τέλειωσε τη δουλειά του γρήγορα. Ανασηκώθηκε, κοίταξε το Μίλτο στα μάτια και, λες και του έκανε ερωτική εξομολόγηση, του είπε σχεδόν ψιθυρίζοντας: «Τον πλησίασε από πίσω. Τον αιφνιδίασε. Του έκοψε λαιμό και καρωτίδα με μια κίνηση, πέρα ως πέρα. Τον ξάπλωσε ευγενικά στο πεζοδρόμιο. Όλη την ώρα έτρεχε ποτάμι το αίμα και πρέπει να τον έχει λερώσει. Δεν έδειξε, πάντως, να ενδιαφέρεται, αφού οι κινήσεις του δεν ήταν βιαστικές. Από τη γωνία που μπήκε το μαχ

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Συνάντηση

Η Γενναδίου στο Κερασοχώρι ήταν ένας δρόμος κατάφωτος. Περιπολικά, συμβατικά αυτοκίνητα της Ασφάλειας, προβολείς που είχαν στήσει οι αστυνομικοί, την έλουζαν στο φως. Αν δεν είχε τρέξει όλο αυτό το τσίρκο, θα ήταν ένας δρόμος θεοσκότεινος. Τα πορτοκαλί φώτα δεν άναβαν εκεί, σε αντίθεση με τον μεγάλο κάθετο δρόμο, που ήταν χαρά Θεού. Το σκηνικό θύμιζε ταινία του Χόλιγουντ. Περίεργοι είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω από τους προβολείς της αστυνομίας. Ένστολοι είχαν τοποθετήσει κιγκλιδώματα, για να μην πλησιάσει κανείς τη σκηνή του εγκλήματος. Ζητάδες ακουμπούσαν στις σέλες των Χάρλεϊ, κάπνιζαν και γελούσαν δυνατά, αφού δεν είχαν δουλειά να κάνουν, καθώς κανείς δε φαινόταν να ενδιαφέρεται να διασχίσει με το αυτοκίνητό του την οδό Γενναδίου στο Κερασοχώρι. Ο Μίλτος κι εκείνος είχαν βάλει στη μέση μια χοντρούλα 30άρα με γυαλιά και το σκύλο της, ένα σπάνιελ με το υπέροχο θεόπνευστο όνομα Ντικ. Δίπλα, σκεπασμένο με ένα σεντόνι, βρισκόταν ένα πτώμα. Το σεντόνι είχε μουσκευτεί από το αίμα στο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Κώστας και Μίλτος

Έπαιζε τη μια πασιέντζα πίσω από την άλλη. Τη μία τέλειωνε, την άλλη άρχιζε. Η τηλεόραση, απέναντί του, πάνω από τον γκρι φοριαμό, έπαιζε μια ενημερωτική εκπομπή. Στο πάνελ, ένας γνωστός βουλευτής, προσπαθούσε να μιλήσει, αλλά ο παρουσιαστής τον διέκοπτε συνέχεια, φωνάζοντας: «Λέτε ψέματα! Είναι ντροπή»! Ένας άλλος γνωστός βουλευτής, του άλλου κόμματος, παρενέβη: «Τέτοια κάνατε κι ο ελληνικός λαός σας τιμώρησε. Αλλά μυαλό δε βάλατε». Στο κούφωμα της πόρτας ξεπρόβαλε ο διοικητής του. «Ποιο είναι το θέμα», τον ρώτησε, δείχνοντας, με μια κίνηση του κεφαλιού προς την τηλεόραση; Πάτησε για να μοιράσει άλλη μια γύρα, στην πασιέντζα του κομπιούτερ. «Και ποιος βλέπει; Όλο οι ίδιοι μαλάκες, όλο οι ίδιες μαλακίες…» Ο διοικητής χαμογέλασε. «Πάλι πασιέντζες ρίχνεις; Δε γυρίζει πίσω, ρεεε! Πάρ΄ το χαμπάρι και περπάτα μπροστά»! Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε σκεφτεί να ρίξει πασιέντζες για να δει αν η αγαπημένη του γυναικούλα θα επέστρεφε. Όχι ότι την είχε ξεχάσει, ίσα-ίσα. Όμως δεν πίστ

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Ο Ντικ

«Βρωμόσκυλο»! Τον αγαπούσε τον Ντικ. Όμως η συνήθεια του μικρού της σπάνιελ να βγαίνει για την ανάγκη του μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, την εκνεύριζε. «Δεν μπορείς να κάνεις ό,τι έχεις να κάνεις με το φως της ημέρας; Πρέπει να πέσουν τα μαύρα σκοτάδια για να χέσεις; Βρωμόσκυλο»! Μονολογούσε φωνάζοντας. Λες και το σπάνιελ θα καταλάβαινε ό,τι του έλεγε και θα αποφάσιζε, από δω και στο εξής, να κατουριέται και να χέζεται σε ορισμένες ώρες της ημέρας. Αλλά εκείνο την κοιτούσε με τα μεγάλα μάτια του, κουνούσε την ουρά πέρα δώθε και, μόλις εκείνη περπατούσε πιο σιγά, την τραβούσε, με δύναμη, μπροστά. Την παράσερνε σε μια ακατάσχετη πιλάλα, χωρίς νόημα, αφού θα μπορούσε κάλλιστα, να σηκώσει το δεξί πίσω πόδι του στο πρώτο δένδρο που είχαν βρει, με το που βγήκαν από το σπίτι, να κάνει ό,τι έχει να κάνει και να επιστρέψουν. Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαιναν όπως θα ήθελε εκείνη. Τα πράγματα πήγαιναν όπως ήθελε το σπάνιελ. Κι εκείνο, δώστου να την τραβάει κι εκείνη δώστου να τρέχει στο κατόπι

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Ο πρώτος

Περπατούσε προς το σπίτι. Είχε νυχτώσει. Τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου είχαν τυλίξει τα πάντα. Σήκωσε το κεφάλι του. Έψαξε για το φεγγάρι. Μια ημικυκλική, λεπτή γραμμή, σαν ένα κομμένο νύχι, έδειχνε το σημείο όπου έπρεπε να ήταν, λογικά, η σελήνη. «Αν δεν υπήρχαν τα φώτα δε θα έβλεπα τη μύτη μου», σκέφτηκε. Κοινοτυπία, αλλά τέτοιες ώρες, τι άλλο να σκεφτεί κανείς; Τα βήματά του ήταν γρήγορα. Πλησίαζε. Έστριψε τη γωνία. «Γαμώ το»! Βλαστήμησε κι ήταν έτοιμος να φτύσει στο έδαφος. Το μετάνιωσε, τελικά. Έμεινε να κοιτάζει τα σβησμένα φανάρια του δρόμου. Η διαδρομή ως την είσοδο του σπιτιού του ήταν θεοσκότεινη. Δεν ήταν ότι φοβόταν ιδιαίτερα. Αλλά είχε συνηθίσει στο πορτοκαλί φως και του φαινόταν ακόμη πιο σκοτεινό το τελευταίο μέρος της διαδρομής. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή –εκτός κι αν έμενε στη γωνία, λες και τον είχαν στήσει στο ραντεβού. «Κοίτα μέρα που χάλασε το αυτοκίνητο», μονολόγησε. Η αλήθεια ήταν ότι δεν αγαπούσε το περπάτημα. Ακόμη και στο περίπτερο πήγαινε με το αυτοκ

Πάρε το χαπάκι σου

Εδώ και τρεις μέρες κάθομαι και γράφω ατέλειωτα κείμενα. Κι έπειτα, με μια κίνηση, τα σβήνω. Δεν έχω να καταθέσω το παραμικρό. Θέλω να γράψω κάτι που να βγάζει γέλιο. Να γίνω, για λίγο, λούνα παρκ. Αλλά δεν τα καταφέρνω. Όλο λυπητερά κομμάτια μου βγαίνουν. Κι ούτε, καν, νοσταλγικά. Αρνούμαι, όμως, να καταγράψω κι άλλη κλάψα. Θέλω κάτι ευχάριστο. Τώρα! Έτσι, με το ζόρι! Θέλω να αρχίσω να γράφω και να μου βγει ένα κείμενο που θα το διαβάζουν οι φίλοι και θα τρέχουν στην τουαλέτα. Και δεν θα προλαβαίνουν να φθάσουν στην τουαλέτα. Αλλά τίποτα... Αποφάσισα να το συζητήσω με μια φίλη. Σήκωσα το τηλέφωνο, κάλεσα το κινητό της και στρογγυλοκάθισα. Την πέτυχα στο δρόμο, αγχωμένη. Όμως, επειδή είναι και λίγο psycho, μόλις άκουσε το "πρόβλημα", ξέχασε και το πού βρισκόταν και πού είχε να πάει. -Σώπα! Δε σου βγαίνει τίποτε αστείο; -Ούτε ανέκδοτο μπορώ να πω. Να σκεφτείς, είπα προχθές, σε μια παρέα, εκείνο με τα τρία αβγά και δεν έσκασαν ούτε χαμόγελο. -Μήπως επειδή όπου και να βρεθείς λε

Κυριάκος

Τον είχε βγάλει Κυριάκο. Είχε γεννηθεί Κυριακή. Έτσι έκανε ο παππούς. Την αγελάδα, την είχε βγάλει Παρασκευούλα –εκείνη είχε γεννηθεί Παρασκευή. Το γάιδαρο Τέταρτο. Και τη μάνα του Κυριάκου, Δεύτερη. Ο Κυριάκος ήταν άλογο. Ένα πανέμορφο κόκκινο άλογο, με μια άσπρη γραβάτα στη μούρη. Πανύψηλο. Θύμιζε άλογο αγώνων. Αλλά είχε γεννηθεί σε ένα χωριατόσπιτο, έξω από τη Θεσσαλονίκη. Εκείνος, με τα άλογα είχε μανία. Όχι απλή αγάπη. Μανία, πραγματική. Έβλεπε άλογο κι ήθελε ν΄ ανέβει επάνω. Περίμενε, το σούρουπο, στην άκρη του χωριού, να επιστρέψει ο παππούς από το μποστάνι, ή το αμπέλι, να τον πάρει με τα τραχιά χέρια του και να τον βάλει πάνω στην πλάτη της Δεύτερης, που έσερνε το κάρο, γεμάτο με φρούτα καλοκαιρινά. Με το που γεννήθηκε ο Κυριάκος, πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, ήταν όλο στο ντάμι. Εκεί που το μικρό αλογάκι έδινε τη μικρή του μάχη να κρατηθεί στη ζωή. Γιατί εκείνα τα χρόνια, ήταν δύσκολο να κρατήσεις ζώα. Ο κτηνίατρος περνούσε μια στις τόσες, για να εξετάσει τα κοπάδι

Στρατιωτικές Ιστορίες ΙΙ -τελευταίο

Η καριέρα μου ως γραφέα του Συντάγματος δεν κράτησε, δα, και πολύ. Δόντι δεν είχα (βύσμα, μέσον, όπως θέλετε πείτε το) κι έτσι, αφού δακτυλογράφησα 100 σελίδες για μία άσκηση επί χάρτου κι ό,τι άλλο είχαν ανάγκη να γίνει γρήγορα, με έστειλαν πίσω στο λόχο μου. Κι από εκεί, ο λοχαγός μου, επειδή θεώρησε ότι… πρόδωσα το λόχο, τον ίδιο και τους συστρατιώτες μου, αποφάσισε να με τιμήσει με το να φρουρήσω τα σύνορα: Με έστειλε στο φυλάκιο. Υποτίθεται ότι το φυλάκιο ήταν η εξορία του Αδάμ. Ακριβώς απέναντι από τα σύνορα, στην εσχατιά της ελληνικής γης, κοντά στο παραμεθόριο χωριό Μάνδρα. Η υπηρεσία πήγαινε δύο μέσα μία έξω (για τους μη μυημένους το «δύο μέσα» σημαίνει ότι δύο μέρες τη βδομάδα έχεις υπηρεσία και το «μία έξω» ότι την τρίτη μέρα μετά τις δύο της υπηρεσίας, ότι μπορείς να πάρεις έξοδο. Η έξοδος ήταν άδεια εξόδου από το χώρο του φυλακίου από τις 6 το απόγευμα ως τις 10 το βράδυ (επιστροφή με το σιωπητήριο και την κατάκλιση. Διότι, αγαπητοί αναγνώστες, στο στρατό υποτίθεται ότι

Στρατιωτικές Ιστορίες Ι

Είμαι πασίγνωστος(ε ρε ψωνάρα!) για τις παρενθέσεις μου. Τις ανοίγω στα κείμενα και ξεχνάω να τις κλείσω. Εδώ, όμως, θα ξεπεράσω τον εαυτό μου! Ανοίγω παρένθεση ΤΩΡΑ, πριν καν γράψω κάτι για το θέμα: Παρένθεση. Υπηρέτησα στο στρατό το 1985. Στη δεύτερη θητεία του Ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ακόμη το κίνημα έβγαζε γούστα. Κι όποιος θεωρούνταν δεξιός, έπρεπε να περάσει τουλάχιστον τα μισά από όσα είχαν περάσει οι Αριστεροί επί Δεξιάς (και δεν είχαν περάσει και λίγα, ε;). Έτσι, βρέθηκα για βασική εκπαίδευση στο τάγμα αγραμμάτων της Δράμας, παρότι δούλευα σε κόμοντορ και γνώριζα γραφομηχανή (τυφλό σύστημα) πήρα την ειδικότητα «ολμιστής» και όταν ήρθε η ώρα της μετάθεσης, το χαρτί έγραφε: Λάβαρα Διδυμοτείχου Έβρου. Πέσανε πάνω στην περίπτωσή μου γνωστοί και άγνωστοι, για να σώσουν το παιδί. Ο τότε υπουργός Εθνικής Άμυνας, παρακινούμενος από παλιό Πασόκο συνάδελφο («Ρε Άκη, είναι καλό παιδί, κάνε κάτι) προσπάθησε και βρήκε την άκρη: Μετάθεση σε τάγμα στην Ελευθερούπολη Καβάλας.

Μανώλη γερά, παρ΄ τους τα μυαλά!

Είμαι φαν. Γκρούπι, που λένε. Γουστάρω τον Ρασούλη με τα χίλια! Είχα την τύχη να πιούμε και μερικά κρασιά, άλλες φορές στο ουζερί του Τότη, που το γουστάρει, άλλες φορές στο σπίτι μου στην Περαία, με ψάρι σπιτικό, από τα χεράκια της συντρόφου μου. Λοιπόν, σήμερα ποστάρω για διαφήμιση -κι ας κακοχαρακτηριστώ: Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΡΑΣΟΥΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Ο γνωστός αναζητητής της αλήθειας, στην πόλη σας! Στο Οξυγόνο, Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2006... Θα μου πείτε, καλά, εσύ γεροντοφρικιό, ντεμέκ ροκάς, που άκουγες συνέχεια (κι ακούς ως τώρα) Deep Purple, Pink Floyd, Queen και Dire Straits, τι σχέση έχεις με τον Ρασούλη. Είναι γιατί ο Ρασούλης είναι πιο ροκ κι από τον David Gilmour. Και πιο σόουμαν από τον Ozzy Osbourn (στα νιάτα του). Καταφέρνει να φτιάξει ένα σύνολο ανθρώπων να ανεβούν στα τραπέζια και να χορέψουν το καλύτερο τσιφτετέλι που γράφτηκε ποτέ (Πότε Βούδας Πότε Κούδας), να ανάψουν αναπτήρες με τη Ρωγμή του Χρόνου, να χορέψουν σε δημοτικούς χορούς με το Αχ Ελλάδα Σ Αγαπώ, να γλεντήσουν με το Ζή

Ο Καζαμίας του 2007

Όπως γνωρίζετε όσοι κάνετε και μια βόλτα από το ζόρι μου, το 2007 μου μπήκε λίγο άσχημα, λίγο στραβά, λίγο με… ζόρι. Επειδή προσπαθώ απεγνωσμένα να ανακτήσω το χαμένο χιούμορ μου, αποφάσισα να γράψω έναν καζαμία αλά παλαιά, όπως τότε στο Ρομάντσο και τον Οικογενειακό Θησαυρό. Δεν τον πολυπέτυχα. Τώρα που τον ξαναδιαβάζω, θα μπορούσα να βάλω διάφορα μέσα. Υπόσχομαι, του χρόνου, να είμαι καλύτερος. Κυρίες και κύριοι, αυτός είναι ο Καζαμίας του 2007, όπως τον εμπιστεύτηκαν τα πνεύματα του μέλλοντος στον μεγάλο μάγο Χαρούμ Ελ Διαστήμ. Απολαύστε τον! Ιανουάριος Ο Ερμής στον Αιγόκερω. Ο Μικρούτσικος στον Άλφα. Κι ο Ζαγοράκης στον ΠΑΟΚ. Απέκτησε και παιδί, μετά της εριτίμου και καλλιπύγου Ιωάννας. Σειρά έχει ο Ντέμης. Ανακοινώνεται ότι η Δέσπω είναι έγκυος –στο δεύτερο. Τα όνειρα για διεθνή καριέρα στην Ελλάδα, καταρρέουν. «Είμαι πρώτα μάνα και μετά τραγουδίστρια» θα δηλώσει προς τέρψιν και ικανοποίησιν των φιλόμουσων. Φεβρουάριος Η Αφροδίτη στον Υδροχόο. Ο Παπανδρέου σε περιοδεία στην Αχαΐ

Πάει ο παλιός ο χρόνος...

Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γιορτάσουμε παιδιά και του χωρισμού ο πόνος ας φωλιάσει στην καρδιά Καλή χρονιά, καλή χρονιά χαρούμενη Χρυσή Πρωτοχρονιά! Γέρε χρόνε φύγε τώρα, πάει η δική σου η σειρά, ήρθε ο νέος με τα δώρα, με τραγούδια, με χαρά! Καλή χρονιά -χρόνια πολλά- καλή χρονιά -χρόνια πολλά- χαρούμενη χρυσή Πρωτοχρονιά! Αν δεν κάνω κάπου λάθος στους πρώτους στίχους, παρά το ότι είμαστε πληγωμένοι από το χωρισμό, κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και συνεχίζουμε. Παρατάμε το γέρο, για έναν νέο, φραγκάτο (αφού ήρθε με δώρα) και γλετζέ. Έτσι δε γίνεται, άλλωστε, στη ρημάδα τη ζωή; Κι επειδή, όπως φαίνεται από το ζόρι μου, δεν είμαι και στα καλύτερά μου, δεν έχω καμία όρεξη να ανάψω τα πυροτεχνήματα. Γι αυτό, πάρτε το ποντίκι σας, κάντε κλικ στο εικονίδιο με το play now και ανάψτε τα εσείς. Άντε να δούμε, πόσο γρήγοροι είστε!