Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2006

Μιτσούκο

Μπήκε στη ζωή μου πριν έξι χρόνια. Ήταν -ακόμη- νέα. Γεμάτη ορμές. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Η Μιτσούκο (αυτό είναι το όνομά της) μεγάλωσε. Η ξεδιαντροπιά της, όμως, παραμένει. Η συνήθειά της, τώρα το καλοκαίρι, ν' ανοίγει τα πόδια -για να δροσιστεί- παραμένει. Έξις δευτέρα φύσις. Πραγματικό ζωντανό γλυπτό, είναι ένας από τους λόγους που δεν τολμώ να πω "τέρμα". Πώς θα την ξαναδώ μετά;

Η γυναίκα της διπλανής (μπαλκονό)πορτας

Ζούσε απέναντι. Ήταν μια μικροσκοπική φιγούρα, πίσω από τις κουρτίνες. Δεν την είχε δει ποτέ κατά πρόσωπο. Είχε προσπαθήσει, είναι η αλήθεια. Αλλά λίγο η έμφυτη ντροπαλότητά του, λίγο ο φόβος ότι θα τον παρεξηγήσει, έσκυβε το κεφάλι, χαμήλωνε τα μάτια. Σαν τις κορασίδες του 50. Αν και πάντα πίστευε ότι οι κορασίδες εκείνες δε χαμήλωναν μόνον τα μάτια, αλλά και τα τεραστίων διαστάσεων εσώρουχά τους, όταν τους γυάλιζε κάποιος λιμοκοντόρος της εποχής -λιμοκοντόρους δεν τους έλεγαν τότε; Τα χαρακτηριστικά της, πάντως, τα γνώριζε καλά. Αλίμονο τώρα... Τόσους μήνες την παρακολουθούσε. Πότε πίσω από τις γρίλιες, πότε ανάμεσα από τα φυτά του μπαλκονιού. Περίμενε πώς και πώς, πότε θα βγει στο μπαλκόνι, να απλώσει τα ρούχα. Αν ήταν άλλος στη θέση του, θα της είχε, ήδη, μιλήσει. Αλλά εκείνος δεν ήταν καλός σε αυτά. Θαύμαζε τους φίλους του (τριαντακάτι όλοι) που τριγυρνούσαν στα μπαράκια κι είχαν μια απίστευτη ευκολία στο να μιλούν στην κάθε άγνωστη. Άνοιγαν το στόμα τους, έλεγαν τη μεγαλύτερη κοι

Μέρα κατά των ναρκωτικών!?;...

Μόλις είχε μιλήσει στο ραδιόφωνο, για τη μέρα κατά των ναρκωτικών. Ευχαριστημένος από την τοποθέτησή του, έγειρε προς τα πίσω, στην καρέκλα του γραφείου του. Άναψε ένα τσιγάρο. Ήπιε μια γερή γουλιά από το ουίσκι του. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι. Πλησίαζε μεσημέρι. Ώρα για ούζο.

...ο ΠΑΟΚ δεν πεθαίνει!

Δεν έχω σκοπό να σας ξενερώσω. Ναι, το ξέρω. Αλλιώς ξεκινήσαμε κι αλλού πορευόμαστε. Το κάναμε, άλλωστε, τραγούδι. Εμείς γι αλλού κινήσαμε γι αλλού/ κι αλλού η ζωή μας πάει. Μόνον που στην περίπτωση του ΠΑΟΚ, δεν μπορείς ν αφήσεις το παράθυρο ανοικτό, να μπει δροσιά του Μάη, γιατί το πιο πιθανό είναι να μπει κανένας Νεογούμενος, να κλέψει και το βίντεο και τον εκτυπωτή. Θέλουμε δε θέλουμε, το ποδόσφαιρο είναι ένα τεράστιο κοινωνικό φαινόμενο. Κι ομάδες όπως ο ΠΑΟΚ, αντικατοπτρίζουν τους πόθους και τα όνειρα χιλιάδων. Πρόσφυγες ήρθαν στη Σαλονίκη (με το λάμδα παχύ). Τουρκόσπορους τους έλεγαν οι Έλληνες, γκιαούρηδες οι Τούρκοι. Ξεσπιτώθηκαν -άθελά τους- από την Πόλη. Για να θυμούνται τον τόπο τους, έκαμαν τον ΠΑΟΚ. Έχτισαν, με τα χέρια τους, την Τούμπα. Γι αυτό έβαλαν σήμα τον δικέφαλο. Γι αυτό φορούν μαύρα -πενθούν. Μη βιαστείτε να πείτε ότι μ' έπιασε εθνικοαπελευθερωτικός παροξυσμός. Σας διαβεβαιώνω, δεν είναι αυτή η πρόθεσή μου. Μόνον που, βλέπετε, η γιαγιά μου ήταν Σμυρνιά. Κι

Μέρα σκότους

Το ‘χε ανάγκη. Και κόψιμο, όπως λέει κι η μάνα του. Έπρεπε, σώνει και καλά, να γράψει, να επικοινωνήσει. Να post άρει κάτι, βρε αδελφέ. Έστω και μια φωτογραφία. Η μέρα δεν είχε πάει καλά. Είχε διαβάσει πως ήταν η γιορτή του φωτός. Το φως, έξω από το γραφείο του, είχε πλημμυρίσει τα πάντα: Ανθρώπους, σπίτια αυτοκίνητα. Είχε λούσει τον κόσμο όλο. Κι εκείνος; Τι είχε δει εκείνος; Τίποτα. Νάδα. Νάθινγκ. Μαύρο σκότος. Χωμένος στη νότια γωνία ενός κτιρίου 55 χρόνων, χτυπούσε ένα πληκτρολόγιο για λογαριασμό της εταιρίας. Σύστημα τυφλό. Όπως και το δωμάτιο που δουλεύει. Και να πει κανείς ότι δεν είχε παράθυρα; Ο αρχιτέκτων, πριν πέντε και κάτι δεκαετίες –όπως είπαμε- είχε προβλέψει. Να κάτι παραθυράρες! Και κάποιος έξυπνος είχε κρεμάσει αλουμινένιες περσίδες, έκοψε και τα κορδονάκια κι άφησε κι αυτόν και τους άλλους, μέσα στο σκοτάδι. Έξω ο ήλιος ντάλα. Σαράντα μπόγια ψηλά (τόσα δεν είναι τα μεσημεριανά μπόγια; Τόσα πρέπει να ναι. Αφού όταν τον ξυπνούσε η γιαγιά του, καλή της ώρα, στις

Έβρεξε!

Κοιτούσε σα χαμένος. Ο δρόμος ήταν μούσκεμα. Πιο μούσκεμα κι από την πλάτη του, όταν –σπάνια πια- έκανε έρωτα με την Αλίκη. Δεν υπήρχε αμφιβολία: Είχε βρέξει! «Μα, πότε», αναρωτήθηκε; Και πώς να μην αναρωτηθεί. Χαμπάρι δεν είχε πάρει. Δούλευε απόγευμα σ’ εκείνη την εταιρία κι από τότε έχανε όλα τα απογεύματα σ’ ένα τετράγωνο τρία επί τρία. Εκεί βρισκόταν όταν ξέσπασε –κατακαλόκαιρο- η μπόρα. Εκεί κι όταν σταμάτησε η βροχή. «Πάλι καλά που πρόλαβα βρεγμένους τους δρόμους», σκέφτηκε. «Να μην πάω στο σπίτι, εκείνη να μου μιλάει για τη βροχή κι εγώ να την κοιτώ σαν εξωγήινη»… Η αλήθεια είναι ότι, εδώ κι έναν χρόνο, η Κάτια του φαινόταν εξωγήινη. Αυτό σκεφτόταν όπως περπατούσε προς το αυτοκίνητο. Εξωγήινη. Δηλαδή, απόμακρη. Κάτι έτη φωτός μακριά του. Ή, μήπως, ήταν εκείνος κάτι έτη φωτός μακριά της; «Εμ, βέβαια. Αυτά τα πράματα έχουν… διπλές αναγνώσεις», είπε μέσα απ’ τα δόντια του και χαμογέλασε με την εξυπνάδα του. Είχε φτάσει στο αυτοκίνητο. «Σκατά», φώναξε, όταν το είδε! Μαύρο

Σπόρια

Άκου να δεις... Ο Θανασάκης ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε ακούσει: Σ' ένα νησί στον Αρκτικό κύκλο, το Σβάλμπαρτ, οι Σκανδιναβοί ετοιμάζουν μια αποθήκη... σπόρων! Θα βάλουν εκεί (άκουσον... άκουσον...) 1,5 δισεκατομμύρια σπόρους από τρία εκατομμύρια ποικιλίες φυτών. Όλα αυτά, μέσα σ΄ ένα τεράστιο ψυγείο. Γιατί σ' αυτό το νησί; Επειδή -λένε- αν χαλάσουν τα συστήματα και ανέβει η θερμοκρασία, θα σταματήσει στο 0, αφού το νησί είναι στον αρκτικό κύκλο. Γιατί το κάνουν; Επειδή -λένε- αν γίνει καμία οικολογική καταστροφή, ή κανένας πυρηνικός πόλεμος, αυτοί που θα επιζήσουν θα έχουν να καλλιεργήσουν. Καλή ιδέα, δε λέω. Γι αυτούς που θα επιζήσουν... Όσο για τους υπόλοιπους, θα γίνουν λίπασμα για τους σπόρους. Η τέλεια ανακύκλωση, δηλαδή

Πρώτη μου μέρα εδώ...

Να 'χεις περάσει τα 40 και να αισθάνεσαι μαθητής. Να αισθάνεσαι ένοχος, που (αιώνιος γλύφτης) δεν έφερες μήλο για τη δασκάλα. Τότε είχες κάποιον να σε πιάσει από το χέρι. Κι ο δρόμος που περπατούσες, ήταν πραγματικός. Τώρα, απλώνεις το χέρι σου, λίγο λοξά, λίγο προς τα πάνω και περιμένεις... Δε νοιώθεις ένα άλλο χέρι εκεί. Να πιάσει το δικό σου. Να σε οδηγήσει. Κι ο δρόμος; Ηλεκτρονικός. Γκλόμπαλ Ρόουντ στο Γκλόμπαλ Βίλατζ. Σαν ονόματα ροκ συγκροτημάτων μου ακούγονται. Αλλά εσύ εκεί. Να δείξεις, σώνει και καλά, ότι είσαι τζόβενο. Ότι μπορείς να περπατήσεις παρέα μ' όλους αυτούς που ακούνε τον Πενηνταράκη. Χιπ χοπ χουπ. Μόνον που τα δικά σου ακούσματα είναι, θες δε θες, στο 70κάτι. Abba, α-μπα, α-χα, Μπακαρά και κάποιος Φερναντέζ, που πήρε το Ντοντ λετ μι μπι μισαντερστούντ και το ΄κανε αγνώριστο. Γιατί η γενιά σου φίλε μου, ήταν εκεί στο χάσμα. Μια ζωή στο χάσμα. Μπήκες στο δημοτικό μετά από δυο χρόνια νηπιαγωγείο. Την ίδια χρονιά, καταργήθηκαν τα προνήπια. Μπήκες στο Γ