Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Δεκέμβριος, 2006

Τα κάλαντα

Ήταν δειλός. «Συνεσταλμένο» τον έλεγαν ευγενικά. Αλλά όση ευγένεια κι αν βάλεις στις λέξεις, δεν αλλάζεις το αποτέλεσμα. Ακόμη και παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς δεν ήθελε να λέει τα κάλαντα. Τα άλλα παιδιά της ηλικίας του έπαιρναν τους δρόμους από νωρίς. Αυτός, όλο κι έβρισκε μια δικαιολογία, για να καθυστερήσει, να ΄ρθει το μεσημέρι και να ΄χει το άλλοθι, ότι δεν πήγε πουθενά, επειδή δεν τον άφηναν οι δικοί του. -Τώρα θα πας; Σε λίγο τρώμε! Με το που άκουγε αυτήν την κουβέντα της μάνας του, ησύχαζε η ψυχή του. Η αποστολή είχε εκτελεστεί. Μετά το φαγητό είχε κάθε δικαιολογία να τεμπελιάσει λίγο, ίσως και να κοιμηθεί. Κι όταν ξυπνούσε το απόγευμα, αναλάμβανε ο πατέρας του: -Τώρα θα πας; Έξω νύχτωσε! Κάνει ψοφόκρυο! Άσε μην μας αρρωστήσεις και τρέχουμε, που είσαι και φιλάσθενος… Κι έτσι ο φιλάσθενος θεατρίνος έπαιρνε αυτό που ήθελε: Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές, χωρίς κάλαντα! Για τα Φώτα δεν τίθεται λόγος… Λίγοι γνώριζαν –κι εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν το 70- τα κ

Εφιάλτης μετά τα Χριστούγεννα

Ξύπνησα κάθιδρος. Τέτοιον εφιάλτη δεν είχα ξαναδεί. Κατατρόμαξα. Τι νερό ήπια (τρεις μικρές γουλιές, όπως λέει η μάνα μου), τι ζάχαρη μάσησα, τι τεχνικές ινδικές εφάρμοσα… Πού να φύγει η τρομάρα. Είδα, λοιπόν, ότι είχε νυχτώσει. Κι εγώ έπρεπε να πάω να αγοράσω τηλεκάρτα. Βγήκα στο δρόμο. Σκοτεινιά! Παγωνιά! Ψυχή ζώσα δεν περνούσε. Κι άρχισα να περπατώ προς το απέναντι ψιλικατζίδικο, της Ναβρίλα, από την Ουκρανία. Και περπατούσα και δεν έφθανα… Σε κάποια στιγμή, άκουσα πίσω μου μια φωνή. Φωνή τραχιά, ανδρική. Γύρισα κι είδα έναν μπρούτο τύπο, με μούσια και σγουρά λαδωμένα μαλλιά. Είχε μάτια κόκκινα, σαν τη φωτιά. Γλώσσα πύρινη, διχαλωτή. Κρατούσε στο χέρι τρίαινα, λες κι ήταν ο Ποσειδώνας. Ή ο Εξαποδίτης. -Πού πας; Πιότερο φώναξε, παρά ρώτησε. Ρίγη με διαπέρασαν. Ιδρώτας κρύος μ΄ έκοψε και κοιτούσα, με την άκρη του ματιού μου, πόσο μακριά ήταν, ακόμη, το ψιλικατζίδικο κι αν ήταν απ΄ έξω ο γιος της Ναβρίλα, ο Σεργκέι. Του κάκου. Μόνος ήμουν κι ούτε πεζός, ούτε αυτοκίνητο δε φαιν
Εις μνήμην Δεν είναι από τη συναυλία της Θεσσαλονίκης, αλλά έτσι το είχε τραγουδήσει. Ήταν να πάω σε κάποιες συναυλίες αλλά μετά το συγκεκριμένο περιστατικό, το ξανασκέπτομαι. Δεν είναι καιρός για απώλειες...

Ινδιάνικα Κάλαντα

Έκανα το λάθος. Κατέβηκα στην αγορά, παραμονή Χριστουγέννων. Όπερ μεθερμηνευόμενο, για μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, ατέλειωτη ταλαιπωρία. Διότι, η Θεσσαλονίκη, ως γνωστόν, δεν έχει και πολλούς δρόμους. Ούτε πολλά μέσα μαζικής μεταφοράς. Έτσι, ή θα πάρεις το λεωφορείο και θα αισθανθείς ως sardines Portugal in oil with pepper , ή θα πάρεις το αυτοκίνητο και θα αισθανθείς ως malakas who went to hell with his car . Έκανα το δεύτερο. Όχι επειδή δεν έχω οικολογική συνείδηση. Αλλά επειδή ζω σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από το κέντρο της πόλης, όπου ΕΠΡΕΠΕ να πάω για δουλειά (κι όχι για να αγοράσω κουραμπιέδες, ή τα δώρα τα οποία άφησα για την τελευταία στιγμή). Όταν έφθασα στους δρόμους του κέντρου μ έπιασε μια απελπισία (και δύο να μη σας πω…). Τα αυτοκίνητα είχαν μετατραπεί σε α-κίνητα! Η ελληνική συνήθεια του «μπαίνω πρώτος στη διασταύρωση και κάθομαι εκεί ως κουραμπιές, έως ότου ανοίξει ο δρόμος» σε πρώτη γραμμή! Κάθισα στη σειρά μου, αν και είχε ανάψει πράσινο, περιμένοντα

Στολίζω δενδράκι!

Επειδή οι μέρες πέρασαν και -γνωστός ανεπρόκοπος- δεν κατάφερα, ακόμη, να βάλω ούτε μια μπάλα, να ανάψω ούτε ένα λαμπάκι, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να αφήσω κατά μέρος τα σχόλια για τον στολισμό των γειτόνων και να κάνω κάτι με το σπίτι μου. Αρχή από το μπλογκ: Αριστερά στολίζω δενδράκι. Και του χρόνου!

Και καλά Χριστούγεννα!

Κυρίες και κύριοι! Ήρθε η ώρα για τον μεγάλο μας διαγωνισμό! Εδώ ο καλός ο στολισμός! Εδώ το πιο φωτεινό μπαλκόνι κι η πιο στολισμένη αυλή! Εμείς τηρούμε τις υποσχέσεις μας. Κι έτσι βγήκαμε, μαύρα μεσάνυχτα, έξω, με τη μηχανή (τη φωτογραφική) στο χέρι, για να αποτυπώσουμε τη χαρούμενη ατμόσφαιρα της Κάτω Περαίας, ενόψει Χριστουγέννων. Έχουμε και λέμε: Εδώ έβαλε το χεράκι του ο δήμος: Χριστουγεννιάτικο δένδρο αποτελούμενο από... πασχαλιάτικα κεριά! Παλιό καλό στολισμένο έλατο. Παραδοσιακές αξίες. Και τώρα τα θαύματα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας: Να μπορούσα στα σύννεφα να ΄χα εγώ μικρό γκαζάδικο... Το πρώτο έλατο(μέση στο βάθος) το στολίσαμε με κάθε μεγαλοπρέπεια. Στο δεύτερο(αριστερά) ρίξαμε εκατοντάδες λαμπάκια ως πλίνθους και κεράμους ατάκτως εριμμένους. Το τρίτο(δεξιά) προσπαθήσαμε να το δέσουμε με φωτεινά δεσμά, αλλά μας ξέφυγε το άτιμο! (Είχε περάσει κι η ώρα...) Τέλος, μια προσπάθεια δημιουργίας ανεμόσκαλας για μελλοντικούς δραπέτες φυλακών. Και του χρόνου, να είστε όλοι γεροί, να

Viva Las Vegas

Ποιός Πρίσλεϊ και πιο Βέγκας! Μία δεν πιάνει το όλο σκηνικό, μπροστά στο Τσίρκο Μεντράνο των γιορτών, την Κάτω Περαία! Μιλάμε τώρα για γειτονιά αγνώριστη! Έχει γεμίσει φωτάκι και λαμπάκι! Δενδράκι και και γκυ! Αφού πιστεύω ότι, από λεπτό σε λεπτό, θα βγάλουν τα αδέσποτα κέρατα και θα τριγυρνάνε σαν τους τάρανδους του Άι - Βασίλη! Ο Ρούντολφ κι η παρέα του! Καλά που δε χιόνισε. Γιατί αν έριχνε και χιόνι, λίγο θα ήθελε να το μπερδέψω και να πιστέψω ότι είμαι σε καμία Φιλανδία, σε καμία βόρεια χώρα, τέλος πάντων, εκεί που ο Αϊ Βασίλης είναι χοντρούλης, με κόκκινα ρούχα κι άσπρη γενιάδα. Γιατί, εδώ που τα λέμε, ο αυθεντικός Άγιος, ο δικός μας, καμία σχέση! Πέρασε και δεν ακούμπησε. Ασκητής κι όχι υπέρβαρος. Ντυμένος σεμνά κι όχι σα θυρωρός στο Χάγιατ! Με σανδάλι κι όχι με μπότα μαύρη και γουνάκι. Αλλά έτσι όπως έγινε η γειτονιά, σκιάχτηκα! Γέμισαν τα μπαλκόνια λωποδύτες Αϊ Βασίληδες! Πάνω σε μια σκάλα όλοι, με το σακούλι γεμάτο, σα Ρουμάνοι μπουκαδόροι που το σκάνε πριν τους πιάσει η Άμεσο

Πανταγοραστές

-Πάμε ΙΚΕΑ; Τα μάτια της άστραφταν, όταν ξεστόμιζε αυτές τις δυο λέξεις. Κάτι σαν τη νύφη του Τσάκι, στο ομώνυμο Β μούβι. Φρίκη με κυρίευσε. Μεγαλύτερη κι από εκείνη που ένοιωσα όταν η μικρή πρωταγωνίστρια του πρώτου Εξορκιστή ξέρασε μπιζελόζουμο στον παπά. Ήταν Σάββατο μεσημέρι. Και ήθελε να πάμε ΙΚΕΑ! Μουσική υπόκρουση από τη Ψυχώ. Τα βιολιά στριγκλίζουν. Περπατάει αργά, αλλά σταθερά προς το μέρος μου. Είμαι στο μπάνιο. Σηκώνει αργά το χέρι της. Μου δίνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Ξαναρωτάει: -Πάμε ΙΚΕΑ; Τα λόγια της μαχαιριά στην καρδιά. Δυο λέξεις, δυο μαχαιριές. Είμαι έτοιμος να σωριαστώ στα πλακάκια του μπάνιου και να σβήσω σαν την Τζάνετ Λι. Θα κρατηθώ, όμως, και θα κάνω το λάθος: -Πάμε! Ω, μοίρα τραγική! Ω, ανόητε, άνου, μη σώφρονα άνθρωπε! Ω, ηλιθιότερε των ηλιθίων, που εμπίπτεις στα κελεύσματα των Σειρήνων ως Οδυσσέας άφρων, λυτός -κι όχι δεμένος από το κεντρικό κατάρτι. Αυτά που ακολούθησαν ήταν δικό σου λάθος... Μόλις φθάσαμε στο πάρκινγκ του ΙΚΕΑ, είχα βεβαιωθεί πως είχα

Philadelphia

Ήταν η τρίτη φορά που έβλεπα το Philadelphia . Ταινιάρα! Καταπληκτικό σενάριο, εκρηκτικές ερμηνείες. Αλλά και μια σκηνοθετική ματιά χωρίς προηγούμενο. Όταν είχε προβληθεί είχε τύχει της προσοχής, αλλά ίσως όχι τόσο όσο θα έπρεπε. Ήρθε, όμως, η απονομή του Όσκαρ στον Τομ Χανκς και η ταινία επαναπροβλήθηκε γνωρίζοντας την αναγνώριση που έπρεπε. Υπόθεση: Γκέι μεγαλοδικηγόρος απομονώνεται από τους στρέιτ συνεργάτες του και πέφτει θύμα πλεκτάνης, για να απολυθεί χωρίς αποζημίωση. Επιστρατεύει νέγρο δικηγόρο, μάτσο και αντιγκέι, για να κερδίσει τη δίκη. Το AIDS θα βάλει τέρμα στη ζωή του και θα αλλάξει τη ζωή του δικηγόρου του. Οι σκηνές στο δικαστήριο ανεπανάληπτες. Αλλά η σκηνή όπου, ο Χανκς, στηριζόμενος στο στατήρα του ορού του, εξηγεί στον Ουάσιγκτον μια άρια της Κάλας, ήταν όλα τα λεφτά. Όσο για τη σκηνοθετική ματιά του Τζόναθαν Ντέμι, είναι ντροπή και να προσπαθήσουμε να κρίνουμε. Τα πλάνα από πάνω, στην προηγούμενη σκηνή, τα μακρινά στο δικαστήριο, στην πτώση του εξαντλημέν