Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διακοπές(;) 3

Περίληψη προηγουμένων: Ο Διαστήματας με την Κατερίνα, ένα φιλικό ζευγάρι, τα δυο τους παιδιά, τη θεία των παιδιών, τον παππού των παιδιών και την υπέργηρη θεία Ρίτσα, διακοπεύουν στην Κεφαλλονιά. Ο Διαστήματας έχει μετατραπεί σε οδηγό εκδρομής ΚΑΠΗ και περιδιαβαίνει από σπήλαιο σε σπήλαιο. Τη θάλασσα τη βλέπει με το μακαρόνι και για πρώτο μπάνιο βαπτίστηκε σε πισίνα.

Και ήρθε η επόμενη μέρα... Και ξαναήρθαν για πρωινό. Και ήθελαν να πάνε να δουν κάτι μουσεία. Και κατάφερα, με χίλια ζόρια, να πάμε θάλασσα.
Όσοι ξέρουν από Κεφαλλονιά, τώρα, κουνάνε το κεφάλι. Γιατί το νησί διαθέτει άμμο στα νότια. Κι εμείς μέναμε στη Σάμη, στα ανατολικά. Και οι αποστάσεις στο νησί είναι μεγάλες -δεν είναι Ελαφόνησος η Κεφαλλονιά.
Έχεις, λοιπόν, να διαλέξεις: Ή θα πας κοντά, προς την Αγία Ευφημία, ή μακριά, προς τον Πλατύ ή τον Μακρύ Γιαλό. Διαλέξαμε τα κοντά: Αγία Ευφημία.
Φανταστείτε, τώρα, τον Διαστήματα, έναν κύριο κάποιων κιλών (το βιογραφικό δεξιά τα λέει όλα) να προσπαθεί να ισορροπήσει πάνω σε πέτρες-κροκάλες, διαστάσεων αβγού στρουθοκαμήλου, για να απλώσει το κορμάκι του στον ήλιο. Να ξεροψήνεται χωρίς αντηλιακό (ε, όχι και να αλειβόμαστε σαν πεχλιβάνηδες έτοιμοι να παλέψουμε) και να αναζητά ρωγμή στο πετρώδες έδαφος για να τοποθετήσει ομπρέλα.

Κι όμως, τα είχα σχεδιάσει όλα: Πήρα μαζί μου ομπρέλα με ειδική βάση, αυτήν που γεμίζει με νερό και στηρίζεται άνετα στην ακρογιαλιά, χωρίς να ανατρέπεται. Δυο καρέκλες πτυσσόμενες, μαζί με τραπεζάκι. Θερμός για να διατηρείται το νερό δροσερό. Ψάθινο καπέλο αυστραλέζικου στιλ. Μαγκούρα από κρανιά. Παπουτσάκια πλαστικά, για να μην γίνουμε σχοινοβάτες στα βράχια της -Πειραϊκής, κοιμάτ΄ ο Γιάννης ο μπεκρής- Κεφαλλονιάς. Φωτογραφική μηχανή για να απαθανατίσουμε το πρώτο μπάνιο του πρίγκιπα, αλλά και για να κρατήσουμε στιγμές από φλογερές ιταλίδες των διπλανών παρεών (εμ, να πάει τζάμπα ολόκληρος τηλεφακός;). Το βιβλίο μου(δες πρώτο σχετικό ποστ). Στικ για δαγκώματα μελισσών και τσουχτρών(διότι έχουμε κι ευαίσθητο δερματάκι). Τάβλι (καθόσον κάναμε -όχι φυλακή, με τον Καπετανάκη, που έχει ντούκλα το μουστάκι, αλλά- φυλάκιο κατά τη στρατιωτική μας θητεία -πράγμα που είναι, πάνω κάτω, το ίδιο, όσον αφορά την εκμάθηση του αθλήματος). Δυο τρία (τέσσερα, πέντε, έξι, επτά, οκτώ... εικοσιεννέα, τριάντα, τριανταένα, τριανταδύο...) σαντουϊτσάκια, μήπως και με πιάσει λιγούρα. Μερικά (κιλά) φρούτα εποχής. Φραπεδιέρα. Κεφτεδάκια (της μαμάς). Ένα φουσκωτό στρώμα, ρακέτες, μπάλα του πόλο (για την ώρα της άθλησης -όπερ μεθερμηνευόμενον δίνεις τις ρακέτες στα παιδιά και τη μπάλα στη διπλανή παρέα με την σιλικονάτη, τύπου Πάμελα Άντερσον, γκόμενα κι εσύ τους βλέπεις να ιδροκοπάνε χτυπώντας το μπαλάκι με τις ξύλινες ρακέτες και προσπαθώντας να αλλάξουν δύο (αριθμός 2) πάσες βόλεϊ, με την μπάλα του πόλο). Και, τέλος, τασάκι! Για τους καπνίζοντες, που πετάνε εδώ κι εκεί τις άθλιες γόπες τους κι εσύ, αμέριμνος, τις πατάς και τσουρουφλίζεσαι -κι όταν είναι στην παρέα σου δεν μπορείς να πεις κουβέντα.
Τα είχα σκεφτεί όλα. Όλα; Ε, όχι κι όλα... Ποιος θα τα κουβαλούσε όλα αυτά;
"Τρελός θα είσαι"!

Ο Θανάσης το ξέκοψε. Πήρε ένα καπελάκι τζόκεϊ, μια πετσέτα και τα γυαλιά ηλίου και ροβόλησε την πλαγιά. Τον ακολούθησε η Δάφνη, με μια πετσέτα, το μαγιό της, γυαλιά ηλίου και χωρίς καπελάκι. Από πίσω τα παιδιά, μόνο με το μαγιό τους. Η Μάχη ακολούθησε με παρεό, πετσέτα, βιβλίο και καπελάκι. Ο παππούς Εμπεδοκλής πήγε στο διπλανό καφενεδάκι. Κι η θεία Ρίτσα άρχισε να κατηφορίζει με τρεμάμενο βήμα, ασταθή πόδια, βλέμμα φόβου και τρόμου και ακατάσχετη επιθυμία να βουτήξει στα παγωμένα νερά που "κάνουν καλό στην επιδερμίδα". Την ίδια επιδερμίδα που, εδώ και δυο τρεις δεκαετίες, είχε μετατραπεί σε κάτι ακαθόριστο, που τύλιγε το σκελετό της.
Έμεινα να κοιτάω με παράπονο την Κατερίνα. Κι εκείνη πρόσθεσε στις αποσκευές τα δυο μας Mp3, ένα περίεργο πλαστικό πραματάκι που μοιάζει με πολυθρόνα σκηνοθέτη και πάνω στο οποίο βάζει το κεφάλι της όταν ξαπλώνει για ηλιοθεραπεία, τριών ειδών αντηλιακά, το λαπ τοπ και με βοήθησε να κατεβάσω, σε έξι δόσεις, τα προικιά μου στην παραλία.

Ήμουν κάθιδρος, καθισμένος σα τη μέδουσα, ροδαλός κι ευαίσθητος, στην αλουμινένια πτυσσόμενη πολυθρόνα μου. Μπορούσα, πλέον, να απολαύσω το φραπέ μου, που είχα ακουμπήσει στο πτυσσόμενο τραπεζάκι μου. Άνοιξα το βιβλίο μου, φόρεσα τα ακουστικά του mp3 και είδα όρθιο μπροστά μου το Θανάση:
¨Πότε θα φύγουμε¨;
"Τι θα πει 'πότε θα φύγουμε'; Μόλις ήρθαμε"...
"Εσύ μόλις ήρθες. Εμείς είμαστε εδώ δύο ώρες. Αλλά εσύ, μέχρι να στρώσεις την προίκα της νύφης, νομίζεις ότι μόλις ήρθαμε"...
Έπεσαν τα μεγάλα μέσα (λέγε με Κατερίνα, που ήθελε να κάνει ηλιοθεραπεία) κι ο Θανάσης πείστηκε να μείνουμε.

Εντός ολίγου, η ομπρέλα μου είχε γίνει καντίνα της παραλιακής. Καθώς κανείς δεν είχε εφοδιαστεί με τα απαραίτητα (τι θα πει "δεν είναι απαραίτητο το σαντουϊτσάκι; Είναι και παραείναι! Εμένα το κολύμπι μου ανοίγει την όρεξη!) άρχισαν να με επισκέπτονται με μάτια Μπαγκς Μπάνι και φωνή Τζέσικα Ράμπιτ:
"Έχεις τίποτα φαγώσιμο";
Είχα, που να μην είχα... Και έδωσα. Και μεταδόθηκε, με ταχύτητα αστραπής, σε όλη την παραλία, ότι ο χοντρός με το καπέλο και το βιβλίο μοιράζει σάντουιτς. Τάισα το Θανάση, τη Μάχη, τη Δάφνη, τη θεία Ρίτσα, τα παιδιά (καλώς), επτά Ιταλούς, έξι Ιταλίδες, έναν Ιταλό που δεν μπορώ να τον κατατάξω ούτε στους Ιταλούς, ούτε στις Ιταλίδες, ένα ζευγάρι Λιβανέζων, τρεις ξέμπαρκες Αγγλίδες (χοντρές, σα γουρούνες, που έφαγαν περισσότερο από όλους), έναν νέγρο που δήλωνε αμερικανός, αν και τα αγγλικά του ήταν χειρότερα από τα γιαπωνέζικά μου και μια Κινέζα μασέζ. Και, το χειρότερο, όλοι αυτοί, μετά, αφού μου τέλειωσαν ακόμη και τα κριτσίνια (ολικής, παρακαλώ, επειδή προσέχουμε τη σιλουέτα μας), ΗΘ
ΕΛΑΝ ΚΑΙ ΝΕΡΟ! Οι δε Ιταλοί, έκαναν και παράπονα επειδή δεν είχα κόκα κόλα λάιτ!
Αφού τάισα τους πεινασμένους, ως νέος Χριστός, ευλογώντας το μίλνερ και το γερμανικό μαύρο ψωμί (άλλοι καιροί, άλλα ήθη, Κύριε) είδα από μακριά να πλησιάζει ο παππούς Εμπεδοκλής. Προσπάθησα να σηκωθώ να φύγω, αλλά είχα βγάλει τα πλαστικά παπουτσάκια, οπότε οι προσπάθειές μου δε στέφθηκαν με επιτυχία, καθώς θύμιζα περισσότερο εξωγήινο με βεντούζες στα άκρα, που προσπαθεί να τρέξει, κάνει φλοπ φλοπ και διανύει ένα μέτρο κάθε ένα λεπτό. Με πρόφτασε:
"Δημήτριε, πότε θα αναχωρήσωμεν; Τι προβλέπει το πρόγραμμά μας";

"Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ λέω να βουτήξω πρώτα"...
Και βούτηξα (μόνον η δίοδος προς τη θάλασσα είχε απομείνει ως οδός διαφυγής). Και πάγωσα. Αισθάνθηκα το ευμεγέθες γεννητικό μου όργανο να ζαρώνει και να μετατρέπεται από περήφανη μπανάνα (αράπικη, όχι από εκείνες τις αναιμικές τις Κρητικές) σε κατάπτυστη μπάμια (χωρίς τις μύξες)... Είπα να βγω από το νερό, αλλά νίκησε η ντροπή το κρύο κι έμεινα κι άλλο. Κι όταν άρχισε το χειλάκι μου να γίνεται μαβί, περπάτησα προς τα έξω...
Για κολύμπι, ούτε κουβέντα. Ούτε απλωτή δεν έκανα. Περπάτησα δεξιά αριστερά, κούνησα τα χέρια μου, πραγματοποίησα και μία από τις απορριπτικές λειτουργίες του οργανισμού κι έξω από την πόρτα!
Όσοι ξέρουν, κατανοούν: Τα Επτάνησα έχουν κρύα θάλασσα. Πολύ κρύα. Που μπορεί να κάνουν ευπαρουσίαστα τα γυναικεία στήθη, αλλά ντροπιάζουν ακόμη και τον Τζον Χολμς, ή τον Πίτερ Νορθ. Αν, λοιπόν, προτιμάτε τις θάλασσες-σούπες, να πάτε στη Χαλκιδική. Διαφορετικά, κάντε υπομονή.
Λίγο αργότερα, είχα την τύχη να δω τη θεία Ρίτσα να προσπαθεί να μπει στη θάλασσα. Η οποία, εκτός από κρύα, είχε και κύμα. Τη χτύπησαν, την καημένη, τα τύπου τσουνάμι κύματα κι ήρθε και μπατάρισε -μα την κρατούσε λύπη μεγάλη! Ευτυχώς βρέθηκαν δυο νταβραντισμένοι Ιταλοί, την έπιασαν από τα μπράτσα και την μετέφεραν στο νερό. Τότε επενέβη η Δάφνη:
"Καλέ! Πού την πάτε τη θεία; Ναι! Δική μας είναι"!
Αφού δόθηκαν οι απαιτούμενες εξηγήσεις (ότι τη βοηθούσανε και δεν προσπαθούσαν να την απαγάγουν) αφήσαμε Έλληνες και Ιταλοί, τη Ρίτσα να μουλιάσει, πιάσαμε μια κουβέντα για τις εκλογές που -τότε- φαίνονταν μακρινές και την κρατήσαμε ως τη δύση του ήλιου.
Ήταν τότε που μας ειδοποίησαν, από την Ακτοφυλακή, ότι τη Ρίτσα την είχε πάρει το ρεύμα και την είχε βγάλει Ιθάκη -σώα και αβλαβή...
Για την ορεινή Κεφαλλονιά και την αποστολή διάσωσης στον Αίνο, θα τα πούμε στο επόμενο. Διότι τούτο το ποστ...

...συνεχίζεται...

Σχόλια

Ο χρήστης Sophia Choleva είπε…
Για δες αυτό http://triagwnia.blogspot.com/2007/08/blog-post_22.html
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Έχω ρίξει τρελό γέλιο εδώ και κάνα πεντάλεπτο, που προσπαθώ να σχολιάσω! :)))))))

Μια απορία: το λαπτοπ τι το 'θελες στην παραλία?
Ο χρήστης kanataki είπε…
έλα ντε?

υγ δεν σου φταναν τα παιχνίδια με τους σούπερ παπούδες?
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Είπα κι εγώ! Με τόση γκρίνια, ή Ταύρος θα είσαι ή Παρθενόπος!
Είσαι Παρθενόπος και αυτό εξηγεί πολλά! Ειδικά την προίκα-οικοσκευή στην παραλία!

ΥΓ Ελπίζω να ευχαρίστησες τα πλήθη που σε βοήθησαν να κάνεις δίαιτα εκείνη την ημέρα ;-)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ sophie_jamaica
Το είδα κι έπαθα... Άφησα σχετικό σχόλιο. Περιμένω το επόμενο!

@ ρενάτα
Να μην παίξω καμία πασιέντζα; Να μη φορτώσω τις φωτογραφίες στον σκληρό; Να μη γράψω κανένα επεισόδιο των Σκέψεων του Καφέ;
-Τελικά δεν έκανα τίποτε από όλα αυτά!

@ tsaperdona
Κάτσε τσαπερδόνα μου, γιατί γελάει καλύτερος όποιος γελάει τελευταίος. Να σε δω με δυο κουτσούβελα, τον σγουρό, τους γονείς του στην παραλία, να δεις τι γέλιο θα κάνω...

@ an-lu
Παρθένος! Παρθένος (απ τ αυτιά) και να μην το φωνάζουμε σας παρακαλώ. Μόνον εκείνη τη μέρα; Κάθε μέρα δίαιτα! Καλά που το βράδι έτρωγα καλά (λεπτομέρειες στο επόμενο ποστ)...
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Είναι απολαυστικές οι διηγήσεις σου.
Ο χρήστης iris είπε…
επεισοδιακές διακοπές αλλά μου φαίνεται ότι τις κάνεις να φαίνονται πιο επεισοδιακές απ' ότι ήταν στην πραγματικότητα...
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ stixakias
Ευχαριστώ, αλλά δε φθάνω την απόλαυση του έμμετρου λόγου σου!

@ iris
Ε, λίγο πιπεράκι κι αλατάκι δεν έβλαψε ποτέ κανέναν...

;-)

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ