Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διακοπές(;) 4

Περίληψη προηγουμένων:Ο Διαστήματας με την Κατερίνα, ένα φιλικό ζευγάρι, τα δυο τους παιδιά, τη θεία των παιδιών, τον παππού των παιδιών και την υπέργηρη θεία Ρίτσα, έκαναν το πρώτο μπάνιο τους στην Κεφαλλονιά. Καθώς κανείς δεν καταγόταν από τους Φρονίμους, ο μοναδικός που είχε προνοήσει για ένα ελαφρύ σνακ στην παραλία ήταν ο Διαστήματας, ο οποίος μετουσιώθηκε σε Ιησού: Ευλόγησε τα λιγοστά του σάντουιτς και τάισε μια ολόκληρη παραλία γεμάτη κόσμο.

Όπως καταλαβαίνετε, οι μέρες περνούσαν στον ίδιο ρυθμό: Πρωινό στο μπαλκόνι μετά του λόχου, οδήγηση στους φιδίσιους δρόμους της Κεφαλλονιάς με τα ΚΑΠΗ στο αυτοκίνητο (όπου, πρέπει να σας πω ότι ο παππούς Εμπεδοκλής το είχε αδιαμφισβήτητο δικαίωμά του να κάθεται στη θέση του συνοδηγού και να σχολιάζει καθ όλη τη διάρκεια τον τρόπο οδήγησής μου, αλλά γι αυτό θα τα πούμε παρακάτω), μπάνιο σε όποια ακτή βόλευε τη θεία Ρίτσα και βραδινό σε όποιο εστιατόριο βόλευε τη Μάχη.

Ώσπου, μια μέρα, έπεσε η ιδέα:

«Θα πάμε στον Αίνο»!

Για τους μη γνωρίζοντες: Αίνος είναι το ψηλότερο βουνό της Κεφαλλονιάς, λίγο κάτω από τα 2.000 μέτρα, στεφανωμένο από έναν Εθνικό Δρυμό από έλατα, χάρμα οφθαλμών, μεν, αλλά ψηλό και κακοτράχαλο δε. Δεν είχα και πολύ μεγάλη όρεξη να κάνω το ευμεγέθες κρι-κρι κι ήμουν έτοιμος να πω «όχι», αλλά με πρόλαβε ο παππούς Εμπεδοκλής:

«Εις τον Αίνον! Ε, όχι αγαπητέ μου υιέ! Εις τα όρη ημπορούμεν να υπάγομεν και τας υπολοίπους εποχάς! Εν τω θέρει θα υπάγωμεν»;

Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είχα αποφασίσει: Θα πηγαίναμε στον Αίνο.

Έτσι βρεθήκαμε, μεσημέρι, εγώ, η Κατερίνα, τα δυο παιδιά και η Δάφνη με το Θανάση, να ανεβαίνουμε στο βουνό. Ως γνωστόν, η τρέλα δεν πάει στα βουνά. Εμείς, πήγαμε… Κατακαλόκαιρο, με τον τζίτζικα να σκάει, βρεθήκαμε στο χωματόδρομο που οδηγούσε από τα ριζά, στην κορυφή του βουνού.

Η αρχική σκέψη ήταν να περπατήσουμε.

«Τι είναι; Μερικά χιλιόμετρα μόνον»!

«Μερικά χιλιόμετρα συνεχούς ανόδου! Τρελός είσαι; Θα σκάσω»!

Επικράτησε η άποψή μου αυτής του Θανάση και πήραμε το τζιπ. Suv, δηλαδή, όχι τίποτα σπουδαίο, αλλά ικανό για να φθάσει, χωρίς προβλήματα, στην κορυφή. Και, φυσικά, όχι δικό μου. Για να ξηγιόμασε! Εγώ έχω μια τσέχικη μερτσέντες, εννέα ετών. Πού να ανέβει το βουνό. Εδώ, καλά – καλά, δεν ανεβαίνει στην Άνω Πόλη.

Στριμωχθήκαμε, λοιπόν και ξεκινήσαμε. Την κουβέντα άνοιξε ο Θανάσης:

«Στον Αίνο έχει άλογα».

«Ωραία. Θα καβαλήσω ένα, να γυρίσω άνετα πίσω»…

«Σοβαρά μιλάω! Άγρια άλογα. Τα έχουν δει να καλπάζουν στα πλατώματα του βουνού».

«Θα είδαν τη Ρίτσα να έρχεται…»

Το αστείο μου δεν εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από την ομήγυρη και συνεχίσαμε, για λίγο, αμίλητοι. Ο δρόμος, όμως, δεν έλεγε να τελειώσει κι έτσι ανέλαβε η Δάφνη:

«Θανάση, έχει κι άλλη στροφή»;

«Βουνό είναι Δάφνη, στροφές έχει»…

«Ναι, αλλά το παιδί ανακατεύεται».

«Να σταματήσω»;

«Σταμάτα καλύτερα»…

Σταματήσαμε. Κι ο μικρός Ευκλής τάισε τα μικρά ζωντανά του δάσους, μακαρόνια με κιμά, που είχε φάει νωρίς το μεσημέρι. Και μετά, συνεχίσαμε.

Ο διάλογος επαναλήφθηκε copy paste:

«Θανάση, έχει κι άλλη στροφή»;

«Βουνό είναι Δάφνη, στροφές έχει»…

«Ναι, αλλά το παιδί ανακατεύεται».

«Να σταματήσω»;

«Σταμάτα καλύτερα»…

Ήταν η σειρά του μεγάλου Εμπεδοκλή να προσφέρει λίγη μασημένη τροφή στα κάπως μεγαλύτερα ζωάκια του δάσους. Βλέπετε, ο μεγάλος γιος της οικογένειας, είχε φάει χωριάτικο λουκάνικο. Με πιπεριά. Και μετά, συνεχίσαμε.

Πέντε στροφές αργότερα, ήταν η σειρά του μικρού Ευκλή να συνεχίσει τη δράση υπέρ του WWF.

Είκοσι λεπτά και τέσσερα ξερατά αργότερα είχαμε φθάσει στην κορυφή.

Ούρα!

Ανοίξαμε τις πόρτες του τζιπ. Τις ξανακλείσαμε. Αστραπιαία. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον. Τη σιωπή έσπασε η Κατερίνα:

«Φυσεί έξω»!

Όλοι είχαμε να προσθέσουμε κάτι:

«Κάνει κρύο»!

«Παγωνιά»!

«Θα δαγκώσουμε το καβλί μας»!

Αυτό το τελευταίο δεν άφησε ασυγκίνητο το Θανάση, που έσπευσε να μου ρίξει μια αγκωνιά λίγο πάνω από το συκώτι και να μου θυμίσει ότι μαζί μας είχαμε και δυο ανήλικα. Αλλά ο μικρός Ευκλής, πρόλαβε τον πατέρα:

«Μόνο το καβλί μας; Θα κατουράμε παγάκια»!

Η συνέχεια θυμίζει ταινία του Μπάστερ Κίτον: Με ταχύτητα βωβής ταινίας βγήκαμε από το αυτοκίνητο, τραβήξαμε πέντε φωτογραφίες τα σύννεφα από τον Αίνο, τις ακτές της Κεφαλλονιάς από τον Αίνο κι άλλες τρεις Εγώ με την Κατερίνα, ο Θανάσης με τη Δάφνη, τα παιδιά με το Θανάση και τη Δάφνη και μπήκαμε τρέχοντας στο αυτοκίνητο. Ανοίξαμε το καλοριφέρ και αρχίσαμε να ροβολάμε την πλαγιά.

Όταν συναντήσαμε το ηλιοβασίλεμα, κανείς γενναίος δε βγήκε έξω να φωτογραφίσει. Κατεβάσαμε τα παράθυρα και βγάλαμε υπέροχες φωτογραφίες από μέσα. Η σκέψη να γραφτούμε στους προσκόπους, είχε πέσει στο κενό. Όσο για την ανάβαση του Ολύμπου, ή για την εκδρομή στο Γκντάνσκ, το αφήσαμε για κάποια άλλη παρέα.

Στο επόμενο αναλυτικές περιγραφές από τις συναντήσεις μας με τα μη ποιμνιόμενα ερίφια και τον ολοκληρωτικό αφανισμό τους. Γιατί το υπέροχο πόνημα…


...συνεχίζεται...

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Εμ κι εσύ τι το πέρασες? Και πήρατε κι όλο το σόι μαζί! Αξέχαστες θα σου μείνουν οι διακοπές αυτές, έχω μια αμυδρά εντύπωση! ;)

Υ.Γ. Διόρθωσε τον τίτλο είναι το 4 αυτό! Άιντεε!
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Γκρίνια-γκρίνια αλλά εγώ γελάω σα παρτσακλό με αυτά που διαβάζω!
;-)

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ