Περίληψη προηγουμένων: Ο Διαστήματας, η Κατερίνα κι ένα φιλικό ζευγάρι με δυο παιδιά, αποφασίζουν να πάνε διακοπές στην Κεφαλλονιά. Ο Διαστήματας διαπιστώνει, την τελευταία στιγμή, ότι μαζί με το ζευγάρι και τα –αναγκαία, αφού ο Ηρώδης πέθανε- παιδιά, τις διακοπές ακολουθούν ο γηραιός παππούς των παιδιών, η γηραιότερη θεία –παντελώς άγνωστή του ως τότε- και μια αδελφή (κανονική, όχι της Συγγρού). Φθάνει στο νησί μέσω Κορίνθου κι εκεί τον περιμένει άλλη μία έκπληξη…
Αλλά όταν φθάσαμε, μας περίμενε δεύτερη έκπληξη (μ΄ αρέσουν οι εκπλήξεις, τρελαίνομαι, αλλά μόνον αν έχουν να κάνουν με δώρα: Βιβλία, dvd, cd, δονητές, μαστίγια, πλαστικές κούκλες, ακόμη κι επιτραπέζια παιχνίδια, μπορεί να γίνουν δεκτά με ενθουσιασμό, ακόμη και με ιαχές όπως «ουουουουου», «ααααααααα», «τι ωραίοοοοοο», «μωρεεεεεεε, τι γλυκόόόόό» κι άλλα τέτοια): Δεν είχαμε κλείσει δωμάτιο ως την τελευταία ημέρα που θα ήμασταν στο νησί! Όχι όλοι… Εγώ κι η Κατερίνα.
«Μα είχαμε πει ως την Παρασκευή, 17 του μήνα»…
Με αποστόμωσε η Μάχη:
«Μα, εμείς θα μείνουμε μόνον ως τις 12»!
«Ναι, αλλά εγώ έχω άδεια ως τις 20 και είπα να μείνω μερικές ημέρες ακόμη»…
«Ναι, αλλά εγώ δεν το ήξερα»…
«Ναι, αλλά εγώ το είπα στον αδελφό σου»!
«Ναι, αλλά εκείνος ξέχασε να μου το πει»!
(Ταυτοχρόνως αμφότεροι):
«Θανάσηηηηηη!!!!!!!!!»
Ο Θανάσης είπε ότι είχα δίκιο. Μετά είπε και στην αδελφή του ότι είχε δίκιο. Ούτε εγώ, ούτε εκείνη βρήκαμε το δίκιο μας. Το χειρότερο ήταν ότι εγώ δεν βρήκα ούτε δωμάτιο. Η ευγενική ξενοδόχα, όμως, έδωσε τη λύση, με την υπόσχεση ότι θα μας μετέφερε.
«Υπάρχει δωμάτιο»;
«Έχω κάτι στο ημιυπόγειο»…
«Αμάν, για το Θεό! Μην μου το κάνετε αυτό… Να κατεβαίνω για να βρω το κρεβάτι μου»…
«Τέλος πάντων, κάτι θα κάνω»…
Κι έκανε. Μας έδωσε –κι ας ζημιωνόταν- ένα διαμέρισμα δύο δωματίων, με τηλεόραση, έιρ κοντίσιον, ψυγείο, κουζίνα, καλοριφέρ(!), θερμοσίφωνο κ.λπ.! Μη βιαστείτε, όμως, να πείτε, ότι ήμουν κερδισμένος! Γιατί το διαμέρισμα έγινε κέντρο διερχομένων, από το επόμενο πρωί.
Γιατί ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του και, πριν ανοίξω το μάτι μου, το δεξί με την τσίμπλα, έστησα αυτί. Μέσα από την κυψελίδα έπιασα ήχους περίεργους. Κάτι σαν κουβεντούλα, σα συζήτηση, κάτι σα να ήταν κι άλλοι στο διαμέρισμα, εκτός της Κατερίνας, που, λογικά, έπρεπε να κοιμόταν. Άπλωσα το χεράκι μου να πιάσω το κορμάκι της κι έπιασα το άδειο σεντόνι.
Με τρεμάμενα πόδια περπάτησα ως την κουζίνα και βρήκα στο μπαλκόνι τους Θανάση, Δάφνη, Εμπεδοκλή, Ευκλή, τον παππού Εμπεδοκλή, τη θεία Ρίτσα και την Μάχη. Η Κατερίνα ήταν στην κουζίνα κι ετοίμαζε πρωινό για το λόχο. Οι άλλοι έπιναν, ήδη, γάλα και καφέ.
«Βρε, καλώς τα παιδιά»…
«Άντε ρε υπναρά! Θα πάμε για μπάνιο»!
«Στο καλό κι αν βρείτε καμία καλή παραλία, στείλτε sms να ΄ρθούμε κι εμείς».
«Τι, δε θα φύγουμε μαζί»;
«Γιατί; Είχαμε υπογράψει κανένα συμβόλαιο»;
«Ναι, αλλά η Ρίτσα πρέπει να πηγαίνει στη θάλασσα νωρίς, γιατί την πειράζει ο ήλιος»…
«Κι εμένα με πειράζει το φεγγάρι και πρέπει να βγαίνω έξω ντάλα μεσημέρι. Αλλά για κάτσε μισό λεπτό, για να ΄χουμε καλό ρώτημα: Τι με νοιάζει εμένανε για τη Ρίτσα»;
«Αφού θα έρχεται με το αυτοκίνητό σου»…
«Γιατί»;
«Γιατί η Μάχη δεν οδηγεί και στο δικό μου δε χωράμε όλοι».
«Μα, η Μάχη έχει αυτοκίνητο. Και καλά, στην εθνική φοβάται να πατήσει γκάζι, αλλά τώρα μιλάμε για δρόμο νησιού, για απόσταση πέντε λεπτών κι άλλα τέτοια»…
«Α, δε θα πάμε για μπάνιο εδώ κοντά»…
«Γιατί; Είμαστε μαλωμένοι με τους κατοίκους»;
«Δεν έχει άμμο»…
«Δε με πειράζει, κάθομαι και στις πέτρες»…
«Ναι, αλλά η Ρίτσα»…
«Άσε, κατάλαβα! Η Ρίτσα πρέπει να κάθεται στην άμμο, επειδή την πειράζουν οι πέτρες στον απαυτό της»!
«Ε, τώρα φαίνεται πως πειράχτηκες»…
«Όχι! Γιατί να πειραχτώ; Όλα πάνε πρίμα! Λοιπόν, ντύνομαι, πλένομαι και σε δέκα λεπτά φεύγουμε»!
«Ε, όχι και σε δέκα λεπτά»…
«Γιατί»;
«Γιατί η Ρίτσα πρέπει να τρώει καλά, επειδή έχει ένα πρόβλημα με το στομάχι της»…
Σαπάκι η Ρίτσα. Κανονικά, δηλαδή, έπρεπε να την έχουνε χώσει σε ένα ανήλιαγο δωμάτιο του γηροκομείου και να περιμένουνε απ έξω να διαβάσουνε τη διαθήκη της. Αλλά αυτοί την πήραν βόλτα, στην Κεφαλλονιά.
Κι έτσι έγινε. Έφαγαν, ήπιαν (έφαγα κι εγώ, τι, στο πηγάδι κατούρησα;) και κινήσαμε. Όχι για την παραλία, αλλά για τα βουνά!
«Και γιατί στα βουνά»;
«Ο παππούς θέλει να δει το σπήλαιο της Μελισσάνης».
Τσιμέντο να γίνει (όχι το σπήλαιο)! Η σπηλιά περικλείει μια υπόγεια λίμνη μοναδικής ομορφιάς και είπα «ας πάει και το παλιάμπελο». Κι αντί για την παραλία βρέθηκα σε μια λίμνη, στο κέντρο της γης, ως νέος Ιούλιος Βέρνιος (για να μην ξεχνάμε και τον παππού Εμπεδοκλή). Επτά νομά σ ένα δωμά κι άλλοι τόσοι σε μια βαρκά. Να ψάχνω να βρω κέρματα για το βαρκάρη και να μη βρίσκω και να με πιάνει κρύος ιδρώτας, καθώς ομοίαζε με τον Άδη στον «Ηρακλή» της Ντίσνεϊ –στα καλύτερά του. Και όταν η βάρκα πήρε τη στροφή στο σκοτάδι, με κοίταξε άγρια κι αναγκάστηκα να του δώσω πενηντάρικο, αφού αυτό έπιασα κι εκείνη την ώρα και δεν ήταν ώρα για παζάρια.
Το ζόρι, ήταν στην έξοδο. Καλά κατέβαινες στα έγκατα, σιγά σιγά και πιασμένος από το κάγκελο. Στην επιστροφή; Είχα ποντάρει –κακώς- στον παππού. Και στη Ρίτσα. Το ΄παιξα δίδυμο, φορκάστ κι είπα: «δεν μπορεί, πού να πάρουν τα πόδια τους… Θα τους προλάβω στην ανάβαση, θα βγω και πρώτος, θα γλιτώσω το ρεζίλεμα».
Αμ δε… Ντούρασελ κι η θεία, ντούρασελ κι ο παππούς. Μόνον εγώ είχα βάλει Μπέρεκ (εκείνες τις παλιές, που έκαναν θραύση στη δεκαετία του ’60). Σαν τα κουνελάκια με τις καινούργιες μπαταρίες, συνέχιζαν, συνέχιζαν, συνέχιζαν, συνέχιζαν, συνέχιζαν… Κι εγώ σταματούσα, περπατούσα, ξεφυσούσα, σταματούσα, περπατούσα, ξεφυσούσα…
Δυο ώρες και δέκα λεπτά αργότερα, έφθασα στην κορυφή. Ούρα! Το πλήρωμα του ασθενοφόρου έτρεξε, μου μέτρησε πίεση, θερμοκρασία κι έκανε δειγματοληψία για το σάκχαρο. Ήταν, λίγο, ανεβασμένο, η πίεση (η μεγάλη) κυμαίνονταν μεταξύ 16 και 24 (σα θερμοκρασία στο λεκανοπέδιο το φθινόπωρο), αλλά άντεξα. Απλά, αποφάσισα να μην πάω στο άλλο σπήλαιο της Κεφαλλονιάς, στου Δρογκαράτη. Είχε μια πισίνα έξω από το σπήλαιο. Άφησα, λοιπόν, τους υπόλοιπους, έδωσα εντολή να φωτογραφίσουν τους καλύτερους σταλακτίτες και σταλαγμίτες κι έπεσα στα χλωριωμένα νερά.
Λεπτομέρειες από το πρώτο θαλάσσιο μπάνιο, αύριο.
Συνεχίζεται…
Σχόλια
Έχω την εντύπωση πως μπροστά σ΄αυτό το θρίλερ, θα ωχριά η ακατάσταστη σειρά πτωμάτων! Χε χε χε!
;-)
(Τύπος σχολίου του οποίου η αλήθεια δεν απαιτεί αμφισβήτηση)
:)
Εγώ τι να πω, που μπέρδεψα τα πλοία και πήγα αλλού 'ντ' αλλού;
:)
Δεν έχεις κι άδικο! Αλλά θα το συντομεύσω μπας και συνεχίσω και τις Σκέψεις του καφέ
@ an-lu
Με τα ΚΑΠΗ γνώρισα και το λαογραφικό μουσείο! Μόνον που επέμεναν ότι είναι στο Ληξούρι, ενώ ήταν στο Αργοστόλι! Άλλο τραγικό κι αυτό...
@ klearchos
Καλώς τον! Πραγματικά πανέμορφη! Ήταν η τρίτη φορά που την επισκέφθηκα. Και οι δύο ήταν προ... Κορέλι! Λυπήθηκα όταν είδα την καμένη Σκάλα, αλλά χάρηκα όταν σκέφθηκα ότι η φωτιά δεν άγγιξε τον Αίνο. Αυτό θα ήταν καταστροφή...
@ laxanaki
Καλώς το...! Να πας! Μπορείς να κάνεις ΚΑΙ τουρισμό ΚΑΙ διακοπές! Μπορείς να φυτευθείς σε ένα romms to let, με πισίνα, σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα και να πηγαίνεις από το χλωριούχο στο αλμυρό νερό από το πρωί ως το βράδυ. Μπορείς να τριγυρνάς στις κοντινές ακτές με καραβάκι. Μπορείς να διασκεδάζεις στο Φισκάρδο, μαζί με τους ¨κοσμικούς¨ Μπορείς να γνωρίσεις τρελοκεφαλλονίτες και να τραγουδάς μαζί τους καντάδες. Μπορεςίς και να απομονωθείς από όλους, σε ένα ερημικό κολπάκι. Αυτήν την εποχή, δε, δεν έχει κόσμο εκτός Σκάλας και κάνεις ό,τι θες! Δωμάτια με 50-70 ευρώ, που έχουν από τηλεόραση ως έιρ κοντίσιον, ψυγείο και κουζίνα με απορροφητήρα. Αυτά και σε μελλοντικό ποστ, τα περί ακτών.
@ μαριλένα
Μπέρδεψες τα πλοία!;! Ε, δεν έγινε και τίποτα... Αν εκεί που πήγες ήταν καλά!
Για να παρηγορηθείς, θα σου αποκαλύψω ότι κάποτε, όλη η παρέα ταξίδεψε με πλοίο κι εγώ με αεροπλάνο, επειδή μπέρδεψα το ραντεβού! Αντί για ακτή Μιαούλη, πήγα... Ελληνικό(είχαμε κατεβεί όλοι μαζί με τρένο από Θεσσαλονίκη-Αθήνα κι έπειτα τους έχασα)! Χωρίς εισιτήριο, τελικά έκοψα (τι να έκανα) και πήγα... πρώτος!