Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Ελένη κι η πολυθρόνα

Δεν ήταν ρομαντική φύση. Δε σκάλωνε ποτέ μπροστά σε ένα ηλιοβασίλεμα. Αλλά το αποψινό ήταν ηλιοβασίλεμα από καρτ ποστάλ. Καρτ ποστάλ της νέας εποχής, βέβαια. Χωρίς βουνά και λαγκάδια, χωρίς θάλασσες. Κόκκινος ήλιος χανόταν πίσω από πολυκατοικίες. Όμως... Όμως εκείνος ο ουρανός ήταν όλα τα λεφτά. Κόκκινος, άσπρος, μπλε, γκρίζος, χρυσός σε μερικές γωνίες, κίτρινος, πορτοκαλί. Τέτοια πανδαισία. Άντε μετά, να μην τον κοιτάξεις.
Κι εκείνος τον κοίταζε. Έστρεψε ψηλά το βλέμμα και τον κοίταζε. Ανάμεσα από τις πολυκατοικίες. Ανάμεσα από κεραίες επίγειες και δορυφορικές.
Τότε ήταν που έπιασε τον εαυτό του να χαμογελά. Είχε καιρό να χαμογελάσει. Μέρες, βδομάδες, μήνες. Ίσως κι έναν χρόνο. Αλλά τώρα, να! Χαλάρωσε το στόμα του και φάνηκαν τα δόντια του. Χαμογελούσε...
Ξαφνικά, του ήρθε η επιθυμία να μοιραστεί το υπερθέαμα. Κοίταξε δεξιά, αριστερά. Ήταν μόνος στο δωμάτιο, αυτό ήταν σίγουρο. Στο σπίτι, όμως;
-Ελένη, φώναξε!
Καμία απάντηση. Αποφάσισε να επιμείνει.
-Ελένη, τρέξε! Θα χάσεις!
Περίμενε ν' ακούσει τα βιαστικά της βήματα. Ησυχία. Δεν ακούστηκε το παραμικρό, στο σαλόνι, στο χολ, στο δωμάτιο.
-Πάντα τα ίδια, μονολόγησε... Εκεί. Καρφωμένη στην πολυθρόνα.
Αποφάσισε να πάει ο ίδιος. Όταν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό... Μπήκε στο σαλόνι. Εκεί, μπροστά από την τηλεόραση, η πολυθρόνα της Ελένης. Δίπλα ήταν η δική του. Λίγο διαγώνια από την οθόνη. Για να μπορεί να ξαπλώνει. Έβαζε το κεφάλι στο ένα μπράτσο, κρεμούσε τα πόδια στο άλλο και έβλεπε μαζί της τηλεόραση, έτσι ξαπλωμένος. Εκείνη προτιμούσε να βλέπει στα ίσια την οθόνη.
-Άντε σήκω! Θα χάσεις, της είπε... Δεν πήρε απάντηση.
Τα ίδια... Κάθε φορά τα ίδια. Ακόμη και για το φαγητό, δεν έπαιρνε απόκριση. Κουβέντα δεν του έλεγε. Εκεί, καρφωμένη στην πολυθρόνα, με το τραπεζομάχαιρο κατευθείαν στην καρδιά. Από τότε που τον πρόδωσε. Πριν μέρες. Βδομάδες. Μήνες. Ίσως κι έναν χρόνο.

Σχόλια

Ο χρήστης diastimata είπε…
Είναι πρόχειρο το σημερινό ποστ, συγνώμη. Αλλά την ώρα που πήγα να το "κρεμάσω" χάθηκε στα πέρατα του Διαδικτύου. Κι αναγκάστηκα να γράψω μια περίληψη, όπως όπως.
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Η μουσική στο μπακγκράουντ σαν Τζου Ντιβίζιον μου ακούγεται, αν και έξω από τα μουσικά σου γούστα.
Πρόσεχε θείο... Πολλή μαυρίλα έχει πέσει...
Πρόσεχε...
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Το πιάσαμε το υπονοούμενο διαβάζοντας και τα προηγούμενα ποστάκια. Σου τα φόρεσε και την καθάρισες - ή το σκέφτεσαι. Αν δεν το έχεις κάνει ακόμη (το δεύτερο σκέλος) υπάρχει και άλλη εναλλακτική - λέμε τώρα: Βρες άλλη!

Νοέμβριος
Ο χρήστης pwlina είπε…
θα συμφωνήσω με τον november εν μέρει...η προδοσία μπορεί να γίνει όχι μόνο με το να σου τα "φορέσει" κάποιος...αλλά όπως κι αν έγινε...δεν αξίζει σε κανέναν να ζει έτσι...άλλαξε σπίτι...περιοχή...ψυχολογία...πολυθρόνα....κάνε τη ζωή σου πιο εύκολη...
Ο χρήστης diastimata είπε…
Τελικά άλλαξα πολυθρόνα...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ