-Πόσο μ' αγαπάς;
-Όσο κι εσύ...
-Μμμμ... Τόσο λίγο;
Είχε ένα πρόβλημα η Νάνσι. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι απολάμβανε το καλό σεξ. Έψαχνε μόνιμα να βρεί μια ιστορία, για να "καλύψει" ένα στα γρήγορα. Ακόμη και σχέσεις δημιουργούσε, για να μην τη χαρακτηρίσουν φίλες και συμφοιτήτριες.
Έτσι έγινε και με την αφεντιά μου. Με είδε σ΄ ένα πάρτι, γούσταρε και με πλησίασε. Δυο ώρες μετά βρισκόμασταν στο κρεβάτι της. Σ΄ ένα φοιτητικό διαμέρισμα, με τα απαραίτητα για επίπλωση, αλλά με μια ντουλάπα από δω ως εκεί κάτω. Εκεί έβαζε τα ρούχα της -εξαρτήματα της δουλειάς. Ή, μήπως, της διασκέδασης;
Μόλις είχαμε ανάψει τσιγάρο. Τότε διάλεξε να ρωτήσει και να αστειευτεί. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μόνον που η Νάνσι δεν αστειευόταν.
Την επομένη -κι ενώ μου είχε πει να μην μιλήσω σε κανέναν για τη νύχτα που περάσαμε- όλες οι φιλενάδες της γνώριζαν πως εγώ κι η Νάνσι είμασταν ζευγάρι.
Ήμουν σίγουρος πως είχα βρει το ταίρι μου. Κι όταν, το βράδυ, γυρίσαμε -πάλι- μαζί στο σπίτι της και βγάλαμε -πάλι- τα μάτια μας, ήμουν έτοιμος να αγοράσω βέρες.
Τα άσχημα μαντάτα ήρθαν την μεθεπόμενη. Όταν μου είπε ότι είχε διάβασμα λόγω εξεταστικής και θα έμενε σπίτι. Δεν έδωσα σημασία. Βγήκα με τους φίλους μου. Στο σινεμά είχα την εντύπωση πως την είδα να βγαίνει, βιαστικά, από την έξοδο, αλλά μπορεί και να είχα κάνει λάθος.
Μια μέρα μετά βρισκόμουν, πάλι, σπίτι της. Πάλι τα ίδια. Κι όταν της είπα ότι την επομένη είχα εργαστήριο, δεν έδωσα σημασία που έλαμψε το μάτι της.
Τελικά ο καθηγητής αρρώστησε. Το εργαστήριο δεν έγινε κι εγώ πήρα το δρόμο για το σπίτι της, νωρίς νωρίς το πρωί. Πήρα τυρόπιτες από έναν φούρνο, γάλα σοκολάτα κι ετοιμάστηκα για την έκπληξη.
Χτύπησα το κουδούνι. Ακουσα το ελαφροπάτημά της και την ανάσα της πίσω από την πόρτα. Πήρα το καλό μου χαμόγελο. Κι έμεινα με το χαμόγελο στα χείλη. Η πόρτα δεν άνοιξε. Ξαναχτύπησα. Άκουσα κάποιον να τρέχει μεσ' στο διαμέρισμα. Σκόνταψε σ΄ ένα έπιπλο. ΈΒρισε. Φωνή βαριά. Νταλικιέρη. Κι όχι φοιτήτριας της γαλλικής φιλολογίας.
-Νάνσι;
Ρώτησα διακριτικά, σχεδόν ψιθυριστά. Η πόρτα άνοιξε. Πρόβαλε χαμογελαστή, μάλλον αγουροξυπνημένη και μου είπε να περάσω. Μπήκα. Κι έμεινα με τις τυρόπιτες στα χέρια. Και τα γάλατα στα πόδια, αφού μου είχαν πέσει. Το στόμα μου έμεινε ανοικτό και φωνή δεν έβγαινε. Στο πάτωμα του δωματίου, σκεπασμένος με μια κουβέρτα, κοιμόταν ένας νεαρός με μαλλί αφάνα.
-Ο φίλος;
Αυτό βρήκα να πω, αυτό είπα. Εσείς, δηλαδή, θα βρίσκατε κάτι καλύτερο;
-Ο Πάκης...
-Πάκης;
-Ναι ρε παιδί μου. Προκόπης. Προκόπης, Προκοπάκης, Πάκης.
-Όνομα είναι αυτό; Χάθηκε ένα όνομα αντρίκιο; Κώτσος, Μήτσος, Χρήστος... Ιορδάνης εν ανάγκη...
Το είχα ρίξει στις ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, για να γελάσουμε. Όχι ότι μου έβγαινε γέλιο. Αλλά λέμε τώρα.
-Πάκη τον λένε...
-Γειά σου ρε Πάκη!
Του έσφιξα το χέρι. Τι θέλατε, δηλαδή... Να βγάλω καμια μαχαίρα να του πάρω το νειάτο; Αυτά γινόντουσαν κάποτε, στην ελληνική επαρχία. Στο κάτω κάτω της γραφής, ούτε γυναίκα μου ήταν, ούτε τίποτα. Κι όπως έδειχνε το πράγμα, ούτε θα γινόταν.
-Ο Πάκης είναι άστεγος...
Συνέχιζε τις εξηγήσεις. Τι τις ήθελε...
-Ώστε έτσι... Κρίμα ρε Πάκη... Γιατί ρε παιδί;
-...
Τι να πει ο καημένος... Για ένα γαμίσι πήγε, άστεγος βρέθηκε.
-Έφυγε από το σπίτι του και του πρόσφερα στέγη.
-Γιατί ρε Πάκη έφυγες από το σπίτι σου; Πού θα βρεις καλύτερο φρικασέ από της μαμάς; Ας είναι καλά η Νάνσι. Τι θα έκανες χωρίς αυτήν... Στο κρύο και στη βροχή θα έμενες.
Τώρα ήταν κι εκείνη αμήχανη. Τι να έλεγε, δηλαδή. Μάλλον το είχε πάρει χαμπάρι ότι τον δούλευα. Αλλά εγώ είχα πάρει φόρα. Στράφηκα και σ εκείνη:
-Καλά έκανες και το μάζεψες το παιδί. Φάγατε τίποτα; Έφερα τυρόπιτες...
-Δεν πεινάω...
Ο Πάκης μίλησε! Πού να πεινάσει ο άνθρωπος. Με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω και προσπαθούσε να καταλάβει τι έτρεχε ανάμεσα σε μένα και τη Νάνσι. Να ζυγίσει την κατάσταση, αν θα γλίτωνε με μώλωπες, ή θα φωνάζαμε τον Κουτσάφτη (τον ιατροδικαστή).
-Εσύ γλυκιά μου δεν πεινάς;
-Είναι χωριάτικες ή σφολιάτα;
-Σφολιάτα...
-Αμάν ρε παιδί μου! Φέρε μια φορά χωριάτικες. Έχουν καλύτερο φύλλο.
Πήρε τη σακούλα με τις τυρόπιτες. Έβγαλε μία κι άρχισε να τρώει. Στράφηκε στον Πάκη.
-Θες;
Εκείνος δεν είπε κουβέντα. Σηκώθηκε, έβαλε την μπλούζα του (τον βρήκα με το παντελόνι), ψιθύρισε ένα "εμένα με συγχωρήτε", άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Γύρισα και την κοίταξα. Έτρωγε αδιάφορη. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν.
-Τι;... Έχει γούστο να νομίζεις... Ε, δεν είσαι καλά! Φϋγε αμέσως απ το σπίτι μου!
Χωρίς δεύτερη κουβέντα μ έσπρωξε στο διάδρομο, ανοίγοντας την πόρτα με μια απότομη κίνηση. Στο επόμενο δευτερόλεπτο ήμουν στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας, αποσβολωμένος. Δίπλα μου, με μάτια γεμάτα έκπληξη, ο Πάκης. Φορούσε τις κάλτσες του, που πάνω στην τρομάρα του, είχε πάρει στα χέρια, για να βγει μια ώρα γρηγορότερα από το σπίτι.
-Είσαι για έναν καφέ;
Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. Ήταν η αρχή μιας όμορφης φιλίας.
-Όσο κι εσύ...
-Μμμμ... Τόσο λίγο;
Είχε ένα πρόβλημα η Νάνσι. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι απολάμβανε το καλό σεξ. Έψαχνε μόνιμα να βρεί μια ιστορία, για να "καλύψει" ένα στα γρήγορα. Ακόμη και σχέσεις δημιουργούσε, για να μην τη χαρακτηρίσουν φίλες και συμφοιτήτριες.
Έτσι έγινε και με την αφεντιά μου. Με είδε σ΄ ένα πάρτι, γούσταρε και με πλησίασε. Δυο ώρες μετά βρισκόμασταν στο κρεβάτι της. Σ΄ ένα φοιτητικό διαμέρισμα, με τα απαραίτητα για επίπλωση, αλλά με μια ντουλάπα από δω ως εκεί κάτω. Εκεί έβαζε τα ρούχα της -εξαρτήματα της δουλειάς. Ή, μήπως, της διασκέδασης;
Μόλις είχαμε ανάψει τσιγάρο. Τότε διάλεξε να ρωτήσει και να αστειευτεί. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Μόνον που η Νάνσι δεν αστειευόταν.
Την επομένη -κι ενώ μου είχε πει να μην μιλήσω σε κανέναν για τη νύχτα που περάσαμε- όλες οι φιλενάδες της γνώριζαν πως εγώ κι η Νάνσι είμασταν ζευγάρι.
Ήμουν σίγουρος πως είχα βρει το ταίρι μου. Κι όταν, το βράδυ, γυρίσαμε -πάλι- μαζί στο σπίτι της και βγάλαμε -πάλι- τα μάτια μας, ήμουν έτοιμος να αγοράσω βέρες.
Τα άσχημα μαντάτα ήρθαν την μεθεπόμενη. Όταν μου είπε ότι είχε διάβασμα λόγω εξεταστικής και θα έμενε σπίτι. Δεν έδωσα σημασία. Βγήκα με τους φίλους μου. Στο σινεμά είχα την εντύπωση πως την είδα να βγαίνει, βιαστικά, από την έξοδο, αλλά μπορεί και να είχα κάνει λάθος.
Μια μέρα μετά βρισκόμουν, πάλι, σπίτι της. Πάλι τα ίδια. Κι όταν της είπα ότι την επομένη είχα εργαστήριο, δεν έδωσα σημασία που έλαμψε το μάτι της.
Τελικά ο καθηγητής αρρώστησε. Το εργαστήριο δεν έγινε κι εγώ πήρα το δρόμο για το σπίτι της, νωρίς νωρίς το πρωί. Πήρα τυρόπιτες από έναν φούρνο, γάλα σοκολάτα κι ετοιμάστηκα για την έκπληξη.
Χτύπησα το κουδούνι. Ακουσα το ελαφροπάτημά της και την ανάσα της πίσω από την πόρτα. Πήρα το καλό μου χαμόγελο. Κι έμεινα με το χαμόγελο στα χείλη. Η πόρτα δεν άνοιξε. Ξαναχτύπησα. Άκουσα κάποιον να τρέχει μεσ' στο διαμέρισμα. Σκόνταψε σ΄ ένα έπιπλο. ΈΒρισε. Φωνή βαριά. Νταλικιέρη. Κι όχι φοιτήτριας της γαλλικής φιλολογίας.
-Νάνσι;
Ρώτησα διακριτικά, σχεδόν ψιθυριστά. Η πόρτα άνοιξε. Πρόβαλε χαμογελαστή, μάλλον αγουροξυπνημένη και μου είπε να περάσω. Μπήκα. Κι έμεινα με τις τυρόπιτες στα χέρια. Και τα γάλατα στα πόδια, αφού μου είχαν πέσει. Το στόμα μου έμεινε ανοικτό και φωνή δεν έβγαινε. Στο πάτωμα του δωματίου, σκεπασμένος με μια κουβέρτα, κοιμόταν ένας νεαρός με μαλλί αφάνα.
-Ο φίλος;
Αυτό βρήκα να πω, αυτό είπα. Εσείς, δηλαδή, θα βρίσκατε κάτι καλύτερο;
-Ο Πάκης...
-Πάκης;
-Ναι ρε παιδί μου. Προκόπης. Προκόπης, Προκοπάκης, Πάκης.
-Όνομα είναι αυτό; Χάθηκε ένα όνομα αντρίκιο; Κώτσος, Μήτσος, Χρήστος... Ιορδάνης εν ανάγκη...
Το είχα ρίξει στις ατάκες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, για να γελάσουμε. Όχι ότι μου έβγαινε γέλιο. Αλλά λέμε τώρα.
-Πάκη τον λένε...
-Γειά σου ρε Πάκη!
Του έσφιξα το χέρι. Τι θέλατε, δηλαδή... Να βγάλω καμια μαχαίρα να του πάρω το νειάτο; Αυτά γινόντουσαν κάποτε, στην ελληνική επαρχία. Στο κάτω κάτω της γραφής, ούτε γυναίκα μου ήταν, ούτε τίποτα. Κι όπως έδειχνε το πράγμα, ούτε θα γινόταν.
-Ο Πάκης είναι άστεγος...
Συνέχιζε τις εξηγήσεις. Τι τις ήθελε...
-Ώστε έτσι... Κρίμα ρε Πάκη... Γιατί ρε παιδί;
-...
Τι να πει ο καημένος... Για ένα γαμίσι πήγε, άστεγος βρέθηκε.
-Έφυγε από το σπίτι του και του πρόσφερα στέγη.
-Γιατί ρε Πάκη έφυγες από το σπίτι σου; Πού θα βρεις καλύτερο φρικασέ από της μαμάς; Ας είναι καλά η Νάνσι. Τι θα έκανες χωρίς αυτήν... Στο κρύο και στη βροχή θα έμενες.
Τώρα ήταν κι εκείνη αμήχανη. Τι να έλεγε, δηλαδή. Μάλλον το είχε πάρει χαμπάρι ότι τον δούλευα. Αλλά εγώ είχα πάρει φόρα. Στράφηκα και σ εκείνη:
-Καλά έκανες και το μάζεψες το παιδί. Φάγατε τίποτα; Έφερα τυρόπιτες...
-Δεν πεινάω...
Ο Πάκης μίλησε! Πού να πεινάσει ο άνθρωπος. Με κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω και προσπαθούσε να καταλάβει τι έτρεχε ανάμεσα σε μένα και τη Νάνσι. Να ζυγίσει την κατάσταση, αν θα γλίτωνε με μώλωπες, ή θα φωνάζαμε τον Κουτσάφτη (τον ιατροδικαστή).
-Εσύ γλυκιά μου δεν πεινάς;
-Είναι χωριάτικες ή σφολιάτα;
-Σφολιάτα...
-Αμάν ρε παιδί μου! Φέρε μια φορά χωριάτικες. Έχουν καλύτερο φύλλο.
Πήρε τη σακούλα με τις τυρόπιτες. Έβγαλε μία κι άρχισε να τρώει. Στράφηκε στον Πάκη.
-Θες;
Εκείνος δεν είπε κουβέντα. Σηκώθηκε, έβαλε την μπλούζα του (τον βρήκα με το παντελόνι), ψιθύρισε ένα "εμένα με συγχωρήτε", άνοιξε την πόρτα κι έφυγε.
Γύρισα και την κοίταξα. Έτρωγε αδιάφορη. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν.
-Τι;... Έχει γούστο να νομίζεις... Ε, δεν είσαι καλά! Φϋγε αμέσως απ το σπίτι μου!
Χωρίς δεύτερη κουβέντα μ έσπρωξε στο διάδρομο, ανοίγοντας την πόρτα με μια απότομη κίνηση. Στο επόμενο δευτερόλεπτο ήμουν στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας, αποσβολωμένος. Δίπλα μου, με μάτια γεμάτα έκπληξη, ο Πάκης. Φορούσε τις κάλτσες του, που πάνω στην τρομάρα του, είχε πάρει στα χέρια, για να βγει μια ώρα γρηγορότερα από το σπίτι.
-Είσαι για έναν καφέ;
Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του. Ήταν η αρχή μιας όμορφης φιλίας.
Σχόλια
πολύ μου άρεσε!
@ krotkaya
Και που ν΄ακούσετε τη συνέχεια της ιστορίας με τον Πάκη...
Όποιος βιάζεται σκοντάφτει.
Κι αν είσαι και παππάς, με την αράδα σου θα πας.
Αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι.