Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι. Έξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Προχώρησε προς τη μπαλκονόπορτα. Τα φώτα του δρόμου είχαν ανάψει και γέμιζαν με ένα πορτοκαλί φως το δωμάτιο.
Πάλι δεν τον έπιανε ύπνος. Αυτό γινόταν συνέχεια τελευταία. Με το που έδυε ο ήλιος, εκείνος λες και ξυπνούσε στη στιγμή. Χωρίς να έχει κουραστεί στο ελάχιστο, γεμάτος ενέργεια, μπορούσε να κάνει τα πάντα. Ή, τουλάχιστον, έτσι αισθανόταν.
Περπάτησε ως το σαλόνι. Στον καναπέ καθόταν εκείνη. Είχε αρχίσει να νυστάζει. Την είδε να σηκώνεται και να βαδίζει, αργά, προς την κρεβατοκάμαρα. Πέρασε από μπροστά του, αμίλητη. Πήγε και ξάπλωσε.
Έμεινε να την κοιτάζει από το άνοιγμα της πόρτας. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι, έκλεισε τα μάτια της. Τι όμορφη που ήταν… Με ένα κοντό νυχτικό, στη ζέστη των τελευταίων ημερών του καλοκαιριού, αποκοιμήθηκε μέσα σε λίγα λεπτά.
Ατυχία… Πάλι θα περνούσε αυτές τις ώρες μόνος. Βασανιστικά. Να έβλεπε τηλεόραση; Μπα…
Βγήκε στο μπαλκόνι. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Ησυχία. ΟΙ δρόμοι έρημοι. Κανείς δεν κυκλοφορούσε. Ξαναμπήκε στο διαμέρισμα. Αποφάσισε να ντυθεί και να κάνει μια βόλτα.
Μέσα σε λίγα λεπτά περπατούσε στους δρόμους του προαστίου. Τόση ώρα και δεν είχε συναντηθεί με κανέναν. Μόνον μια αγέλη αδέσποτα σκυλιά του έκοψε, κάποια στιγμή, το δρόμο. Κι εκείνα, μόλις τον συνάντησαν, έφυγαν ουρλιάζοντας.
Έστριψε από τη γωνία. Από απέναντι περπατούσε ένα ζευγάρι. Ερχόταν προς το μέρος του. Χαμογέλασε. Η κοπέλα του έριξε μια ματιά. Είδε στα μάτια της τον οίκτο. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ο νεαρός ούτε καταδέχτηκε να γυρίσει να τον κοιτάξει.
Έφθασε στην παραλία. Η θάλασσα, σκοτεινή, απλωνόταν μπροστά του. Κάλυπτε τα πάντα. Έχασκε, σα μια τεράστια μαύρη τρύπα. Σκέφτηκε να βγάλει τα παπούτσια του και να περπατήσει στα ρηχά νερά. Του φάνηκε καλή ιδέα. Το έκανε.
Δεν αισθάνθηκε τη δροσιά. Όσο καιρό τώρα ταλαιπωρούνταν από αυτές τις αϋπνίες, δεν αισθανόταν το παραμικρό. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Δεν έτρωγε. Δεν έπινε τίποτα.
………………………………
Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Όλη τη νύχτα περπατούσε, από δω κι από κει. Είχε καθίσει, για αρκετή ώρα, σε ένα παγκάκι, κοιτώντας προς τον ουρανό. Τέλος, είχε πάρει την απόφαση να επιστρέψει στο σπίτι του.
Έμπαινε από την είσοδο όταν την άκουσε στην κουζίνα. Ετοίμαζε καφέ. Ένα φλιτζάνι, μόνο για εκείνη.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Άφησε τον καφέ της και το σήκωσε. Ήταν μια φίλη της. Την ρωτούσε πώς ήταν.
«Μόνη», την άκουσε να λέει. «Είναι άδειο το σπίτι χωρίς εκείνον». Έβαλε τα κλάματα.
Έκλεισε το τηλέφωνο και κάθισε στον καναπέ του σαλονιού. Παράτησε τον καφέ μπροστά της. Σκούπισε τα δάκρυά της. Άπλωσε το χέρι της και πήρε τη φωτογραφία του. Την κοίταξε και την πήραν, πάλι, τα δάκρυα.
«Πού μ άφησες», την άκουσε να λέει. «Τόσο νέος… Τόσο νέος»…
Φάνηκε να τα χάνει. Προσπάθησε να της φωνάξει, ότι ήταν εκεί, μπροστά της. Ότι απλά, έπασχε από αϋπνίες. Αλλά δεν έβγαινε φωνή από το στόμα του. Δεν μπορούσε καν να την πλησιάσει. Λες και μπροστά του ξετυλιγόταν ένα όραμα κι όχι η εικόνα της γυναίκας την οποία αγαπούσε τόσο πολύ.
Την είδε να σηκώνεται και να ψάχνει να βρει ρούχα, στη ντουλάπα, να ντυθεί. Φόρεσε μαύρα. Ένα μαύρο φουστάνι. Τον παραξένεψε. Αποφάσισε να την ακολουθήσει, να δει που θα πήγαινε.
………………………………………………
Σχόλια