Ήταν δειλός. «Συνεσταλμένο» τον έλεγαν ευγενικά. Αλλά όση ευγένεια κι αν βάλεις στις λέξεις, δεν αλλάζεις το αποτέλεσμα. Ακόμη και παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς δεν ήθελε να λέει τα κάλαντα. Τα άλλα παιδιά της ηλικίας του έπαιρναν τους δρόμους από νωρίς. Αυτός, όλο κι έβρισκε μια δικαιολογία, για να καθυστερήσει, να ΄ρθει το μεσημέρι και να ΄χει το άλλοθι, ότι δεν πήγε πουθενά, επειδή δεν τον άφηναν οι δικοί του. -Τώρα θα πας; Σε λίγο τρώμε! Με το που άκουγε αυτήν την κουβέντα της μάνας του, ησύχαζε η ψυχή του. Η αποστολή είχε εκτελεστεί. Μετά το φαγητό είχε κάθε δικαιολογία να τεμπελιάσει λίγο, ίσως και να κοιμηθεί. Κι όταν ξυπνούσε το απόγευμα, αναλάμβανε ο πατέρας του: -Τώρα θα πας; Έξω νύχτωσε! Κάνει ψοφόκρυο! Άσε μην μας αρρωστήσεις και τρέχουμε, που είσαι και φιλάσθενος… Κι έτσι ο φιλάσθενος θεατρίνος έπαιρνε αυτό που ήθελε: Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές, χωρίς κάλαντα! Για τα Φώτα δεν τίθεται λόγος… Λίγοι γνώριζαν –κι εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν το 70- τα κ...
KENA ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ