Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο Θανάσης:
"Σου το είχα πει"...
Ήταν η φράση που δεν άντεχε:
"Μην αρχίζεις τα 'σου το είχα πει' και 'σου το είχα πει'. Εντάξει. Μου το είχες πει. Και";
"Τι και... Γιατί σ αρέσει να πληγώνεις τον κόσμο";
"Εγώ; Της είπα, ποτέ, το παραμικρό; Άφησα, έστω, κάποιο υπονοούμενο; Μόνη της έφτιαχνε ιστορίες".
"Ναι. Αλλά την άφηνες. Ποτέ δεν την έπιασες να της πεις "Ζωή, δε θα γίνει, ποτέ, τίποτα μεταξύ μας".
"Ναι, ρε Θανάση! Δεν της το είπα ποτέ ξεκάθαρα. Όμως, δε σκέφτεσαι ότι, ίσως, λέω ίσως, θα ήθελα, τελικά, να έχω κάτι με τη Ζωή; Ίσως θα μου άρεσε, στην τελική, να κρατήσω -κι εγώ- ένα χέρι, να περπατήσω μαζί με έναν άνθρωπο σ αυτήν την αποβάθρα"...
"Δεν είναι για ΄σένα αυτά"...
"Αυτό είναι που δε μου αρέσει, Θανάση! Το ότι δεν είναι για ΄μένα αυτά. Γιατί, μου λες; Γιατί να μην είναι και για ΄μένα αυτά";
"Δεν είναι ώρα, τώρα..."
"Ποτέ δε θα είναι ώρα. Εσείς, είστε ΟΚ. Εσύ έχεις το Σπύρο. Η Χριστίνα τη Λία..."
Μπήκε στην κουβέντα η Χριστίνα:
"Να μου κάνεις τη χάρη. Είμαστε φίλες"!
"Βρε δεν πα να ΄στε και νταλίκες! Τι με νοιάζει εμένα; Εσείς περνάτε καλά. Προχθές, που μάλωσες με τη μάνα σου, τι έκανες; Πήγες και κοιμήθηκες στης Λίας. Έκλαιγες όλο το βράδυ κι εκείνη σε πήρε αγκαλιά... Εσύ μας τα ΄λεγες"!
Η Λία γύρισε στη Χριστίνα:
"Χριστίνα"!
"Ε, τι θες; Δεν ήμουν καλά... Είπα ότι ήρθα σε ΄σένα. Τι φταίω εγώ αν αυτός είναι πορνόμυαλος";
Ο Σπύρος, που δεν είχε μιλήσει ως τότε, του έπιασε το χέρι:
"Άκου... Δεν είναι έτσι. Ναι, έχω τον Θανάση. Να τον κάνω τι; Ακόμη κι όταν θα ζούμε στο ίδιο σπίτι, μακάρι στην Αθήνα, αν όχι κάπου αλλού, θα υπάρχουν οι γείτονες. Δε θα μπορέσω ποτέ, να περάσω το χέρι μου πάνω από τον ώμο του στο σινεμά. Αυτήν την απλή κίνηση, δε θα την κάνω ποτέ. Καθένας ανηφορίζει τον δικό του Γολγοθά..."
"Ναι, αλλά..."
"...το ξέρω. Ο δικός σου, είναι πιο δύσκολος. Δεν έχεις βρει, ακόμη, κάποιον να σηκώσει το σταυρό σου ως την κορυφή. Και είσαι αναγκασμένος, ακόμη κι αν προσφερθεί κάποιος, να συνεχίσεις μόνος σου. Η Ζωή όμως, αυτό δεν το ξέρει. Και πρέπει να της το πεις"...
Στράφηκε στις σκάλες. Σε δυο λεπτά ήταν έξω από το σταθμό κι έψαχνε τη Ζωή. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Η πόλη, τεράστια, τον κατάπινε. Τη νύχτα κινούνταν πιο εύκολα. Τώρα, το πλήθος που, σιγά-σιγά, έβγαινε από το καβούκι του και ξεχύνονταν σε δρόμους και πλατείες, τον μπέρδευε. Σήκωσε το χέρι του και σταμάτησε ένα ταξί. Έδωσε τη διεύθυνση της Ζωής. Αργά ή γρήγορα, θα επέστρεφε σπίτι της.
-----
Η γειτονιά ξυπνούσε. Ο κυρ-Νίκος είχε ανοίξει, ήδη, το ψιλικατζίδικο στη γωνία. Μάζευε τα γάλατα. Αν δεν ήταν, ήδη, στο σπίτι, έπρεπε να φανεί.
Πράγματι. Την είδε να κατηφορίζει. Όταν τον είδε από μακριά, κοντοστάθηκε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τρέξει πάνω του, ή να φύγει. Δεν ήξερε τι σήμαινε να την περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Τελικά αποφάσισε να πλησιάσει με σταθερά βήματα.
"Γεια", της είπε...
"Γεια..."
"Έφυγες γρήγορα και δεν πρόλαβα..."
"Είχα γίνει ρεζίλι..."
"Δε γίνεται ρεζίλι κάποιος που αγαπάει"...
"...ακόμη κι όταν δεν τον αγαπούν";
"Ακόμη και τότε. Αν και δεν είναι αυτό..."
"Δηλαδή, τι... Μ αγαπάς";
"Το τι αισθάνομαι δεν έχει καμία σχέση με το τι μπορεί να γίνει μ εμάς..."
"Δηλαδή;"
"Είναι δύσκολο... Θα ΄ρθεις μαζί μου, τη Δευτέρα, σε έναν γιατρό";
-------
Δευτέρα βράδυ. Κάθεται στη μία πολυθρόνα κι η Ζωή στη διπλανή. Όρθιος, ο γιατρός προσπαθεί να εξηγήσει:
"Δεν ξέρουμε τι είναι, πώς μεταδίδεται, πόσο επικίνδυνο είναι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το αποκαλούν AIDS. Το ελληνικό του όνομα είναι... σιδηρόδρομος . Αυτό που, σίγουρα, ξέρουμε, είναι ότι μεταδίδεται στους ομοφυλόφιλους, από τη σεξουαλική πράξη".
"Ναι, αλλά ο... δεν..."
"Ναι, δεν... Δεν είναι ομοφυλόφιλος. Έρχεται σε επαφή με κάποιους φίλους του, αλλά έχει αποδειχτεί ότι δε μεταδίδεται έτσι. Υποψιαζόμαστε ότι μεταδόθηκε από αίμα. Από μια σύριγγα, από κάτι άλλο... Ίσως από μετάγγιση. Αν είναι αλήθεια κάτι τέτοιο, πολλά πρέπει να αλλάξουν. Το σίγουρο είναι ότι ο φίλος σου δεν μπορεί να έχει τη ζωή των άλλων".
Εκεί μπήκε στην κουβέντα:
"Δε βαριέσαι γιατρέ. Η Ζωή, είναι μοναδική"...
-----
Ξημερώνει Τρίτη. Είναι μαζί, αγκαλιά, στην αποβάθρα. Δεν έχουν μιλήσει από εκείνη την ώρα. Αλλά είναι μαζί.
-----
Πρωί Τετάρτης. Μπαίνει στο σπίτι. Ο πατέρας του τον περιμένει στο χωλ.
"Πού ήσουν; Πού γυρίζεις";
"Πού είναι η μάνα";
"Άσε τη μάνα και δε σε γλιτώνει! Τι θα σε κάνω εγώ; Αλήτη";
"Φώναξέ την, πατέρα. Θέλω να σας μιλήσω"...
-------
Δέκα λεπτά αργότερα, στην κουζίνα. Τα μάτια της μάνας του, γεμάτα δάκρυα. Ο πατέρας, κοιτάζει το κενό. Εκείνος, όρθιος, μόλις έχει τελειώσει. Απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει το κεφάλι της μητέρας του. Της σκουπίζει τα δάκρυα. Εκείνη, με τα χέρια της, πιάνει τα δικά του. Τρέμει.
"Μην κλαις" , της λέει...
"Εύκολο το ΄χεις..."
"Κάποτε θα γινόταν"...
"Ναι, αλλά μετά από το δικό μου χαμό, αγόρι μου. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα, από το να θάβεις το παιδί σου"...
Ακουμπά τον πατέρα του στην πλάτη. Εκείνος σηκώνεται, τον αγκαλιάζει. Δε μιλάει. Έπειτα, με αργά βήματα, βγαίνει από το δωμάτιο. Κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα. Δεν έχει κλάψει ποτέ μπροστά τους. Δεν θα άρχιζε τώρα...
ΤΕΛΟΣ
Η φωτογραφία είναι του David Troyer και την έχω πάρει από εδώ
ΥΓ. Νομίζω ότι το διήγμα είναι άνισο. Άρχισε με άλλες προοπτικές, αλλά κατέληξε εντελώς διαφορετικά. Αρχικά σκεψτηκα να το διαγράψω. Έπειτα, μου πέρασε από το μυαλό ότι και η αποτυχία έχει τη θέση της κι είναι ένα διάστημα κι αυτή. Άρα, το "Στο Σταθμό" είχε θέσει σε ένα blog με την επωνυμία Διαστήματα.
"Σου το είχα πει"...
Ήταν η φράση που δεν άντεχε:
"Μην αρχίζεις τα 'σου το είχα πει' και 'σου το είχα πει'. Εντάξει. Μου το είχες πει. Και";
"Τι και... Γιατί σ αρέσει να πληγώνεις τον κόσμο";
"Εγώ; Της είπα, ποτέ, το παραμικρό; Άφησα, έστω, κάποιο υπονοούμενο; Μόνη της έφτιαχνε ιστορίες".
"Ναι. Αλλά την άφηνες. Ποτέ δεν την έπιασες να της πεις "Ζωή, δε θα γίνει, ποτέ, τίποτα μεταξύ μας".
"Ναι, ρε Θανάση! Δεν της το είπα ποτέ ξεκάθαρα. Όμως, δε σκέφτεσαι ότι, ίσως, λέω ίσως, θα ήθελα, τελικά, να έχω κάτι με τη Ζωή; Ίσως θα μου άρεσε, στην τελική, να κρατήσω -κι εγώ- ένα χέρι, να περπατήσω μαζί με έναν άνθρωπο σ αυτήν την αποβάθρα"...
"Δεν είναι για ΄σένα αυτά"...
"Αυτό είναι που δε μου αρέσει, Θανάση! Το ότι δεν είναι για ΄μένα αυτά. Γιατί, μου λες; Γιατί να μην είναι και για ΄μένα αυτά";
"Δεν είναι ώρα, τώρα..."
"Ποτέ δε θα είναι ώρα. Εσείς, είστε ΟΚ. Εσύ έχεις το Σπύρο. Η Χριστίνα τη Λία..."
Μπήκε στην κουβέντα η Χριστίνα:
"Να μου κάνεις τη χάρη. Είμαστε φίλες"!
"Βρε δεν πα να ΄στε και νταλίκες! Τι με νοιάζει εμένα; Εσείς περνάτε καλά. Προχθές, που μάλωσες με τη μάνα σου, τι έκανες; Πήγες και κοιμήθηκες στης Λίας. Έκλαιγες όλο το βράδυ κι εκείνη σε πήρε αγκαλιά... Εσύ μας τα ΄λεγες"!
Η Λία γύρισε στη Χριστίνα:
"Χριστίνα"!
"Ε, τι θες; Δεν ήμουν καλά... Είπα ότι ήρθα σε ΄σένα. Τι φταίω εγώ αν αυτός είναι πορνόμυαλος";
Ο Σπύρος, που δεν είχε μιλήσει ως τότε, του έπιασε το χέρι:
"Άκου... Δεν είναι έτσι. Ναι, έχω τον Θανάση. Να τον κάνω τι; Ακόμη κι όταν θα ζούμε στο ίδιο σπίτι, μακάρι στην Αθήνα, αν όχι κάπου αλλού, θα υπάρχουν οι γείτονες. Δε θα μπορέσω ποτέ, να περάσω το χέρι μου πάνω από τον ώμο του στο σινεμά. Αυτήν την απλή κίνηση, δε θα την κάνω ποτέ. Καθένας ανηφορίζει τον δικό του Γολγοθά..."
"Ναι, αλλά..."
"...το ξέρω. Ο δικός σου, είναι πιο δύσκολος. Δεν έχεις βρει, ακόμη, κάποιον να σηκώσει το σταυρό σου ως την κορυφή. Και είσαι αναγκασμένος, ακόμη κι αν προσφερθεί κάποιος, να συνεχίσεις μόνος σου. Η Ζωή όμως, αυτό δεν το ξέρει. Και πρέπει να της το πεις"...
Στράφηκε στις σκάλες. Σε δυο λεπτά ήταν έξω από το σταθμό κι έψαχνε τη Ζωή. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Η πόλη, τεράστια, τον κατάπινε. Τη νύχτα κινούνταν πιο εύκολα. Τώρα, το πλήθος που, σιγά-σιγά, έβγαινε από το καβούκι του και ξεχύνονταν σε δρόμους και πλατείες, τον μπέρδευε. Σήκωσε το χέρι του και σταμάτησε ένα ταξί. Έδωσε τη διεύθυνση της Ζωής. Αργά ή γρήγορα, θα επέστρεφε σπίτι της.
-----
Η γειτονιά ξυπνούσε. Ο κυρ-Νίκος είχε ανοίξει, ήδη, το ψιλικατζίδικο στη γωνία. Μάζευε τα γάλατα. Αν δεν ήταν, ήδη, στο σπίτι, έπρεπε να φανεί.
Πράγματι. Την είδε να κατηφορίζει. Όταν τον είδε από μακριά, κοντοστάθηκε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τρέξει πάνω του, ή να φύγει. Δεν ήξερε τι σήμαινε να την περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας της. Τελικά αποφάσισε να πλησιάσει με σταθερά βήματα.
"Γεια", της είπε...
"Γεια..."
"Έφυγες γρήγορα και δεν πρόλαβα..."
"Είχα γίνει ρεζίλι..."
"Δε γίνεται ρεζίλι κάποιος που αγαπάει"...
"...ακόμη κι όταν δεν τον αγαπούν";
"Ακόμη και τότε. Αν και δεν είναι αυτό..."
"Δηλαδή, τι... Μ αγαπάς";
"Το τι αισθάνομαι δεν έχει καμία σχέση με το τι μπορεί να γίνει μ εμάς..."
"Δηλαδή;"
"Είναι δύσκολο... Θα ΄ρθεις μαζί μου, τη Δευτέρα, σε έναν γιατρό";
-------
Δευτέρα βράδυ. Κάθεται στη μία πολυθρόνα κι η Ζωή στη διπλανή. Όρθιος, ο γιατρός προσπαθεί να εξηγήσει:
"Δεν ξέρουμε τι είναι, πώς μεταδίδεται, πόσο επικίνδυνο είναι. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το αποκαλούν AIDS. Το ελληνικό του όνομα είναι... σιδηρόδρομος . Αυτό που, σίγουρα, ξέρουμε, είναι ότι μεταδίδεται στους ομοφυλόφιλους, από τη σεξουαλική πράξη".
"Ναι, αλλά ο... δεν..."
"Ναι, δεν... Δεν είναι ομοφυλόφιλος. Έρχεται σε επαφή με κάποιους φίλους του, αλλά έχει αποδειχτεί ότι δε μεταδίδεται έτσι. Υποψιαζόμαστε ότι μεταδόθηκε από αίμα. Από μια σύριγγα, από κάτι άλλο... Ίσως από μετάγγιση. Αν είναι αλήθεια κάτι τέτοιο, πολλά πρέπει να αλλάξουν. Το σίγουρο είναι ότι ο φίλος σου δεν μπορεί να έχει τη ζωή των άλλων".
Εκεί μπήκε στην κουβέντα:
"Δε βαριέσαι γιατρέ. Η Ζωή, είναι μοναδική"...
-----
Ξημερώνει Τρίτη. Είναι μαζί, αγκαλιά, στην αποβάθρα. Δεν έχουν μιλήσει από εκείνη την ώρα. Αλλά είναι μαζί.
-----
Πρωί Τετάρτης. Μπαίνει στο σπίτι. Ο πατέρας του τον περιμένει στο χωλ.
"Πού ήσουν; Πού γυρίζεις";
"Πού είναι η μάνα";
"Άσε τη μάνα και δε σε γλιτώνει! Τι θα σε κάνω εγώ; Αλήτη";
"Φώναξέ την, πατέρα. Θέλω να σας μιλήσω"...
-------
Δέκα λεπτά αργότερα, στην κουζίνα. Τα μάτια της μάνας του, γεμάτα δάκρυα. Ο πατέρας, κοιτάζει το κενό. Εκείνος, όρθιος, μόλις έχει τελειώσει. Απλώνει το χέρι του και χαϊδεύει το κεφάλι της μητέρας του. Της σκουπίζει τα δάκρυα. Εκείνη, με τα χέρια της, πιάνει τα δικά του. Τρέμει.
"Μην κλαις" , της λέει...
"Εύκολο το ΄χεις..."
"Κάποτε θα γινόταν"...
"Ναι, αλλά μετά από το δικό μου χαμό, αγόρι μου. Δεν υπάρχει χειρότερο πράμα, από το να θάβεις το παιδί σου"...
Ακουμπά τον πατέρα του στην πλάτη. Εκείνος σηκώνεται, τον αγκαλιάζει. Δε μιλάει. Έπειτα, με αργά βήματα, βγαίνει από το δωμάτιο. Κλείνεται στην κρεβατοκάμαρα. Δεν έχει κλάψει ποτέ μπροστά τους. Δεν θα άρχιζε τώρα...
ΤΕΛΟΣ
Η φωτογραφία είναι του David Troyer και την έχω πάρει από εδώ
ΥΓ. Νομίζω ότι το διήγμα είναι άνισο. Άρχισε με άλλες προοπτικές, αλλά κατέληξε εντελώς διαφορετικά. Αρχικά σκεψτηκα να το διαγράψω. Έπειτα, μου πέρασε από το μυαλό ότι και η αποτυχία έχει τη θέση της κι είναι ένα διάστημα κι αυτή. Άρα, το "Στο Σταθμό" είχε θέσει σε ένα blog με την επωνυμία Διαστήματα.
Σχόλια
και η ανατροπή είναι που του χαρίζει αξία!
κι εμένα μου άρεσε!
Συμφωνώ με Κροτ! ;)
Παιδιά, ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη. Μου είχε φανεί άνισο και πολύ μελό, αλλά θα συμφωνήσω μαζί σας ότι και το μελό χρειάζεται...