Μπροστά του στέκονταν ένας άγγελος. Μόνον που δεν έμοιαζε με τίποτα με τους αγγέλους που μας περιγράφουν μανάδες και γιαγιάδες, στα μικράτα μας. Κατάμαυρα ήταν τα φτερά του. Σχεδόν αιωρούνταν και δεν πατούσε στη γη. Ανοιγόκλεινε τις κατάμαυρες φτερούγες μπρος του και ο αγέρας που σήκωνε τον χτυπούσε στο πρόσωπο. Ήταν γυμνός και μόνον τα απόκρυφά του έκρυβε με ένα μαύρο δερμάτινο βρακί. Κι ύστερα, δεν ήταν μόνον οι μαύρες φτερούγες. Ήταν το ύφος του όλο. Όχι, δεν μπορούσες να τον πεις άσχημο. Το αντίθετο. Θα έλεγες ότι ήταν όμορφος. Όμως ήταν ο τρόπος που σε κοιτούσε μ εκείνα τα παγωμένα γαλάζια μάτια του... Κι ύστερα, ήταν το χαμόγελό του. Δεν ήταν συνοφρυωμένος. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις τεράστιες αγιογραφίες στις πύλες των εκκλησιών. Δεν είχε εκείνη τη βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Τη σοβαρότητα που αρμόζει στο ρόλο του. Εκείνος χαμογελούσε με αναίδεια. Λες κι έβλεπε μπροστά του κάτι που άξιζε τον περίγελο όλων. Αισθάνθηκε τις τρίχες του αυχένα του να σηκώνονται. Και ένα ρίγος στην πλάτη. Αυτό το πλάσμα, ήταν εκεί για εκείνον. Και τότε του πέρασε από το μυαλό: "Ο Χάροντας"! Το πλάσμα ξέσπασε σε ένα γέλιο υστερικό. Έπειτα, τον κάρφωσε με τη γαλανή ματιά του και του μίλησε. Με μια φωνή απόκοσμη, που τον έκανε να σφιχτεί μέσα στην καμπαρτίνα του: "Δεν είμαι ο Χάροντας, ανόητε. Είμαι αυτός που άκουσε μια επιθυμία σου κι έτρεξε να την κάνει πραγματικότητα"! Ήταν σίγουρος πως δεν είχε μιλήσει. Το πλάσμα, όμως, είχε ακούσει. Κι είχε απαντήσει. Κι αλήθεια, για ποιαν επιθυμία μιλούσε; "Θες να μάθεις πότε θα πεθάνεις"; "Τώρα", κατάφερε να ψελίσει; "Όχι! Μην ανησυχείς. Δεν ήρθε η ώρα σου. Όμως θα σου πω. Αφού θες να ξέρεις, για να ετοιμαστείς, για να ζήσεις ό,τι σου απέμεινε, θα σου πω: Του χρόνου. Τέτοια μέρα του χρόνου, θα είναι η τελευταία σου. Η τελευταία μέρα του Νοέμβρη θα είναι και η τελευταία της ζωής σου. Ετοιμάσου, λοιπόν..." "Και τι ώρα"; Αυτό είχε βρει να ρωτήσει. Είχε μπροστά του ένα πλάσμα που όριζε ζωή και θάνατο κι εκείνος βρήκε να ρωτήσει την ώρα του θανάτου του... "Μεσάνυχτα. Έτσι δε γίνεται συνήθως"; Άκουσε, πάλι, τους ίδιους κρότους. Σπίθες έπεσαν πάνω του και σήκωσε το βλέμμα του ψηλά. Λες και δεν είχε συμβεί το παραμικρό, τα φώτα της παραλίας άναψαν πάλι. Γύρισε να δει το πλάσμα, όμως δεν είδε τίποτα. Αντίθετα, διέκρινε, από μακριά, έναν ποδηλάτη. Αμέριμνος, πλησίαζε. Όταν έφθασε στο ύψος του, τον ρώτησε: "Είδες"; Ο ποδηλάτης τον κοίταξε παραξενεμένος. Έκανε πετάλι πιο γρήγορα, για να απομακρυνθεί. Κι εκείνος κατάλαβε πως ήταν ο μόνος που είδε το πλάσμα. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία. Πήγε σπίτι του και προσπάθησε να κοιμηθεί. Δεν τα κατάφερε. Του τριβέλιζε το μυαλό αυτό που έγινε. Είχε μια συνάντηση μέσα στο μυαλό του; Είχε, πράγματι, μια συνάντηση σε κόσμο άλλον; Απάντηση δεν έβρισκε. Την άλλη μέρα είπε να το συζητήσει με φίλους του. Τελικά μόνον στον Κοσμά το είπε κι εκείνος δεν τον πίστεψε. "Τι άλλη μαλακία θα βρεις να πεις, για να αποδείξεις ότι είχες δίκιο", του είπε ο Κοσμάς; Κι έκοψε, εκεί, την κουβέντα. Έπειτα το θέμα ξεχάστηκε. Το καλοκαίρι πήγε διακοπές στην Αντίπαρο κι εκεί γνώρισε την Άννα. Έκαναν παθιασμένο έρωτα κι εκεί, εκείνη, σε κάποια στιγμή, τον ξάπλωσε ανάσκελα. Ύστερα πήρε το σεντόνι με τα χέρια της κι έκανε να τους σκεπάσει και τους δύο. Τρόμαξε! Έτσι που την είδε, από πάνω του, με το σεντόνι να απλώνεται από το ένα χέρι στο άλλο, του θύμισε το εξώκοσμο εκείνο πλάσμα που είχε συναντήσει το χειμώνα στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Την πέταξε κάτω και σηκώθηκε απότομα. Εκείνη τον ρώτησε τι είχε, βρήκε μια δικαιολογία και δεν ξανασυζήτησαν το θέμα. Αλλά κι όταν επέστρεψαν Θεσσαλονίκη, όποτε έκαναν έρωτα, εκείνη ποτέ δεν τόλμησε να έρθει από πάνω του. Έμπαινε μέσα της εκείνος από πάνω, απλά, λες κι ήταν ζευγάρι χρόνια. Ώσπου χάλασε ο καιρός. Ήρθε το φθινόπωρο. Τότε, μαζί με τον ήλιο χάθηκε κι η χαρά του. Και ένα βράδυ σηκώθηκε, άφησε την Άννα άναυδη, να τον κοιτάζει από την πόρτα κι άρπαξε ένα σημειωματάριο κι ένα στιλό. Κι άρχισε να γράφει: 1. Να κάνω ράφτιγκ. 2. Να δω τη Λευκή Ταινία. 3. Να πάω ταξίδι στη Γη του Πυρός 4. Να πάω ταξίδι στο Μάτσου Πίτσου 5. Να κάνω έρωτα με τον Απόστολο 6. Να κάνω έρωτα με όσους περισσότερους κι όσες περισσότερες σε ένα βράδυ 7. ... Εκεί σταμάτησε. Ξαναδιάβασε τον κατάλογο. Του φάνηκαν όλες του οι επιθυμίες τόσο χαζές κι ανούσιες. Έσκισε το χαρτί και συνέχισε. Και το ξαναάσχισε. Και ξανάρχισε. Και ξανά, ξανά, ξανά. Όλο το βράδυ έγραφε κι έσβηνε, ώσπου, το πρωί, διαπίστωσε πως τίποτα δεν ήθελε να ζήσει, παρά μόνο τη ζωή. Τότε ήταν που ήρθαν οι πρώτες ζαλάδες. Κι ύστερα οι πόνοι. Οι γιατροί τον εξέτασαν και, εκεί στις αρχές Οκτωβρίου, του έδωσαν, βία-βία, δυο μήνες ζωή. "Ο καρκίνος κάλπαζε" του είπαν. Από τότε ζούσε με τις μορφίνες. Πλέον ήταν 29 Νοεμβρίου. Οκτώ το βράδυ. Φορούσε, εδώ κι έναν μήνα, δυο ρολόγια. Μήπως και σταματούσε το ένα. Αλλά όλα αυτά που ήθελε να κάνει, δεν τα ΄κανε. Καθόταν στην πολυθρόνα του, μπροστά στο παράθυρο και κοιτούσε το τίποτα. Κι όποτε σκοτείνιαζε, αισθανόταν την ψυχή του να σκίζεται στα δυο. Και τον εαυτό του να βουλιάζει, να χάνεται. Ίδρωνε. Και τον έπιανε ένα τρέμουλο. "Φόβο", το είπαν οι γιατροί. Και στην Άννα είπαν πως "αν δεν πέθαινε από τον καρκίνο, θα πήγαινε, τελικά, από το φόβο του".
H φωτογραφία είναι του David Meyer, έχει τίτλο Murray Cemetary και την πήρα από εδώ.
Σχόλια
(θα ανοίξουμε κι άλλο μαγαζί? με εκείνα τα παλιά τι γίνεται, τα παρατήσαμε?)
και χωρίς χάπι έντ...
μα με σημαντικό μήνυμα που σε καθηλώνει.
σύντομο, σαφές και περιεκτικό!
Σας βεβαιώ ότι μπορώ να το κάνω σκοτεινότερο!
@ renata
Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγω κι εγώ...
@ Кроткая
Μην ανησυχείς αγαπημένη μου ατζέντισσα. Με δύο επεισόδια καθαρίσαμε! Λέω, τώρα, να ξαναγυρίσω στην κακιά ώρα...
@ ria
Ναι, είπα να μην το τραβήξω αυτήν τη φορά...
@ An-Lu
Ευχαριστώ! Στο μέλλον θα είμαι ακόμη ανατριχιαστικότερος.