«Βρωμόσκυλο»!
Τον αγαπούσε τον Ντικ. Όμως η συνήθεια του μικρού της σπάνιελ να βγαίνει για την ανάγκη του μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, την εκνεύριζε.
«Δεν μπορείς να κάνεις ό,τι έχεις να κάνεις με το φως της ημέρας; Πρέπει να πέσουν τα μαύρα σκοτάδια για να χέσεις; Βρωμόσκυλο»!
Μονολογούσε φωνάζοντας. Λες και το σπάνιελ θα καταλάβαινε ό,τι του έλεγε και θα αποφάσιζε, από δω και στο εξής, να κατουριέται και να χέζεται σε ορισμένες ώρες της ημέρας. Αλλά εκείνο την κοιτούσε με τα μεγάλα μάτια του, κουνούσε την ουρά πέρα δώθε και, μόλις εκείνη περπατούσε πιο σιγά, την τραβούσε, με δύναμη, μπροστά. Την παράσερνε σε μια ακατάσχετη πιλάλα, χωρίς νόημα, αφού θα μπορούσε κάλλιστα, να σηκώσει το δεξί πίσω πόδι του στο πρώτο δένδρο που είχαν βρει, με το που βγήκαν από το σπίτι, να κάνει ό,τι έχει να κάνει και να επιστρέψουν.
Τα πράγματα, όμως, δεν πήγαιναν όπως θα ήθελε εκείνη. Τα πράγματα πήγαιναν όπως ήθελε το σπάνιελ. Κι εκείνο, δώστου να την τραβάει κι εκείνη δώστου να τρέχει στο κατόπι του, λαχανιάζοντας.
«Σταμάτα ρε πούστη Ντικ! Γαμώ το μου… Ρε συ, δεν μπορώ ρε! Πού να τρέχω έτσι; Με ξελίγωσες! Σταμάτα σου λέω»!
Φώναζε, τραβούσε το λουρί, αλλά ο Ντικ, πραγματικός dick, δεν έλεγε να σταματήσει. Κι όταν, ξαφνικά, πάτησε φρένο σ εκείνον το θεοσκότεινο δρόμο, δεν έδωσε σημασία, ούτε για τα μαύρα σκοτάδια, ούτε για το πού θα ανακουφιζόταν το σπάνιελ.
«Επιτέλους»! Με ανακούφιση, που η πιλάλα σταμάτησε, έβαλε το χέρι της στο παλτό της και ανέσυρε ένα πακέτο Μάλμπορο μαλακό. Με το τσιγάρο είχε σχέση μίσους και πάθους. Κάπνιζε μανιωδώς και όλο ορκιζόταν ότι θα το έκοβε. Αλλά εκείνη την ώρα, το ήθελε όσο τίποτε άλλο.
«Α ρε Ελένη! Όλο θα το κόψω και θα το κόψω είσαι. Υποσχέσεις. Έτσι και με τον άλλονε. Όλο θα τον διώξω και θα τον διώξω, αλλά έχει στρογγυλοκαθίσει τον πισινό του στον καναπέ σου και δε λέει να ξεκουμπιστεί».
Όση ώρα μονολογούσε, έψαχνε στην άλλη τσέπη της, για τον αναπτήρα. Δεν τον έβρισκε. Ήταν ένας μπικ, άσπρος, μικρός πλαστικός.
«Πού χώθηκε; Γαμώ το! Πρέπει να σταματήσω να βρίζω. Όλο γαμώ το και γαμώ το είμαι. Και να ΄κανα και τίποτα, χαλάλι… Μα πού είναι…»
Δεν τον έβρισκε. Ο τύπος που ζέσταινε τον καναπέ της, της είχε χαρίσει έναν ζίπο, αλλά δεν τον χρησιμοποιούσε. Εκείνος φρόντιζε να είναι πάντα γεμάτος, αλλά εκείνη δεν ήθελε να τον χρησιμοποιεί. Τον κουβαλούσε, όμως, στο παντελόνι της, ή στην τσάντα. Το θυμήθηκε όταν είχε, σχεδόν, αποφασίσει να μην καπνίσει. Έβαλε το χέρι στο παντελόνι και τον βρήκε. Τον τράβηξε σιγά σιγά, σχεδόν τελετουργικά, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα και πλησίασε τον αναπτήρα στο πρόσωπό της. Τον άνοιξε μ΄ εκείνο τον χαρακτηριστικό θόρυβο που κάνουν οι ζίπο. Γύρισε τη ρόδα, το φυτίλι άναψε και τότε διαπίστωσε ότι ο Ντικ, ούτε έχεζε, ούτε κατουρούσε. Έγλυφε το αίμα που είχε κάνει μια λίμνη γύρω από το πτώμα ενός άνδρα, το αίμα που ανάβλυζε ακόμη από το λαιμό του. Τσίριξε με όλη της τη δύναμη…
συνεχίζεται
Σχόλια
υγ για το θεματης εφοριας εχω απαντησει
φιλια
thanx και για τα δυο. Η συνέχεια τα ξημερώματα
Το πρωί θα κατέβει κι ο σκύλος...
@ krotkaya
Για σένα, μικρό διάλειμμα από τη βία. Η συνέχεια σε χαλαρούς ρυθμούς, για να γνωριστούμε μεταξύ μας...