Ο ήλιος έδυε. Περνούσαμε καπνό. Εγώ κι εκείνη. Οι άλλοι είχαν φύγει, για άλλες δουλειές. Η μάνα μου ετοίμαζε φαγητό, ο πατέρας μου βοηθούσε τον παππού μου, να μαζέψουν καρπούζια και σταφύλια, επειδή ο παππούς θα πήγαινε, πρωί – πρωί, στην πούληση. Ο αδελφός μου, μικρό παιδάκι, έπαιζε κάπου στη γειτονιά. Ο ξάδελφός μου, που πάντα βοηθούσε, βρισκόταν, ήδη, στον κινηματογράφο του χωριού, να ετοιμάσει την ταινία για τη βραδινή προβολή. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Τότε ήταν που άρχισε να μιλά. Περισσότερο τα ΄λεγε στον εαυτό της. Αλλά εγώ άκουγα με προσοχή. Γιατί ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε έτσι. «Πέφτει ο ήλιος. Πάει. Πάει και σήμερα. Έτσι θα πάμε κι εμείς, μια μέρα. Σαν τον ήλιο θα δύσουμε. Δε θέλω να με θάψουν στο νεκροταφείο, με τους άλλους. Δεν είναι καλό το χώμα. Έτσι θα μείνω. Θέλω εκεί, στο χωράφι του δρόμου να με θάψετε. Να κάνετε κι ένα γύρω με πέτρες, να μην έρθουν τίποτα σκυλιά και με ξεθάψουν και με σπείρουν στα γύρω χωράφια. Από εκεί, έχει ένα υψωματάκι, εκεί να με βάλετε....
KENA ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ