Τον είδα σήμερα το βράδυ για πρώτη –και τελευταία- φορά. Δεν γνωρίζω ούτε το όνομά του –και μάλλον δε θα το μάθω ποτέ.
Ήταν ξαπλωμένος από την θέση του οδηγού ως το πίσω κάθισμα. Δεν κουνιόταν. Δεν ανέπνεε. Η μια φίλη του, στο οδόστρωμα, βογκούσε και μονολογούσε: «Τους έλεγα, μη ρε παιδιά»! Η άλλη φίλη του, μισολιπόθυμη, στη θέση του συνοδηγού, δεμένη στη ζωή από τη ζώνη ασφαλείας.
Η καμπίνα επιβατών είχε αντέξει. Τήρησε τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, που κάνει λόγο για ακαμψία. Η ακαμψία του νεκρού οδηγού δεν είναι στις προδιαγραφές της ανθρώπινης ζωής.
Τον έβγαλαν με κόπο από τα συντρίμμια του ασημί αυτοκινήτου. Επί τρία τέταρτα ένας γιατρός προσπαθούσε να τον ξαναφέρει στη ζωή. Του κάκου… Η ψυχή του πέταξε λίγα μέτρα από την είσοδο του γνωστού εμπορικού κέντρου. Λίγα μέτρα από εκεί όπου, αν δεν γινόταν το κακό, θα διασκέδαζε με την παρέα του. Θα τα έπιναν για το μωρό της φίλης του, που ήρθε στη ζωή πριν μερικές ημέρες.
Κόσμος πάει, κόσμος έρχεται…
Οι φίλοι του, σοκαρισμένοι, αμίλητοι. Προσπαθούσα να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Ο ένας μιλούσε με τη μητέρα του, στο κινητό του τηλέφωνο. «Σε παρακαλώ, έλα. Δεν είναι καλά. Οι κοπέλες είναι καλά. Αλλά…»
Ο φίλος δεν ήταν καλά. Ένας αστυνομικός πλησίασε. Τον ρώτησε: «Τι έγινε»; Κάποιος είπε: «Έκαναν κόντρες»… Έσκυψε το κεφάλι. Λες κι ο αστυνομικός θα τον μάλωνε. Αλλά κι εκείνος δεν είπε τίποτε. Απομακρύνθηκε αμίλητος.
Λίγο αργότερα, ο φίλος πήγε μόνος του στο περιπολικό. Κάτι είπαν, ο αστυνομικός του άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα. Την ίδια ώρα έφθανε η μητέρα του. Μαύρο 4Χ4, καλοντυμένη, ρούχα ακριβά. Τι σημασία έχει; Ο φίλος του γιου της, ο κολλητός, σήμερα το μεσημέρι θα φορέσει το τελευταίο του κοστούμι. Έφυγε από εδώ, έτσι για πλάκα.
Σχόλια