Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αχ, Ελένη...

Έβρεχε. Συνέχεια. Εδώ και τέσσερις μέρες -και νύχτες- δεν έλεγε να σταματήσει. Οι δρόμοι, ποτάμια. Και ο χωματόδρομος, μπροστά στο σπίτι του, χείμαρρος. Πέτρες, ξύλα, κλαδιά, σακούλες σκουπιδιών, είχαν σχηματίσει νηοπομπή και πήγαιναν προς τη θάλασσα.
Ήθελε να βγει, το είχε ανάγκη. Είχε άδεια από τη δουλειά και ήταν αναγκασμένος να βλέπει τη βροχή πίσω από τα τζάμια. Να ΄ρθει κάποιος στο σπίτι του, ούτε κουβέντα. Η διαμονή σε προάστιο έχει ένα κακό: Σε ξεχνούν γρήγορα. Κι εσύ, όταν δεν έχεις δουλειά στο κέντρο, σπάνια το παίρνεις απόφαση. Ήταν κι αυτή η βροχή...
Τελικά, δεν άντεξε. Έβαλε ζεστά ρούχα (γιατί έκανε και ψοφόκρυο) τις μπότες του, άρπαξε την ομπρέλα και βγήκε από το σπίτι. Το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο στην πυλωτή. Πίσω του το νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα. Ούτε το σκέφτηκε. Μπήκε μέσα, έβαλε όπισθεν, πάτησε γκάζι
Σε λίγο είχε μπει στον πλημμυρισμένο δρόμο. Ένοιωθε τις ρόδες να πατούν πέτρες, ξύλα, ό,τι είχε παρασύρει το νερό στην ορμή του και είχαν "σκαλώσει" στο δρόμο. Κατευθύνθηκε προς το βουνό απέναντι, νοιώθοντας το αυτοκίνητο να φεύγει, πότε δεξιά, πότε αριστερά. Αδιαφορούσε.
Στην ανηφόρα έβλεπε το νερό να έρχεται κατά πάνω του, δεξιά κι αριστερά. Ευτυχώς, ο δρόμος ήταν καθαρός. Πίστευε ότι θα έφθανε στο χωριό, ψηλά, χωρίς προβλήματα. Σε μια στροφή, πίστεψε πως έμπαινε σε χείμαρρο. Τα νερά, ορμητικά, έκοβαν στη μέση το οδόστρωμα. Τον παρέσυραν. Έχασε τον έλεγχο. Όσο και να προσπαθούσε να ρθει στα ίσια του, κόβοντας το τιμόνι πότε δεξιά και πότε αριστερά, με κοφτές, απότομες κινήσεις, δεν τα κατάφερνε. Σε δευτερόλεπτα ένοιωσε τις ρόδες να γρατζουνάνε πέτρες και χώμα. Μετά γλίστρησε στη λάσπη και σε κάτι που, πριν τη βροχή, μπορεί να ήταν και γρασίδι.
Το αυτοκίνητο έγειρε σε ένα χαντάκι. Πλάγιασε, με την πλευρά του συνοδηγού. Στα αριστερά του έβλεπε ουρανό. Έβαλε δύναμη κι άνοιξε την πόρτα. Η βροχή μπήκε, με ορμή, στο εσωτερικό. Προσπάθησε να βάλει δύναμη με τα χέρια, να στηριχθεί πότε στο άνοιγμα της πόρτας, πότε στο κάθισμα του οδηγού, να πατήσει την πλαφονιέρα και το τιμόνι, να βγει έξω. Γλίστρησε δυο - τρεις φορές. Τελικά τα κατάφερε. Άφησε το κορμί του να κυλήσει και να πέσει στις λάσπες.
Σηκώθηκε κι έψαξε τις τσέπες του. Το κινητό του... Το είχε ξεχάσει στο σπίτι. Ήταν αδύνατο να επικοινωνήσει με κάποιον. Και, μόνον τρελός, σαν κι αυτόν, θα περνούσε από εκείνον το δρόμο με τέτοια βροχή. Πήρε την απόφαση να περπατήσει προς τα κάτω. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ήταν κατηφόρα. Αργά ή γρήγορα, θα έφθανε στον κεντρικό δρόμο και θα ΄παιρνε ταξί, λεωφορείο, κάτι...
Περπατούσε μέσα στο σκοτάδι, μέσα στο νερό. Σε κάποιες στιγμές αναγκάστηκε να βουτήξει ως τον καβάλο. Ήταν μούσκεμα -και από τη βροχή και από ιδρώτα. Ώσπου τα καταφερε κι έφτασε στον κεντρικό δρόμο. Είδε τα φώτα των αυτοκινήτων από απέναντι και σήκωσε και τα δύο χέρια. Τα κουνούσε, πέρα δώθε, για να τον δουν. Του κάκου. Τον προσπερνούσαν. Σα να μην τον έβλεπαν.
Τότε, ένα φορτηγό, που ερχόταν από τη βοηθητική λωρίδα, κινήθηκε προς τα πάνω του. Πάγωσε. Δεν πρόλαβε να τραβηχτεί. Περίμενε ότι θα νοιώσει τον πόνο, το σίδερο να του διαλύει τα κόκαλα, να μετατρέπει σε πολτό τη μυική του μάζα. Τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Είδε ένα φως και μετά, ένοιωσε να αιωρείται. Ναι, στεκόταν στον αέρα, πάνω από το αυτοκίνητό του. Από το ντεραπαρισμένο αυτοκίνητο. Κι έπειτα πέταξε ως το σπίτι. Είδε το άψυχο κορμί του στο πάτωμα της κουζίνας. Κρατούσε, ακόμη, το μαχαίρι. Και το αίμα είχε σχηματίσει μια λίμνη, καθώς έτρεχε από την καρωτίδα του.
Ήταν εύκολο να βρει κουράγιο να κόψει στα δύο το λαιμό του. Κουράγιο να αντέξει εκείνον το χωρισμό, δεν είχε βρει. Αχ, Ελένη...

Η φωτογραφία, με τίτλο Blues in the rain, είναι του Νεχάτ Ταλάς και την πήρα από εδώ.

Σχόλια

Ο χρήστης ria είπε…
χμμμ

να το λάβω ως απάντηση στα σχόλιά μου στο προηγούμενο ποστ???
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ ria

Χε χε χε! Μπορείς να το εκλάβεις κι έτσι!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
τέτοιο κειμενάκι μετά το ζόρι? καπάκι?

δεν πάτε καλά, Τάκι. Καθόλου καλά!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ