Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Σοφία

Κρέμασε την άσπρη ρόμπα στην ντουλάπα της κι έκλεισε την μεταλλική πόρτα. Ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. Ούτε που είχε δει την άλλη νοσοκόμα να μπαίνει στα αποδυτήρια και να την πλησιάζει.

«Σοφία»;

Πετάχτηκε ως επάνω. Έβαλε το χέρι στο στήθος κι έπνιξε μια κραυγή μ έναν αναστεναγμό.

«Συγνώμη, δεν ήθελα…»

«Εντάξει, το ξέρω. Εμένα συγχώρεσέ με. Αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω ότι η Άννα είναι νεκρή…»

«Σοφία, η Άννα είναι νεκρή εδώ κι ένα εξάμηνο. Από τότε που εξαφανίστηκε…»

«Δεν είχα πάψει να ελπίζω…»

«Το καταλαβαίνω…»

«Όταν το έμαθα, σήμερα, συνειδητοποίησα ότι δεν θα την ξαναδώ. Το καταλαβαίνεις; Ως τώρα, που δεν είχαμε κανένα νέο της, ήλπιζα. Έλεγα, δεν μπορεί, βαρέθηκε μαζί σου και την έκανε με κανέναν γκόμενο. Παράτησε και τη δουλειά, τα παράτησε όλα, για να αλλάξει ζωή. Και τώρα μαθαίνω ότι κάποιος τη σκότωσε. Και πώς; Από έναν μπάτσο που δε μου λέει άλλη κουβέντα, αλλά απαντάει πως αν θέλω να μάθω λεπτομέρειες και να βοηθήσω την αστυνομία, πρέπει να πάω στα κεντρικά. Τι σκατά θέλω εγώ στα κεντρικά»;

«Πού να ξέρουν κι αυτοί τι συνέβαινε… Πήγαινε, πες τους για την Άννα κι όλο και κάτι θα μάθεις. Κι αν πιάσουν αυτόν τον αλήτη, θα ησυχάσει η ψυχούλα της»…

Δε μίλησε άλλο. Φορούσε, ήδη, τα ρούχα της. Με μάτια κόκκινα από το κλάμα, στράφηκε προς την πόρτα και βγήκε από το δωμάτιο. Ούτε κατάλαβε πως βρέθηκε στο ταξί κι από την έξοδο του νοσοκομείου, στην είσοδο με τον οπλισμένο αστυνομικό φρουρό. Τον πλησίασε.

«Ψάχνω τον κ. Θεοδωρίδη»…

«Λέγεστε»;

«Ρετζέκη! Σοφία Ρετζέκη. Είμαι…»

«Στον τρίτο θα πάτε. Από το δεξί ασανσέρ. Μόλις βγείτε από το ασανσέρ, ακριβώς απέναντί σας είναι ο υπασπιστής. Ρωτήστε και θα σας πουν»!

«Ευχαριστώ»!

Συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
επέστρεψα και τα διάβασα όλα τα καινούρια μαζεμένα. έχω αρχίσει να μπερδεύομαι!!

εγώ νομίζω πως δεν είναι ο Διονύσης. Κάποια έκπληξη μας περιμένει στο τέλος!
Λες να είναι η μπατσίνα;
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Mmmmmmmmm.......???????????????

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ