Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Εξομολόγηση

«Γνώρισα το Διονύση σε ένα μπαράκι. Ευπαρουσίαστος, φιλόζωος… Με πλησίασε, μου μίλησε. Ήμουν μοναχικός άνθρωπος. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. Χωρίς παρέες. Χωρίς κάποιον άνθρωπο να μοιραστώ μαζί του την καθημερινότητά μου. Κι εκείνος ήταν τέλειος. Πριν σκεφτώ να του ζητήσω κάτι, ήταν εκεί να μου το δώσει. Τι άλλο θέλει κανείς»;

Η εξομολόγηση της Τιττάκου είχε αρχίσει απότομα. Η φωνή της έσβηνε, σιγά – σιγά, όχι από την ταλαιπωρία των ημερών, όπως είχε αρχικά υποθέσει ο Κώστας, αλλά από την παραδοχή της αλήθειας. Εκείνος την άκουγε προσεκτικά. Δεν απέφευγε τις συγκρίσεις. Ώστε μοναχική, λοιπόν; Γι αυτό κόλλησε πάνω του με το πρώτο; Οι σκέψεις του δεν εμπόδιζαν την Ελένη να συνεχίσει:

«Εκείνο το βράδυ, το βράδυ που βρήκα τον Αλεξάνδρου, δεν υπήρχε κανείς γύρω μου. Έτσι, τουλάχιστον, νόμιζα. Και ήμουν σίγουρη, έως ότου με ρώτησες επίμονα»…

Γύρισε και κοίταξε τον Κώστα μεσ’ στα μάτια. Κάτι στο βλέμμα της του έλεγε πως όλα αυτά ήταν αλήθεια.

«Ναι, είχα δει κάτι. Μέσα στην τρομάρα μου, την ώρα που ούρλιαζα, νόμισα ότι είδα το Διονύση, σε μια γωνιά, κρυμμένο στο σκοτάδι. Το βλέμμα του ήταν διαφορετικό, τρελό. Αλλά με το που άναψαν τα φώτα, από τα μπαλκόνια της γειτονιάς, σ εκείνη τη γωνία δεν υπήρχε τίποτα»…

«Μη μας μπερδεύεις παραπάνω, κυρία μου! Καλά ήμασταν ως τώρα»…

Η Πρήχα είχε διακόψει την εξομολόγηση της Τιττάκου. Η Ελένη, όμως, επέμενε:

«Αλήθεια λέω! Είχαμε μαλώσει πιο πριν, στο σπίτι, ήμουν συγχυσμένη και, με το που έκλεινα τα μάτια μου, τον έβλεπα μπροστά μου. Είχε αλλάξει, σας λέω. Και στον καβγά μας, ήταν αλλαγμένος. Άλλος άνθρωπος. Το βλέμμα του… Νόμιζα πως… Δεν ξέρω τι να πω! Είχα την εικόνα του συνέχεια μπροστά μου. Έτσι, όταν ο Ντικ βρήκε το πτώμα, δεν έδωσα σημασία στις σκιές, στα πρόσωπα πίσω από τις σκιές. Φοβόμουν! Δεν έχω ιδέα γιατί ούρλιαζα. Άνοιγα το στόμα μου να πω κάτι, να φωνάξω τον Ντικ κι έβγαιναν μόνον ουρλιαχτά»…

Φόβος… Ο Κώστας πολλές φορές είχε νοιώσει φόβο. Είχε ξεραθεί το στόμα του. Είχε κοπεί η μιλιά του. Κι είχε αναρωτηθεί πώς κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν το κουράγιο να ουρλιάξουν μπροστά στο φόβο… Με μια κίνηση του κεφαλιού του προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις. Προσπάθησε να επικεντρώσει αλλού: Στις σκιές. Ήταν αληθινές ή όχι; Τον διέκοψε ο ήχος από το κινητό του τηλέφωνο. Το σήκωσε. Ήταν ο ιατροδικαστής…

«Κύριε Θεοδωρίδη, Ναστούλης εδώ. Έχουμε την ταυτότητα του τελευταίου θύματος. Ή, μάλλον, του πρώτου –προς το παρόν… Είναι η Άννα Δημητσάνου, νοσοκόμα στο Κεντρικό Νοσοκομείο. Σειρά σας, τώρα…»

«Ευχαριστώ»…

Ο Κώστας έκλεισε το κινητό του. Το έβαλε στην τσέπη του αργά και στράφηκε στην Πρήχα:

«Έχουμε να κάνουμε με μανιακό δολοφόνο. Το θύμα που βρήκαμε τελευταίο, είναι μία νοσοκόμα. Δε δένει τίποτα στην ιστορία μας»…

«Έλα έξω»…

Η Πρήχα βγήκε από το δωμάτιο κι άφησαν την Τιττάκου μόνη. Η διευθύντρια στράφηκε στον αστυνομικό φρουρό:

«Ειδοποιήστε τον Σταύρου. Να έρθει πρώτα από το γραφείο μου κι έπειτα στην Τιττάκου. Μια εξέταση ακόμη, ίσως μας δώσει κάτι»…

Τον Κώστα τον ενοχλούσε που την Ελένη θα την εξέταζε και πάλι ο ψυχολόγος της Ασφάλειας, λες και ήταν μια τρελή. Όμως ήθελε κι αυτός απαντήσεις. Τον διέκοψε η Πρήχα:

«Τι λες»;

«Έχουμε να κάνουμε με μανιακό δολοφόνο. Σκοτώνει γυναίκες με τον ίδιο τρόπο. Ούτε ξέρουμε πόσες, ποιες και γιατί. Την Τιττάκου την πλησίασε και πάτησε στις αδυναμίες της. Ελπίζω το ίδιο να έγινε με τις υπόλοιπες. Έτσι, ίσως κάποιος να τον είδε. Διαφορετικά, αν δηλαδή σκοτώνει ό,τι βρει μπροστά του, μόνον κατά τύχη θα πέσουμε πάνω του».

«Πρέπει να καλέσω τα κανάλια»…

«Ίσως όχι. Αν μάθει ότι είμαστε πίσω του, ότι περιμένουμε κάτι, ίσως να μην το κάνει ποτέ. Θυμήσου παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν: Άνθρωποι συνελήφθησαν, καταδικάστηκαν, εκτελέστηκαν, για εγκλήματα άλλων. Και τα εγκλήματα κόπηκαν μαχαίρι! Ο μανιακός δολοφόνος δεν άγεται και φέρεται, πάντα, από την τρέλα του. Συνήθως θέλει να παίξει, να φανεί, γι αυτό και προκαλεί με τη συμπεριφορά και τα εγκλήματά του. Υπάρχουν, όμως και κάποιοι που ήθελαν να μείνουν στο σκοτάδι κι έμειναν. Δώσε μου λίγο χρόνο»…

«Χρόνο, χρόνο, χρόνο… Νομίζεις ότι έχω, για να σου δώσω; Σχεδόν κάθε μέρα βρίσκουμε κι ένα πτώμα. Κι αν αφήσω έτσι την ιστορία, θα βρίσκουμε και δυο πτώματα τη μέρα. Οι πολίτες πρέπει να ξέρουν, Κώστα. Να γνωρίζουν… Να προφυλαχθούν. Μου ζητάς να αφήσω, χιλιάδες γυναίκες, ανυποψίαστες στους δρόμους. Έστω και μία ζωή αν χαθεί, Κώστα, έστω και μία, δεν θα ξανακοιμηθώ ποτέ ήσυχη… Κάνε γρήγορα…»


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Ο χρήστης AVRA είπε…
Δημητρη με εχεις κανει μανιακη...ολη την ωρα κλικαρω στο μπλογκ για να δω τη συνεχεια...

Μάρεσει η τροπη που εχει παρει...αλλα βρε αγορι μου, κανε ενα κλικ πιο γρηγορα με τα επεισοδια...λυπησου μας! :-)
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Παρακολουθώ με αγωνία κι εγώ!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ avra
Τι να κάνω αγαπητή... Έπεσαν και πολλές δουλειές, χάθηκε και η ADSL, λόγω μετακόμισης σε άλλη περιοχή... Για να καταλάβεις, μπαίνω με dial up σύνδεση και δεν προλαβαίνω να ξετινάξω τα links μου. Όσο για τα επεισόδια, υπομονή! Πού να έβαζα και τα αρχικά... Αναγκάστηκα να συμπτύξω κεφάλαια!

@ an-lu
Κουράγιο... Λίγο ακόμη θα παίξω με την αγωνία σας...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ