Έριξε μια βιαστική ματιά στο ρολόι του. Οκτώ παρά πέντε. Βράδυ. Είχε σκοτεινιάσει -τώρα το χειμώνα σκοτείνιαζε από νωρίς.
Τις τελευταίες δύο μέρες τον τρόμαζε το σκοτάδι. Ποιον; Αυτόν που έβγαινε από το σπίτι του μεσάνυχτα! Που όταν γύριζε, όσοι τον έβλεπαν στην πόρτα του έλεγαν καλημέρα κι αυτός τους έλεγε καληνύχτα! Γιατί τέτοιος ήταν. Άνθρωπος της νύχτας. Ως εκείνη τη νύχτα...
Τη θυμάται σα να την έζησε πριν ένα λεπτό. Και πώς να μη τη θυμάται; Να πως είχαν γίνει τα πράματα:
Μόλις είχε βγει από το μπαράκι και περπατούσε προς την παραλία. Άφησε πίσω του το Λευκό Πύργο και συνέχισε στο πλακόστρωτο. Είχαν βάλει καινούργια φώτα και μπορούσες να περπατήσεις άνετα. Πέρασε το ξενοδοχείο και, στο σημείο όπου στένευε το πλακόστρωτο, παρατήρησε ότι δεν υπήρχε ψυχή. Περπατούσε μόνος του και θυμόταν την κουβέντα που είχε κάνει, λίγα λεπτά πριν, στο μπαράκι.
Ήταν εκεί η Λίζα, η άλλη (που δε θυμόταν το όνομά της), ο Κοσμάς κι ο Θεόφιλος. Του είχαν φέρει την άλλη, φίλη της Λίζας, για να τη γνωρίσει, γιατί από τότε που χώρισε τη Δήμητρα, για ένα καπρίτσιο της, είχε μείνει μόνος. Κι οι φίλοι του πίστευαν ότι είχε μείνει αρκετά μόνος.
Δεν ήταν κολημμένος με τη Δήμητρα. Αν και όλοι πίστευαν ότι θα κατέληγαν μαζί, παντρεμένοι, με παιδιά, συμπεθέρια κι όλα τα κομφόρ, εκείνος το ΄ξερε ότι, κάποια στιγμή, θα γινόταν το μπαμ. Κι έγινε. Η Δήμητρα δήλωσε ότι γνώρισε τον Χάιμι κι έφυγε, μέσα στο καταχείμωνο, για τη Φιλανδία. Για να ζήσει, έξι μήνες, στο απόλυτο σκότος. Αλλά, όλα αυτά, δεν είχαν σημασία με την κουβέντα που άνοιξαν στο μπαράκι.
Εκεί, όλοι επέμεναν ότι δεν ήθελαν να ξέρουν τη μέρα που θα πέθαιναν. Μόνον εκείνος επέμενε: "Ναι, θέλω να ξέρω. Να κάνω κάποια πράγματα βρε αδελφέ, να προλάβω... Κι όχι να πάω ανυποψίαστος"...
Έφυγε από το μπαράκι περισσότερο για να μη συνεχίσει την κουβέντα. Και το ΄ριξε στο περπάτημα, περισσότερο για να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Κι έτσι βρέθηκε εκεί, νυχτιάτικα, μόνος του. Θα ήταν τρεις τα ξημερώματα, χειμώνας. Συνήθως, όμως, στην παραλία υπήρχαν διαβάτες, κάποιοι που έκαναν ποδήλατο, ακόμη και με βροχή, άλλοι που έτρεχαν πάνω - κάτω. Και, σίγουρα υπήρχαν σκυλιά. Αδέσποτοι μούργοι, που άλλους τους κυνηγάνε -περισσότερο για την πλάκα τους, για να αποδείξουν ότι αυτοί είναι οι άρχοντες της παραλίας- και σ άλλους πήγαιναν και τρίβονταν στα πόδια τους και τους έπαιρναν στο κατώπι -λες και περίμεναν ένα νεύμα, όλο κι όλο, για να διαβούν το κατώφλι και να γίνουν από αληταράδες, σπιτόσκυλοι. Όμως απόψε, δεν υπήρχε μήτε σκύλος, μήτε άνθρωπος.
Στάθηκε κάτω από το στύλο φωτισμού. Κοίταξε ολόγυρα κι απόρησε: "Μα κανείς", μονολόγησε;
Ένας κρότος, σα πιστολιά, ακούστηκε. Έσκυψε για να προστατευθεί και πάνω του πέσανε σπίθες. Η λάμπα είχε γίνει χίλια κομμάτια. Ο ίδιος θόρυβος ακούστηκε ξανά και ξανά και ξανά. Μία - μία, οι λάμπες έσκασαν, σπίθες πετάχτηκαν κι ύστερα σκοτάδι. Έβλεπε, μακριά, κάποια φώτα αναμένα, αλλά τα περισσότερα, μπρος και πίσω του, είχαν σβήσει μέσα σε μικρές, φωτεινές εκρήξεις.
Ανατρίχιασε. Ύστερα σκέφτηκε: "Θα έγινε καμία απότομη αλλαγή τάσης"...
Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια του. Αυτό που άκουγε, ήταν φτερούγισμα. Λες και τον πλησίαζε κάποιος από τους γλάρους, που τέτοια ώρα, λογικά, θα είχαν βρει καταφύγιο στα κοιλώματα της προκυμαίας. Στράφηκε προς τα εκεί που ερχόταν ο θόρυβος.
Πάγωσε! Τούτο το πλάσμα μπρος του, δεν ήταν του κόσμου τούτου...
Τις τελευταίες δύο μέρες τον τρόμαζε το σκοτάδι. Ποιον; Αυτόν που έβγαινε από το σπίτι του μεσάνυχτα! Που όταν γύριζε, όσοι τον έβλεπαν στην πόρτα του έλεγαν καλημέρα κι αυτός τους έλεγε καληνύχτα! Γιατί τέτοιος ήταν. Άνθρωπος της νύχτας. Ως εκείνη τη νύχτα...
Τη θυμάται σα να την έζησε πριν ένα λεπτό. Και πώς να μη τη θυμάται; Να πως είχαν γίνει τα πράματα:
Μόλις είχε βγει από το μπαράκι και περπατούσε προς την παραλία. Άφησε πίσω του το Λευκό Πύργο και συνέχισε στο πλακόστρωτο. Είχαν βάλει καινούργια φώτα και μπορούσες να περπατήσεις άνετα. Πέρασε το ξενοδοχείο και, στο σημείο όπου στένευε το πλακόστρωτο, παρατήρησε ότι δεν υπήρχε ψυχή. Περπατούσε μόνος του και θυμόταν την κουβέντα που είχε κάνει, λίγα λεπτά πριν, στο μπαράκι.
Ήταν εκεί η Λίζα, η άλλη (που δε θυμόταν το όνομά της), ο Κοσμάς κι ο Θεόφιλος. Του είχαν φέρει την άλλη, φίλη της Λίζας, για να τη γνωρίσει, γιατί από τότε που χώρισε τη Δήμητρα, για ένα καπρίτσιο της, είχε μείνει μόνος. Κι οι φίλοι του πίστευαν ότι είχε μείνει αρκετά μόνος.
Δεν ήταν κολημμένος με τη Δήμητρα. Αν και όλοι πίστευαν ότι θα κατέληγαν μαζί, παντρεμένοι, με παιδιά, συμπεθέρια κι όλα τα κομφόρ, εκείνος το ΄ξερε ότι, κάποια στιγμή, θα γινόταν το μπαμ. Κι έγινε. Η Δήμητρα δήλωσε ότι γνώρισε τον Χάιμι κι έφυγε, μέσα στο καταχείμωνο, για τη Φιλανδία. Για να ζήσει, έξι μήνες, στο απόλυτο σκότος. Αλλά, όλα αυτά, δεν είχαν σημασία με την κουβέντα που άνοιξαν στο μπαράκι.
Εκεί, όλοι επέμεναν ότι δεν ήθελαν να ξέρουν τη μέρα που θα πέθαιναν. Μόνον εκείνος επέμενε: "Ναι, θέλω να ξέρω. Να κάνω κάποια πράγματα βρε αδελφέ, να προλάβω... Κι όχι να πάω ανυποψίαστος"...
Έφυγε από το μπαράκι περισσότερο για να μη συνεχίσει την κουβέντα. Και το ΄ριξε στο περπάτημα, περισσότερο για να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Κι έτσι βρέθηκε εκεί, νυχτιάτικα, μόνος του. Θα ήταν τρεις τα ξημερώματα, χειμώνας. Συνήθως, όμως, στην παραλία υπήρχαν διαβάτες, κάποιοι που έκαναν ποδήλατο, ακόμη και με βροχή, άλλοι που έτρεχαν πάνω - κάτω. Και, σίγουρα υπήρχαν σκυλιά. Αδέσποτοι μούργοι, που άλλους τους κυνηγάνε -περισσότερο για την πλάκα τους, για να αποδείξουν ότι αυτοί είναι οι άρχοντες της παραλίας- και σ άλλους πήγαιναν και τρίβονταν στα πόδια τους και τους έπαιρναν στο κατώπι -λες και περίμεναν ένα νεύμα, όλο κι όλο, για να διαβούν το κατώφλι και να γίνουν από αληταράδες, σπιτόσκυλοι. Όμως απόψε, δεν υπήρχε μήτε σκύλος, μήτε άνθρωπος.
Στάθηκε κάτω από το στύλο φωτισμού. Κοίταξε ολόγυρα κι απόρησε: "Μα κανείς", μονολόγησε;
Ένας κρότος, σα πιστολιά, ακούστηκε. Έσκυψε για να προστατευθεί και πάνω του πέσανε σπίθες. Η λάμπα είχε γίνει χίλια κομμάτια. Ο ίδιος θόρυβος ακούστηκε ξανά και ξανά και ξανά. Μία - μία, οι λάμπες έσκασαν, σπίθες πετάχτηκαν κι ύστερα σκοτάδι. Έβλεπε, μακριά, κάποια φώτα αναμένα, αλλά τα περισσότερα, μπρος και πίσω του, είχαν σβήσει μέσα σε μικρές, φωτεινές εκρήξεις.
Ανατρίχιασε. Ύστερα σκέφτηκε: "Θα έγινε καμία απότομη αλλαγή τάσης"...
Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια του. Αυτό που άκουγε, ήταν φτερούγισμα. Λες και τον πλησίαζε κάποιος από τους γλάρους, που τέτοια ώρα, λογικά, θα είχαν βρει καταφύγιο στα κοιλώματα της προκυμαίας. Στράφηκε προς τα εκεί που ερχόταν ο θόρυβος.
Πάγωσε! Τούτο το πλάσμα μπρος του, δεν ήταν του κόσμου τούτου...
Συνεχίζεται...
H φωτογραφία με τον τίτλο Memento είναι του Vlad M και την πήρα από εδώ.
Σχόλια
Na min anaferw pws perimenoume akoma gia "kafe" kai "kakia wra", e?
Τώρα που το ξέρω θα μπαίνω μόνο μέρα να διαβάζω -έχω κάτι φοβίες τον τελευταίο καιρό :)
Θα δείξει. Πάντως δε θα περιμένεις πολύ...
@ ria
Συντομότατα! Τώρα για το άλλο, έχω ξεχάσει ακόμη και ποιος ήταν... Θέλει να το διαβάσω κι εγώ, από την αρχή!
@ laxanaki
Μπα... Πιο εύκολο να εμφανιστεί ο Ντε Νίρο στον Δαιμονισμένο Άγγελο!
@ aggelos-x-aggelos
Ως... Άγγελος, θα έπρεπε να είσαι εξοικειωμένος με τον εχθρό!
Σύντομα το τέλος.