Η ΛΑΜΨΗ, από τους προβολείς του απέναντι με τύφλωσε. Ασυναίσθητα σήκωσα το χέρι μου και κάλυψα τα μάτια μου. Με δυο κινήσεις, δεξιά-αριστερά, κράτησα το αυτοκίνητο στο δρόμο.
Η αλήθεια είναι ότι έτρεχα για τα καλά. ΤΟ ΠΑΡΤΙ πρέπει να είχε αρχίσει. Βιαζόμουν.
Το ΠΟΡΦΥΡΟ ΧΡΩΜΑ της δύσης του ήλιου είχε χαθεί προ πολλού από τον ορίζοντα. Πάτησα κι άλλο το γκάζι. Αν συνέχιζα κι άλλο αυτήν την τρελή πορεία, θα με έβλεπα στην ΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ: ντεντέκτιβ θύμα τροχαίου…
Έστριψα από το σταθμό του τρένου, δεξιά. Μπήκα, με χειρόφρενο, στην ΤΣΑΙΝΑ ΤΑΟΥΝ της Θεσσαλονίκης. Τα κινέζικα μαγαζιά ήταν κατάφωτα. Κόσμος μπαινόβγαινε κι αγόραζε ρούχα και παιχνίδια. Η φτώχια θέλει καλοπέραση.
Βιαζόμουν. Τα πόδια μου έτρεμαν. Αν δεν είχα τόση αγωνία για το ποιους θα συναντούσα εκεί, μπορεί και να σωριαζόμουν. Ίδρωνα. Ένας πιτσιρίκος, με σχιστά μάτια, με κοιτούσε, ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ του άγχους μου.
Ήμουν κοντά. Έστριψα απότομα αριστερά. Κάποιος έβρισε στα κινέζικα. Δεν έδωσα σημασία. Μπροστά μου ήταν το σπίτι όπου κάποιοι γλεντούσαν. Ο ένας από αυτούς, είχε σκοτώσει τη Δώρα Τιμοθέου. Ήμουν αποφασισμένος να τον αποκαλύψω, με έναν τρόπο θεατρικό, ως νέος επιθεωρητής Πουαρώ.
Χτύπησα το κουδούνι. Ένας υπηρέτης άνοιξε. Μπήκα μέσα ψιθυρίζοντας: «Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΑΡΧΙΖΕΙ».
Για Μπόνους, μια ιστορία με επτά ελληνικές κωμωδίες:
Η ΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΚΑΓΟ έφθανε στο αεροδρόμιο σε ία ώρα. Η Μαρουσώ, ήταν η καλή αδελφή της μαμάς. Πάντα είχε κάτι να μας δώσει, όταν ερχόταν «στην πατρίδα», για διακοπές.
Μαζί της γινόμασταν, μεμιάς, ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ-ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ. Αστεία, χωρατά, ιστορίες από το χωριό στον Έβρο, ανακατεμένα με την ανάμνηση της γιαγιάς Ελένης, της μάνας της Μαρουσώ. Με το που σμίγαμε, γινότανε ΤΗΣ ΚΑΚΟΜΟΙΡΑΣ. Και το σπίτι, ΒΙΛΑ ΤΩΝ ΟΡΓΙΩΝ.
Δεν προλαβαίναμε να κρατάμε την κοιλιά μας από τα γέλια. Είχε έναν τρόπο να διηγείται, μοναδικό. Μπέρδευε εικόνες, πρόσωπα και καταστάσεις και μας ξεθέωνε. Μέναμε στον καναπέ, ΚΑΤΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, να μην αντέχουμε άλλο γέλιο.
Ο Κώστας, Ο ΑΤΣΙΔΑΣ της οικογένειας, ήταν αυτός που παρέδιδε πρώτος τα όπλα. Τα παρατούσε όλα κι έφευγε, προς την τουαλέτα, ουρλιάζοντας.
Τελευταία, εγκατέλειπε η μάνα μου. Ακόμη κι εκείνη την ξεθέωνε με τα αστεία της η Μαρουσώ. Κι ύστερα έμεναν οι δυο τους, να θυμούνται καταστάσεις άλλες. Με συγγενείς που δεν ήταν, πια, μαζί μας. Με άλλους, που πέθαναν στη γέννα –άλλες εποχές τότε. Η Μαρουσώ, πριν φύγει για την ξενιτιά, ήταν Η ΚΥΡΑ ΜΑΣ Η ΜΑΜΗ κι είχε γεμίσει χαρές, όλα τα σπίτια στο Σουφλί. Όταν έφυγε, την ξεπροβόδισαν φίλοι και γνωστοί, στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Είχαν, όμως, μείνει λίγοι, να την υποδέχονται πια, όποτε ερχόταν από το Μασατσούσετς.
Μας ήρθε, όμως, και δεύτερη πρόκληση. Ανάσα και συνεχίζω.
Ημίαιμε,
Krotkaya,
Alexandra,
An – Lu,
Allmylife,
Βοηθάτε! Παίξτε, έως ότου απαντήσω στη νέα πρόκληση και δώσω συνέχεια στην Ακατάστατη σειρά πτωμάτων.
Σχόλια
Ευρηματικό το 2 σε 1!
Αλλά το κείμενο....είναι all the money!;)
Συνεχίστε παρακαλώ...*
πολλές από τις τιανίες που αναφέρεις είναι και στο δικό μου ΤΟΡ.
έπαιξα ήδη, με πρόλαβαν!!!
αλλά αναμένω και την ιστορία σου, ε!
(ερώτηση κρίσεως: έχει chinatown η Σαλονίκη???)