Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άρνηση


Είχε ξαπλώσει στις γραμμές του τρένου:
"Στ' ορκίζομαι, θα σκοτωθώ! Ή λες ότι μ αγαπάς, ή περιμένω την οτομοτρίς"!
Εκείνη, κοίταζε μια τον ξαπλωμένο Κωστή και μια στο βάθος του ορίζοντα, μήπως κι έσκαγε μύτη το τρένο...
"Σήκω βρε παιδάκι μου... Σήκω ρε Κωστή που σ έπιασε, τώρα, να το παίξεις Μιμίκος κι εγώ η Μαίρη! Δεν είναι αστεία αυτά τα πράματα..."
Εκείνος γελούσε -κι επέμενε:
"Πες, τώρα, ότι μ αγαπάς! Διαφορετικά, ξέχνα με. Σα σαλάμι μπίρας, θα με κάνει φέτες το τρένο! Πες το"!
Με την ψυχή στο στόμα, η Δέσποινα, κοιτούσε, πάλι, πότε εκείνον και πότε τις ράγες:
"Θα σηκωθείς; Ε; Θα ρθει το τρένο, καημένε μου και θα σε κάνει λιώμα"!
"Δε με νοιάζει! Μόνο να μ αγαπάς με νοιάζει"!
"Και τι θα κάνεις την αγάπη μου, αν σε πατήσει το τρένο; Ε; Τι θα την κάνεις";
"Ώστε μ αγαπάς, λοιπόν"!
"Ρε συ, Κωστή... Φύγε ρε παιδάκι μου από τις γραμμές"!
"Πες ότι μ αγαπάς! Μια λέξη είναι μόνο..."
"Δύο..."
"Τι δύο";
"Δυο λέξεις..."
"Ποιες";
"Έλα τώρα... Κάνεις σα παιδί, ολόκληρος μαντράχαλος"!
¨Πες τες! Εσύ κάνεις σα παιδί. Γιατί δεν τις λες; Μήπως δε μ αγαπάς, τελικά";
"Σήκω ρε Κώστα από τις γραμμές"!
"Σου είπα να μη με λες Κώστα. Κωστή να με λες, εσύ! Κωστή! Όπως η γιαγιά μου"!
"Εντάξει, Κωστή... Σήκω ρε Κωστή, σε παρακαλώ"!
Χτυπούσε τα πόδια της στο χώμα, δίπλα από τα χαλίκια, σα παιδάκι που δεν του παίρνουν γλειφιτζούρι.
"Δε μ αγαπάς..."
"Τι λες Χριστιανέ μου! Σήκω σου είπα"!
"Εδώ κοντεύει να με πατήσει το τρένο κι εσύ, ούτε το ψιθύρισες..."
Σηκώθηκε αργά - αργά.
"Άντε, μπράβο! Έλα τώρα εδώ"...
"Τι, που σηκώθηκα; Όχι, εδώ θα μείνω, όρθιος. Απλά, δε θέλω να με βρει ο θάνατος ξαπλωμένο. Όρθιο θέλω να με βρει".
"Άσε ρε Κωστή τα χαζά κι έλα εδώ! Αμάν κάναμε να σηκωθείς"...
"Κάνατε; Ποιοι κάνατε; Δε βλέπω κανέναν άλλον εδώ"...
"Έλα, ρε Κωστή!"
Το παράπονό της ήταν που έβγαλε εκείνο το μακρόσυρτο ήτα; Ή μήπως... Τσίτωσε το αυτί της. Και τότε, το άκουσε...
"Το τρένο! Έρχεται το τρένο, Κωστή"...
"Ωραία. Να τελειώνουμε μ αυτό"!
"Κωστή, σε παρακαλώ..."
Είχε αρχίσει να δακρύζει. Κι εκείνος, την κοιτούσε χαμογελώντας. Στράφηκε στον ορίζοντα. Η οτομοτρίς ήταν κοντά. Ούτε 500 μέτρα, έτρεχε, με όλη της τη δύναμη. Την κοιτούσε, αμίλητος, χαμογελούσε.
"Κωστή...."
Δάκρυα έτρεχαν, πια, απ τα μάτια της.
"Πες το..."
Μόνον αυτό ψιθύρισε. Οι ράγες έτρεμαν. Το τρένο πλησίαζε.
"Κωστή..."
Είχε διπλώσει το σώμα της στα δύο. Εκείνος, όρθιος, ανάμεσα στις γραμμές, περίμενε.
"Κωστή, σε παρακαλώ..."
Τα χέρια της είχαν κλείσει, μπροστά στο στήθος της. Έκλαιγε, πια, με λυγμούς. Το τρένο πέρασε με δύναμη. Τρία βαγόνια, όλα κι όλα, έκαναν δεν έκαναν δέκα δευτερόλεπτα να περάσουν από μπροστά της. Αλλά της φάνηκε αιώνας.
Το τρένο πέρασε. Με δύναμη. Χανόταν, πια, στην άλλη άκρη του ορίζοντα. Εκείνη, με κλάμα βουβό, προσπαθούσε να καταλάβει. Εκείνος, σηκωνόταν από την άλλη άκρη της γραμμής. Τινάχτηκε, από τη σκόνη και λίγα αγκάθια, που είχαν καρφωθεί στα ρούχα και το παντελόνι του. Τα μαλλιά του ήταν βρόμικα. Την κοίταξε, σοβαρός αυτήν τη φορά:
"Δεν το πες..."
Μέσα στα αναφιλητά της, κατάφερε να πει:
"Δεν το ΄κανες..."

H φωτογραφία είναι του Piotr Cichosz, και την πήρα από εδώ.

Σχόλια

Ο χρήστης Μαριλένα είπε…
ψυχοπλακώθηκα μωρέ..
Ο χρήστης Σταυρούλα είπε…
"Σου ΄πα θα πεθάνω να σκοτωθείς, κι όμως έχω ζήσει.."


Αυτό θυμήθηκα!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Πολύ μαυρίλα... σαν τον καιρό έξω. Είναι πολύ εκβιαστής αυτός!! Από την αρχή δεν τον συμπάθησα!!
Ο χρήστης ria είπε…
σκληρή η δέσποινα!

και ψυχοβγάλτης αυτός ο κωστής!
Ο χρήστης maya είπε…
απαπα...

αλλά έτσι είναι.
δεν γίνεται αλλοιώς.
να πεις άλλο απ'αυτό που είσαι.
είναι σκληρή η πραγματικότητα.
εντελώς αληθινό το περιγράφεις.

καλημέρα διαστήματα μου
χχχχχχχχχχχχχχχ
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Αχ βρε Τάκι...
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ Μαριλενα

Η αλήθεια είναι ότι είχα καιρό να γράψω κάτι δακρύβρεχτο. Λίγο ο καιρός, λίγο η ψυχική μου κατάσταση, έτσι μου βγήκε.
Δεν ήθελα να σε ψυχοπλακώσω. Σκέψου και την καλή πλευρά: Δεν τον πάτησε...!

@ renata

Αυτό είχα στο νου μου όταν το έγραφα...

@ laxanaki

Όλοι μας δε γινόμαστε, κάποια στιγμή, λίγο εκβιαστές;


@ ria

Οι δέσποινες είναι, πάντα, πιο σκληρές. Κι οι Κωστήδες, πιο... χέστηδες, αλλά και πιο εκιβαστές! Πόσες φορές σε ΄ριξε κάποιος στο κρεβάτι χωρίς να το πολυθές; Μόνον και μόνο για να μην σε πει μυξοπαρθένα; Ε, όλο και κάποια φορά συνέβη...

@ maya

Καλησπέρα Μάγια μου. Τα διλήμματα είναι κάτι που έρχονται και ξανάρχονται... Να δεις το επόμενο -που ήρθε τυχαία!

@ An-Lu

Γοργόνα μου, ξέρω, σε στεναχώρεσα. Ελπίζω την άλλη φορά να αφήσω μια αχτίδα...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ