Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το ζαρκάδι της Πάρνηθας

Ήταν νέο. Και περήφανο. Όταν κατέβαινε την πλαγιά κοιτούσε ψηλά. Κι όταν σκαρφάλωνε, με δυο πήδους έφθανε εκεί που ήθελε: Στον πιο ψηλό βράχο.
Τον φώναζαν «Το Ζαρκάδι Της Πάρνηθας». Λες και ήταν το μοναδικό ζαρκάδι του βουνού. Ήταν, όμως, το πιο όμορφο. Το πιο περήφανο.
Όταν έμαθε ότι το βουνό πήρε φωτιά, δεν το πίστεψε. Σκαρφάλωσε ως την πιο ψηλή κορυφή, για να δει από την άλλη πλαγιά –για να πειστεί. Κι όταν είδε τις φλόγες να τρέχουν προς το μέρος του, με δυο πηδήματα κατέβηκε όλο το βουνό –κι έφθασε στα πρώτα σπίτια.
Μπήκε στην πρώτη αυλή, που βρήκε μπροστά του, για να σωθεί. Από το ανοικτό παράθυρο μπορούσε να βλέπει μέσα. Ένας άνθρωπος παρακολουθούσε το δελτίο ειδήσεων. Έβλεπε το βουνό να καίγεται.

«Μα, αν βγει στο παράθυρό του, θα δει το ίδιο βουνό, μπροστά του, να γίνεται παρανάλωμα», αναρωτήθηκε Το Ζαρκάδι Της Πάρνηθας. Αλλά απάντηση δεν ήρθε από πουθενά. Μόνον τις μουρμούρες του ανθρώπου άκουγε, που έβριζε, πότε τους εμπρηστές και πότε το κράτος.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε κι έφθασε σε ένα άλλο σπίτι. Μπήκε, πάλι, στην αυλή. Πλησίασε το ανοικτό παράθυρο –φαίνεται ότι οι άνθρωποι αφήνουν πάντα ανοικτό ένα παράθυρο, είτε στα σπίτια τους, είτε στους νόμους τους. Και είδε, πάλι, το ίδιο θέαμα: Ένας άλλος άνθρωπος παρακολουθούσε τηλεόραση.
Αυτήν τη φορά, δεν έβλεπε τις φλόγες, ούτε άκουγε δραματικές περιγραφές για τον «τελευταίο πνεύμονα πράσινου που παραδόθηκε στις φλόγες». Το φλεγόμενο βουνό είχε γίνει ένα μικρό παραθυράκι. Κι είχαν ξεφυτρώσει κι άλλα παράθυρα, με πολλούς ανθρώπους. Κι ο ένας, φώναζε στον άλλον:
«Δεν κάνατε τίποτα! Αφήσατε το δάσος να καεί»!
«Κι εσείς τι κάνατε τόσα χρόνια; Κι εσείς τίποτα δεν κάνατε! Εμείς, τουλάχιστον, όποιον πιάνουμε να παρανομεί, τον στέλνουμε στη φυλακή»!
«Ούτε εσείς κάνατε τίποτα, 20 χρόνια, ούτε εσείς κάνατε τίποτα τα τελευταία τρία χρόνια! Εμείς θα μπορούσαμε να κάνουμε, αλλά δεν μας ακούτε»!
«Δε με νοιάζει εμένα τι λέτε εσείς! Το σπίτι μου καίγεται κι εσείς μαλώνετε αναμεταξύ σας»!
«Ας μην το έχτιζες μέσα στο δάσος, πάνω στον μπαζωμένο χείμαρρο! Ποιος σου φταίει τώρα»;
«Κύριοι, δεν είναι πράγματα αυτά! Πρώτα να σβήσει η φωτιά και μετά μαλώνουμε με την ησυχία μας! Αλλά πού να σβήσει με την απαίδευτη Πυροσβεστική Υπηρεσία που έχουμε»!
«Απαίδευτοι είναι οι δασικοί και καλά έκαναν αυτοί που σας κατήργησαν. Τίποτα δεν κάνατε! Μόνο λεφτά τρώγατε»!
«Τώρα όλα θα λυθούν με μας, τους αγροφύλακες»!
«Καλοί είστε κι εσείς! Γαλάζια παιδιά»!
«Μιλάς εσύ; Πρασινοφρουρέ; Που έγινες δασικός υπάλληλος έχοντας δει δάσος μόνο σε φωτογραφίες»;
Το Ζαρκάδι της Πάρνηθας γύρισε κι έφυγε από την αυλή. Δεν πήγε σε άλλο σπίτι ανθρώπου. Ανέβηκε πάλι στο βουνό. Εκεί το τύλιξαν οι φλόγες. Και κάηκε. Ζωντανό. Αλλά περήφανο!


ΥΓ. Τη φωτογραφία μου την έστειλαν με
email και είναι του Ιάκωβου Χατζησταύρου.

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
Η φωτογραφία είναι φρίκη, και δεν μπορώ να βλέπω τέτοιες εικόνες, αλήθεια.
Ο χρήστης Lupa είπε…
Πρέπει όμως να τις βλέπουμε αυτές τις εικόνες για να πειστούμε μια και καλή πως φοβερότερο τέρας από τον άνθρωπο δεν περπάτησε στη γη!
Ο χρήστης november είπε…
Μπορείς να μην ανεβάζεις τέτοιες φωτογραφίες; Είναι φρικτή (η αλήθεια). Πρέπει να τη βλέπω;
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ προς όλους

Να τη βλέπουμε. Να τη βλέπουμε καλά, για να καταλάβουμε τι ζημιά έκανε αυτό το κτήνος που έβαλε φωτιά στην Πάρνηθα (και τι ζημιά κάνουν αυτά τα κτήνη που βάζουν φωτιές παντού).
Έτσι, όταν με το καλό πέσει κάποιο από αυτά τα κτήνη στα χέρια μας, να του ανταποδώσουμε ακριβώς τα ίδια: Να τον στήσουμε στο βουνό, δεμένο σε ένα δένδρο, την ώρα που θα πλησιάζουν οι φλόγες τις οποίες άναψε.
Κι αν πείτε ότι αυτό είναι αυτοδικία και δεν κάνει, θα σας πω:
Ναι, είναι αυτοδικία και κάνει!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
εγώ πάλι νομίζω πως όσο πιο πολλές εικόνες βλέπουμε, τόσο πιο αναίσθητοι γινόμαστε...

αλλά για την αυτοδικία συμφωνώ.
Ο χρήστης tzo είπε…
Αχ δεν μπορώ!!!! Κλαψ!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Τραγικές καταστάσεις...τραγικοί(δεν είναι ακριβώς η λέξη που θα χρησιμοποιούσα)κι οι άνθρωποι που τις πραγματοποιούν...
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya
Λες; Λες η υπερβολή της πληροφορίας να μας μπερδέψει τελικά;

@ allitnil
Καταλαβαίνω... Σα να έχασες κάποιον δικό σου. Έτσι δεν είναι;

@ evelina
Δίκιο έχεις... Να ευχόμαστε -και να βάλουμε το χεράκι μας- να είναι η τελευταία.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ