Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σκέψεις του καφέ - Μέρος 8ο

Τον είδε, ευθυτενή, κοτσονάτο γέρο, να παίρνει την κατηφόρα. Πήγε να του φωνάξει, αλλά τι να του πει; Φαινόταν πνιγμένος στις σκέψεις του. Κι εκείνη είχε τόσες δουλειές να κάνει.
"Θα με πάρει, πάλι, το βράδυ"...
Μόνη της το ΄λεγε αυτό, κάθε τόσο. Με το που ξεκινούσε μια δουλειά, είχε το φόβο να προκάμει. Ένα άγχος και μια αγωνία, λες κι αν δεν προλάβαινε, κάποιος θα τη μάλωνε, θα της έκοβε το μισθό.
Αλλά είχε να το περηφανεύεται η Μόρφω. Στα τόσα χρόνια νοικοκυρά -και μιλάμε, τώρα, για δεκαετίες, θα μπορούσε να πάρει σύνταξη- ποτέ δεν άφησε δουλειά στη μέση. Μπορεί να την έπαιρνε η νύχτα, αλλά εκείνη θα τελείωνε. Μόνο μια φορά... Σαν τώρα το θυμότανε...
Τίναξε το κεφάλι της, λες και ήθελε να σταματήσει τη σκέψη. Να τη διώξει. Να τη βγάλει από το μυαλό της. Εκείνη, όμως, είχε φωλιάσει για τα καλά και θέριευε. Γιγαντώνονταν. Κάτι σαν ένας τεράστιος κισσός, ή, καλύτερα, ένα λυκόφυτο, που απλώνεται συνέχεια, πνίγοντας όλα τα υπόλοιπα.

Όλο το 8ο μέρος από τις σκέψεις του καφέ, εδώ

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Έναν καφέ δε μας κεράσατε ακόμα...
;)))))))))
Ο χρήστης diastimata είπε…
Ορίστε, περάστε!
Ως την Παρασκευή θα βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη. Μετά, κερνάμε καφέ στο Φισκάρδο.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ