Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σκέψεις του καφέ - Μέρος 7ο

Δεν είχε όρεξη, πια, για καφέ. Θα τον άφηνε να πετρώσει στο φλιτζάνι. Θα τον παρατούσε και θα ΄βγαινε μια βόλτα στη γειτονιά.
Φόρεσε, στα γρήγορα, παπούτσια και πουκάμισο, έβαλε το ψαθάκι του, να μην τον πιάνει ο ήλιος, το καλό ρολόι στο δεξί –χρόνια τώρα το φορούσε στο δεξί- και διάβηκε το κατώφλι.
Βγήκε στο δρόμο, κοίταξε δεξιά – αριστερά και πήρε τον κατήφορο. Κάθε φορά, αυτό έκανε. Κοιτούσε από τη μια κι από την άλλη και διάλεγε την κατηφόρα. Θυμήθηκε τότε που τον είχε ρωτήσει η Πελαγία του:
«Γιατί βρε άνθρωπέ μου κοιτάς πάνω – κάτω το δρόμο και παίρνεις, πάντα, την κατηφόρα; Ξεκίνα μια φορά χωρίς να δεις. Αφού, πάλι την κατηφόρα θα πάρεις»…
Χαμογέλασε…
«Γυναίκα, την κατηφόρα την παίρνω εγώ, για να μην την πάρουν τα παιδιά μας»…
Ένα παιδί είχε -κι αυτό, όχι από την Πελαγία. Μπορούσε να περηφανεύεται, ότι ο Σπυράκος του, ο Σπυρέτος του, το καμάρι του, δεν την πήρε ποτέ την κατηφόρα. Εκτός από εκείνη τη μοναδική φορά, όταν ήταν 22 χρονών κι είχε μπλέξει με τις παλιοπαρέες από την Αθήνα.


Η συνέχεια του 7ου μέρους εδώ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Καλή Χρονιά!

Καλώς τα παιδιά! Καλώς ήρθατε στο φτωχικό μου! Για περάστε... Περάστε... Παρακαλώ, ο πρώτος, να σπάσει το ρόδι στο κατώφλι. Όλοι χωράτε. Όλοι οι καλοί χωράτε. Αλλά και για τους κακούς θα δώσουμε μια θέση στον καναπέ, μέρες που είναι. Ακόμη και σ αυτούς που δεν έχουν ιδέα τι είναι τα blog, τι σημαίνει ελευθερία του λόγου, ή που δεν τους συμφέρει η ελευθερία αυτή, αλλά την μετρούν και την κόβουν κατά το δοκούν. Σα μια κάλτσα. Αλλά ας αφήσουμε τις γκρίνες. Κι ας κόψουμε, πρώτα από όλα, τη βασιλόπιτά μας. Ανοίχτε τις σαμπάνιες, τσουγκρίστε τα ποτήρια, ευχηθείτε, γιατί ήρθε ο νέος χρόνος. Μικρούλης είναι ακόμη, με ματάκια σχιστά, κινέζικα, γιατί μέσα στο 2008 όλο για την Κίνα θα μιλάμε, τόσο λόγω Ολυμπιακών Αγώνων, όσο και λόγω της μεγάλης ανάπτυξης σ αυτήν τη χώρα, που, ώρα είναι πλέον, να αρχίσει να κοιτάζει λίγο και το θέμα της μόλυνσης. Γιατί καλό είναι το ανάθεμα που ρίχνουμε στον Μπους και τους οπαδούς του (τους Μπούστηδες αυτού του κόσμου, του δυτικού), αλλά να μην ξεχνάμε ότι οι περ

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν