Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σκέψεις του καφέ - 1ο μέρος


Καθάρισε το λαιμό του. Τελευταία, με το που σηκωνόταν το πρωί, είχε αυτό το πρόβλημα.
«Κωλοτσίγαρο»…
Έπρεπε να το κόψει. Του το είχε πει κι ο γιατρός. Αλλά δεν τα κατάφερνε. Πάντα άρχιζε την προσπάθεια με θάρρος. Πετούσε το πακέτο, περνούσαν μια δυο μέρες, διαμαρτύρονταν σε όλους για τον καπνό τους και, όπως κάθε θαύμα, την τρίτη μέρα, διαλυόταν η προσπάθεια. Ξαναγόραζε πακέτο και φτου κι απ την αρχή…
Σύρθηκε ως την κουζίνα. Τελευταία είχε και πόνους στη μέση. Περπάτησε σκυφτός, προς τα μπροστά, άνοιξε το ντουλάπι κι έβγαλε ζαχαρίνη και καφέ. Είχε πεθυμήσει έναν νες, έναν φραπέ, αλλά κι αυτό το απαγόρευε ο γιατρός. Κι έτσι, έπεσε στον ελληνικό.
Έριξε τον καφέ στο μπρίκι με το νερό και το ακούμπησε στο μάτι της κουζίνας. Τα μάτια του θόλωσαν. Είδε μπροστά του να απλώνεται η χόβολη και τον καφέ να φουσκώνει, σιγά-σιγά. Πόσα χρόνια είχε να πιει καφέ στη χόβολη… Πάλι καλά που, πριν πέντε χρόνια, σε μια εκδρομή στην Αρναία, είχε ανακαλύψει το καφενεδάκι στην πλατεία, απέναντι από την Εθνική Τράπεζα. Ήταν η τελευταία φορά που γεύτηκε καφέ στη χόβολη και, στο τέλος, για να γλυκάνει το στόμα του, ένα λουκούμι τριαντάφυλλο.
Βγήκε στο μπαλκόνι. Ήταν ιερή αυτή η στιγμή. Μια απόλαυση που δεν τη θυσίαζε για τίποτα: Ο πρωινός καφές. Κάθισε στη σκιά κι άναψε ένα τσιγάρο. Τράβηξε μια γερή τζούρα και μια καλή γουλιά καφέ. Σφυριχτή.
«Ααααα»…
Μακρόσυρτο επιφώνημα. Ευχαρίστηση. Έγειρε προς τα πίσω, στην πολυθρόνα σκηνοθέτη. Απέναντι, η Μόρφω, είχε, ήδη, βάλει το πρώτο πλυντήριο κι άπλωνε. Ασπρόρουχα.
«Μόρφω! Μπουγάδα πάλι; Μπουγάδα»;
«Εμ, τελειώνουν ποτέ οι δουλειές κυρ-Θανάση; Ξέχασες την Πελαγία»;
Δεν την είχε ξεχάσει την Πελαγία. Πώς να την ξεχνούσε, δηλαδή. Νοικοκυρές σαν την Πελαγία, σπάνιζαν. Κούνησε το κεφάλι, πάνω-κάτω. Με έναν τρόπο, σα να συμφωνούσε με αυτά που άκουσε.
Η Πελαγία… Η δεύτερη –και καλύτερη- γυναίκα του. Μαγείρισσα πρώτη. Νοικοκυρά, η καλύτερη. Δούλα και κυρά. Και γυναίκα φλογερή, παρά την ηλικία της. Είχε περάσει βασανισμένη ζωή και δεν άντεξε. Παρά το ότι πέρασαν καλά οι δυο τους, παρά το ότι δεν ήθελε να παντρευτεί «γιατί έτσι νομίζουν ότι είμαι νέα», η αρρώστια έφαγε τα κόκαλά της κι έσβησε ένα απόγευμα, Μεγάλης Πέμπτης, την ώρα που όλοι ετοιμάζονταν για την Ανάσταση κι έβαφαν αβγά.


Συνεχίζεται

Σχόλια

Ο χρήστης γιάννης φιλιππίδης είπε…
Υπέροχα γράφεις!
Ήρθα, θα ‘ρχομαι, να ‘ρχεσαι, να τα λέμε…

ο γιάννης
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Ενδαιφέρον στόρι...
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ γιάννης φιλιππίδης
Καλώς ήρθες κι ευχαριστώ για την πρόσκληση. Ανταποδίδω την επίσκεψη (με κουτί σοκολατάκια στο χέρι)

@ an-lu
Αγαπητή μου γοργόνα, είμαι πολύ κοντά στο να αρχίσω, από εδώ, το νέο σίριαλ. A woman in a city εδώ μου ΄δωσε πολύ καλή ιδέα.
Ο χρήστης november είπε…
Καλωσήρθες πάλι!

Σε αισθημετικό μου κάνει το στόρι, σε λαογραφικό, για να δούμε...

καλησπέρα!
Ο χρήστης maya είπε…
μ'αρέσει. να το συνεχίσεις,ε?
καλό βράδυ!
χ
Ο χρήστης γιάννης φιλιππίδης είπε…
Θα σαι περιμένω...
(κυκλοφόρησε ότι κάνω την ανόδινη δίαιτα "ραμένο στόμα", αλλά είμαι βουλιμικός στις σοκολάτες);

καλό σου βράδι ο γιάννης
Ο χρήστης iris είπε…
χαίρεται ... επανήλθα μετά από λίγες μέρες απουσίας και βλέπω αρχίζεις καινούρια ιστορία !! Εμπνεύσεις ;; !!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ november

Δηλητηριώδη Νοέμβριε! Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Κι ακόμη είμαι στη σκέψη: Να πάει σε καμιά τριανταριά συνέχειες, ή να το κλείσω στα γρήγορα στα τέσσερα - πέντε επεισόδια; Μάλλον θα πάω με το κύμα.

@ maya

Αγαπητή από το μακρινό Μάτσου Πίτσου, καλώς ήρθες -και πάλι. Κι εμένα μ αρέσει. Τώρα για τη συνέχεια, δες την απάντηση στο Νοέμβριο, επάνω!

@ Γιάννη

Ωραία δίαιτα! Σίγουρη! Κάτσε να σας γλυκάνω με την ιστορία, αλλά "πίσω έχει η αχλάδα την ουρά"!

@ iris

Πάμε για κάτι διαφορετικό. Αν μας βγει μεγάλο, έχει καλώς. Διαφορετικά, θα το κλείσω στα 4-5 επεισόδια.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ