Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Τόσο κοντά

Είχε γεμίσει βελάκια και κύκλους τον πίνακα. Πάνω-πάνω, είχε το όνομά της: Ελένη. Ένα βελάκι τη συνέδεε με τον Αλεξάνδρου κι άλλο ένα με τον Διονύση. Από τον κύκλο του Διονύση έφευγαν βελάκια προς τον Αλεξάνδρου, την Άννα, τη Νατάσσα, τη Μαριάνθη και τον Ευσταθίου. Ένα βελάκι συνέδεε τη Μαριάνθη με την Ελένη κι ένα άλλο την Ελένη με τον Ευσταθίου. Κρατούσε το μαρκαδόρο κι ήταν έτοιμος κάτι να γράψει όταν χτύπησε η πόρτα.
«Ναι»!
Η Σοφία μπήκε στο γραφείο του.
«Ο κ. Θεοδωρίδης»;
«Ο ίδιος»…
«Είμαι η Ρετζέκη»…
«Ναι! Σας περίμενα»…
Το βλέμμα της έπεσε στον πίνακα. Στον κύκλο της Άννας. Κι έπειτα, ακολούθησε το βελάκι κι έφθασε στον κύκλο του Διονύση.
«Ώστε τον πιάσατε»…
«Από πού σας ήρθε αυτό»;
Ακολούθησε το βλέμμα της στον πίνακα.
«Α, από αυτό. Όχι, όχι. Καμία σχέση. Κάνουμε κάποιες υποθέσεις, αλλά δυστυχώς, δεν έχουμε κανέναν στα χέρια μας. Εσείς; Πώς μπορείτε να μας βοηθήσετε; Την γνωρίζατε καλά την Δημητσάνου»;
«Την Άννα, ναι… Ήμασταν ζευγάρι»…
Ο Κώστας δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Του είχαν πει πως το θύμα και μια άλλη νοσοκόμα, η Σοφία, ήταν κολλητές. Αλλά δεν είχε βάλει τέτοια πράγματα με το νου του. Δε μίλησε.
«Σοκάρεστε»;
«Ε, όχι. Όχι. Το τι κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του, δε με ενδιαφέρει. Αν και δεν είναι κι εύκολο για κάποιον να το λέει έτσι, φόρα παρτίδα, όπως εσείς»…
«Αργά ή γρήγορα, θα το μαθαίνατε. Τα μέρη που συχνάζαμε είναι γνωστά στους γκέι. Αρκούσε μια βόλτα ως εκεί, για να καταλάβετε ότι δεν ήμασταν απλές φίλες. Κι ύστερα, θέλω να το πιάσετε το κάθαρμα. Και θέλω να μου δώσετε το σώμα της. Θέλω να την κλάψω και να την ετοιμάσω»…
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Έπρεπε να πάρει ό,τι μπορούσε πριν η λογική της συντρόφου κάλυπτε τα πάντα στο μυαλό της Σοφίας.
«Ναι, θα γίνει κι αυτό, όμως, πρώτα, πρέπει να ξεμπερδέψουμε με τα βιογραφικά. Πείτε μου… Πού τη γνωρίσατε, πού συχνάζατε… Ξέρετε, το πιο πιθανό είναι ο δολοφόνος να την είδε κάπου εκεί. Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σας, αλλά προσπαθήστε να θυμηθείτε».
Δεν της ήταν δύσκολο. Φαίνεται πως η Σοφία είχε πάρει την απόφαση να ξεμπερδεύει για να κηδέψει τη φιλενάδα της. Γνωρίστηκαν στο νοσοκομείο. Την παράτησε ο γκόμενος την ίδια περίοδο που η Σοφία χώρισε από την Ειρήνη, μια από τις αρκετές τις σχέσεις. Έπνιξαν παρέα τον καημό στο ποτό και, το ίδιο βράδυ, ζαλισμένες, βρήκαν παρηγοριά η μία στην αγκαλιά της άλλης. Την επομένη, η Σοφία, ως συνειδητοποιημένη λεσβία, προσπάθησε να πιάσει την κουβέντα με την Άννα, να της πει ότι αν δεν ήθελε, δεν θα την ξαναγκάλιαζε με τον ίδιο τρόπο. Αλλά η Άννα την πήρε στην αγκαλιά της, τη φίλησε και της είπε πως ό,τι έκανε, το έκανε επειδή το ήθελε κι όχι επειδή είχαν πιει. Από τότε ήταν ζευγάρι.
«Είχα, όμως, πάντα το φόβο, ότι μια μέρα θα φύγει όπως ήρθε. Κι όταν πριν έξι μήνες εξαφανίστηκε, αρχικά σκέφτηκα να την ψάξω, αλλά αργότερα πίστεψα πως είχε ξαναμπεί στον… στρέιτ δρόμο, αν με καταλαβαίνεις αστυνόμε».
Καταλάβαινε…
«Και δεν πήγατε στο σπίτι της, να την ψάξετε»;
«Τηλεφώνησα στους δικούς της, στην Καβάλα. Δεν ήθελαν να μου μιλήσουν –γνώριζαν για μένα, αφού ήμασταν με την Άννα περίπου έναν χρόνο κι εκείνη ήταν ατίθαση και ανεξάρτητη. Πίστεψα πως είχε επιστρέψει εκεί –τουλάχιστον αυτήν την εντύπωση μου έδωσαν».
«Και στο σπίτι της; Δεν πήγατε στο σπίτι της»;
«Πήγα. Είχε μπει ενοικιαστήριο. Μια γειτόνισσα μου είπε πως ένας νεαρός είχε έρθει με τη σπιτονοικοκυρά και είχαν κανονίσει να πάρουν τα πράγματά της, επειδή θα μετακόμιζε. Εκείνη μου είπε πως ο νεαρός συμπεριφερόταν σαν άνδρας της, σαν αρραβωνιαστικός… Δεν ήθελα πολλά ακόμη για να παρατήσω κάθε έρευνα…»
Το μάτι του Κώστα άστραφτε. Επιτέλους, κάποιος που μπορεί να είχε δει το δολοφόνο! Γιατί δεν του το έβγαζες από το μυαλό, πως την Άννα, την είχε σκοτώσει ο «αρραβωνιαστικός». Αν η περιγραφή ταίριαζε στο Διονύση, είχε, πλέον, τον ύποπτό του. Σχεδόν διέκοψε τη Σοφία, για να πάρει αυτό που ήθελε:
«Μήπως θυμάστε το όνομα της σπιτονοικοκυράς»;
«Ναι… Πανεύκολο επίθετο. Παπαδοπούλου. Μαριάνθη Παπαδοπούλου! Μα, εσείς αστυνόμε ασπρίσατε…»


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
περιμένω την ανατροπή!
λάθος κάνω;
Ο χρήστης iris είπε…
αχααααααααααααααααα !!! Πλησιάζουμε μήπως ;;
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Ποιά είναι η Μαριάνθη Παπαδοπούλου;
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya
Ανατροπή... χμμμ... Δεν ξέρω! Αγωνία, πάντως, σίγουρα!

@ iris
Ναι, πλησιάζουμε! Επιτέλους! Άσε που εκτός του τελευταίου, όλα τα υπόλοιπα επεισόδια είναι έτοιμα και θα τα κρεμάω ένα κάθε μέρα!

@ an-lu
Αγαπητή, κόβεστε! Το Σεπτέμβριο με τον κηδεμόνα σας! Μαριάνθη Παπαδοπούλου είνα η γειτόνισσα της Τιτάκου. Βρέθηκε νεκρή τρίτη στη σειρά.
Ο χρήστης Кроткая είπε…
Η Γοργόνα να τιμωρηθεί με διαπαντός αποκλεισμό από το αστυνομικό μθυιστόρημα! Μα καθόλου δεν παρακολουθεί! Άκου ποια είναι η Μαριάνθη! Μα, είναι δυνατόν; Τι κοινό είναι αυτό;!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
έλα και ανησυχούμε, άντε πια!

ψτ, charlie is back!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya

Κάτι πήρε το αυτί μου...
Πάω μια βόλτα, να πάρει κάτι και το μάτι μου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ