Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ξανά μανά τα ίδια


Ρουτίνα.
Ξυπνητήρι, γαλλικός καφές με ζαχαρίνη, μια ματιά στην τηλεόραση. Ξεπαρκάρισμα από την πιλωτή. Μποτιλιάρισμα. Νεύρα. Βρισιές. Μισό ντεπόζιτο βενζίνη για μια θέση παρκαρίσματος.
Γραφείο. Καπνός. Φραπές. Φωνές. Πλάκα για τη μπάλλα. Μάτια που κοκκινίζουν μπροστά σε TFT οθόνες. Ζαλάδα. Πονοκέφαλος. Ρολόι. Κάρτα.
Στο δρόμο και πάλι. Ζέστη. Πάλι μποτιλιάρισμα. Πάλι φωνές. Πάλι βρισιές. Παρκάρισμα στην πιλωτή. Φαγητό στα γρήγορα και δρόμο για την άλλη δουλειά.
Στο δρόμο και πάλι. Μποτιλιάρισμα. Νεύρα. Βρισιές. Άλλο μισό ντεπόζιτο βενζίνη για μια θέση παρκαρίσματος.
Άλλο γραφείο. Άλλος καπνός. Άλλες φωνές. Πλάκα για το μπάσκετ. Ξανακοκκινίζουν τα μάτια μπροστά σε άλλη οθόνη. Παλιού τύπου.
Βράδυ. Πάλι στο δρόμο. Πάλι στην πιλωτή. Τηλεόραση.
Κι αύριο, πάλι τα ίδια. Κι εσύ θα πνίγεσαι σ΄ένα ποτήρι.

ΥΓ. Η φωτογραφία είναι ψιλοάσχετη, αλλά χθες το βράδυ αισθανόμουν κάπως σαν τον Πέτρο...

Σχόλια

Ο χρήστης Alexandra είπε…
ναι, μερικές φορές η καθημερινότητα μπορεί να μας συνθλίψει... Έχω αισθανθεί έτσι πάρα πολλές φορές... Φάση είναι. Εύχομαι!
Ο χρήστης NinaC είπε…
Ουφφφφ.... Μ' έσκασες!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ