Η σχέση τους διαλυόταν. Δεν κατέρρεε· σάπιζε. Όπως ένα φρούτο. Αυτή ήταν η ιστορία τους. Ο έρωτάς τους ήταν άγουρος στην αρχή, ωρίμασε με τον καιρό, ώσπου έπεσε από το δένδρο και σάπιζε κοντά στη ρίζα. Το έβλεπαν και οι δύο, αλλά ήταν κρατημένοι σ΄ αυτήν τη σχέση, άγνωστο για ποιον λόγο.
Το πρωί όλα ήταν καλά. Το μεσημέρι, όμως, ήταν εκνευρισμένος. Είχε την εντύπωση πως εκείνη δεν είχε κρατηθεί. Πως είχε πέσει, πάλι, στην εξάρτησή της, έστω για λίγο. Μετά από τόσο καιρό μαζί, καταλάβαινε τα λόγια της, τις κινήσεις της, ό,τι έκανε για να κρύψει το μικρό της ολίσθημα. Κι ήταν σίγουρος πως, πάλι, κάτι είχε γίνει.
Μάλωσαν. Όπως κάθε φορά που είχε την υποψία –λίγο πριν επιβεβαιωθεί. Ένα σίριαλ στην τηλεόραση, όμως, τους έκανε –έστω και για λίγο- να χαμογελάσουν, ο ένας στον άλλον.
Δεν κράτησε πολύ. Τον αιφνιδίασε:
-Έχεις γκόμενα;
Του φαινόταν αστείο. Εκείνος γκόμενα; Σιτεμένος πλέον, για τα καλά, με σώμα τεράστιο (όχι από τη γυμναστική) κι όρεξη για τέτοιες περιπέτειες χαμένη προ πολλού, στη μετάφραση των επιθυμιών του.
Του είπε πως έκανε πλάκα. Εκείνος, όμως, ήξερε ότι, κάπου μέσα της, φοβόταν. Τον κολάκεψε αυτό. Θέλησε να τη χαϊδέψει τρυφερά στα μαλλιά. Τελικά, αντάλλαξαν ένα τρυφερό φιλί. Εκείνος το είχε ανάγκη να πιστέψει ότι όλα θα άλλαζαν, ότι οι υποψίες του θα αποδεικνύονταν άδικες, ότι θα ξημέρωνε και θα έπρεπε να της ζητήσει συγνώμη.
Λάθος… Έφυγε από τη δουλειά της κι εξαφανίστηκε για μιάμιση ώρα. Αυτό το κενό… Πάλι ένα κενό χρόνου. Όπως αυτό που αναζητούσε ο Αλβέρτος, για να εξαφανίσει πλοία και υποβρύχια. Να! Το κενό αυτό το είχε ανακαλύψει εκείνη. Κι εξαφανιζόταν, λες και ήταν πειραματόζωο, στο πείραμα της Φιλαδέλφειας.
Ήξερε την ώρα που είχε φύγει. Συνέχισε να δουλεύει ως αργά, μόνον και μόνο για να της δώσει την ευκαιρία να τον πάρει τηλέφωνο πρώτη. Να του πει πού ήταν. Δεν το έκανε.
Τελικά πήρε αυτός. Έκανε την ξαφνιασμένη:
-Τι ώρα είναι;
Κι εκείνος να εκνευρίζεται όλο και περισσότερο. Της έκλεισε το τηλέφωνο. Περίμενε, ακίνητος, στο γραφείο, ώσπου ήρθε. Του τηλεφώνησε από κάτω και φαινόταν κι εκνευρισμένη που δεν είχε, ήδη, κατέβει, να την περιμένει στο αυτοκίνητο.
Στη διαδρομή ξεκίνησαν αμίλητοι. Ήθελε να σπάσουν τη σιωπή. Καλύτερα να μην το είχαν κάνει.
-Με πήρε ο φίλος μας…
Και πάλι τον ξάφνιασε. Ήταν σίγουρος πως ο φίλος τους είχε φύγει για διακοπές.
-Μπα! Δεν είναι στη Σύρο;
-Δεν ξέρω, δε μίλησα μαζί του· δεν πρόλαβα να το σηκώσω, είδα την αναπάντητη.
-Είναι διακοπές…
-Γιατί δεν πήρες τηλέφωνο τον άλλον φίλο μας; Δεν ήταν να βγούμε σήμερα;
Το είχε ξεχάσει. Με τη δουλειά, με τον καβγά, το είχε ξεχάσει. Αλλά, εδώ που τα λέμε, και να το είχε θυμηθεί, δεν θα έπαιρνε. Με τέτοια τσατίλα…
-Το ξέχασα…
Αυτό ήταν. Ανάμεσά τους υψώθηκε το παγόβουνο που βύθισε τον Τιτανικό. Δε χρειαζόταν έιρ κοντίσιον στο αμάξι. Εκείνη είχε γίνει μία κολώνα πάγος.
Προσπάθησε να της πιάσει κουβέντα. Ψιθύριζε, λες και ήταν κουρασμένη. Και μπορεί να ήταν, από την όλη κατάσταση. Αλλά κι εκείνος ήταν κουρασμένος. Τέσσερα χρόνια τώρα προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να τη γλιτώσει από την εξάρτηση που την κατάτρωγε. Τέσσερα χρόνια άδικοι αγώνες. Τέσσερα χρόνια ανέβαινε το Γολγοθά, χωρίς αντίκρισμα.
Κι εδώ που τα λέμε, πάλι σήμερα είχε ενδώσει. Ήταν σίγουρος. Η συμπεριφορά της αυτή, να μεγαλοποιεί πράγματα, να τον θεωρεί ψεύτη (γιατί ψεύτη τον θεωρούσε -ούτε για μια στιγμή είχε πιστέψει την αλήθεια, ότι, δηλαδή, είχε ξεχάσει να τηλεφωνήσει στον άλλον φίλο τους- καθώς το είχε ξανακάνει στο παρελθόν, όταν από την εξάρτηση εκείνη έχανε τα βήματα και τα λόγια της), να μην του απευθύνει το λόγο –λες και είναι ένα σκουπίδι, ένας παρείσακτος στη ζωή της- αυτό έδειχνε: ότι είχε ενδώσει. Έστω για λίγο…
Έφθασαν στο σπίτι. Δρασκέλισε κατώφλι, εξώπορτα, πόρτα εισόδου, μέσα σε δευτερόλεπτα. Τον άφησε (όπως κάθε μα κάθε βράδυ) μόνο, μπροστά στην πόρτα. Δεν θυμάται ποτέ μα ποτέ, να έχουν ανέβει μαζί στο διαμέρισμα. Σπάνια. Μόνον όταν ήταν πολύ χάλια και δεν μπορούσε να βρει την κλειδαρότρυπα.
Ανέβηκε με ένα λεπτό καθυστέρηση. Εκείνη είχε αρχίσει να γδύνεται. Τον άφησε στο σαλόνι και κρύφτηκε στο δωμάτιό της. Θα κοιμόντουσαν –πάλι- χωριστά. Όπως κάθε βράδυ, άλλωστε…
Το πρωί όλα ήταν καλά. Το μεσημέρι, όμως, ήταν εκνευρισμένος. Είχε την εντύπωση πως εκείνη δεν είχε κρατηθεί. Πως είχε πέσει, πάλι, στην εξάρτησή της, έστω για λίγο. Μετά από τόσο καιρό μαζί, καταλάβαινε τα λόγια της, τις κινήσεις της, ό,τι έκανε για να κρύψει το μικρό της ολίσθημα. Κι ήταν σίγουρος πως, πάλι, κάτι είχε γίνει.
Μάλωσαν. Όπως κάθε φορά που είχε την υποψία –λίγο πριν επιβεβαιωθεί. Ένα σίριαλ στην τηλεόραση, όμως, τους έκανε –έστω και για λίγο- να χαμογελάσουν, ο ένας στον άλλον.
Δεν κράτησε πολύ. Τον αιφνιδίασε:
-Έχεις γκόμενα;
Του φαινόταν αστείο. Εκείνος γκόμενα; Σιτεμένος πλέον, για τα καλά, με σώμα τεράστιο (όχι από τη γυμναστική) κι όρεξη για τέτοιες περιπέτειες χαμένη προ πολλού, στη μετάφραση των επιθυμιών του.
Του είπε πως έκανε πλάκα. Εκείνος, όμως, ήξερε ότι, κάπου μέσα της, φοβόταν. Τον κολάκεψε αυτό. Θέλησε να τη χαϊδέψει τρυφερά στα μαλλιά. Τελικά, αντάλλαξαν ένα τρυφερό φιλί. Εκείνος το είχε ανάγκη να πιστέψει ότι όλα θα άλλαζαν, ότι οι υποψίες του θα αποδεικνύονταν άδικες, ότι θα ξημέρωνε και θα έπρεπε να της ζητήσει συγνώμη.
Λάθος… Έφυγε από τη δουλειά της κι εξαφανίστηκε για μιάμιση ώρα. Αυτό το κενό… Πάλι ένα κενό χρόνου. Όπως αυτό που αναζητούσε ο Αλβέρτος, για να εξαφανίσει πλοία και υποβρύχια. Να! Το κενό αυτό το είχε ανακαλύψει εκείνη. Κι εξαφανιζόταν, λες και ήταν πειραματόζωο, στο πείραμα της Φιλαδέλφειας.
Ήξερε την ώρα που είχε φύγει. Συνέχισε να δουλεύει ως αργά, μόνον και μόνο για να της δώσει την ευκαιρία να τον πάρει τηλέφωνο πρώτη. Να του πει πού ήταν. Δεν το έκανε.
Τελικά πήρε αυτός. Έκανε την ξαφνιασμένη:
-Τι ώρα είναι;
Κι εκείνος να εκνευρίζεται όλο και περισσότερο. Της έκλεισε το τηλέφωνο. Περίμενε, ακίνητος, στο γραφείο, ώσπου ήρθε. Του τηλεφώνησε από κάτω και φαινόταν κι εκνευρισμένη που δεν είχε, ήδη, κατέβει, να την περιμένει στο αυτοκίνητο.
Στη διαδρομή ξεκίνησαν αμίλητοι. Ήθελε να σπάσουν τη σιωπή. Καλύτερα να μην το είχαν κάνει.
-Με πήρε ο φίλος μας…
Και πάλι τον ξάφνιασε. Ήταν σίγουρος πως ο φίλος τους είχε φύγει για διακοπές.
-Μπα! Δεν είναι στη Σύρο;
-Δεν ξέρω, δε μίλησα μαζί του· δεν πρόλαβα να το σηκώσω, είδα την αναπάντητη.
-Είναι διακοπές…
-Γιατί δεν πήρες τηλέφωνο τον άλλον φίλο μας; Δεν ήταν να βγούμε σήμερα;
Το είχε ξεχάσει. Με τη δουλειά, με τον καβγά, το είχε ξεχάσει. Αλλά, εδώ που τα λέμε, και να το είχε θυμηθεί, δεν θα έπαιρνε. Με τέτοια τσατίλα…
-Το ξέχασα…
Αυτό ήταν. Ανάμεσά τους υψώθηκε το παγόβουνο που βύθισε τον Τιτανικό. Δε χρειαζόταν έιρ κοντίσιον στο αμάξι. Εκείνη είχε γίνει μία κολώνα πάγος.
Προσπάθησε να της πιάσει κουβέντα. Ψιθύριζε, λες και ήταν κουρασμένη. Και μπορεί να ήταν, από την όλη κατάσταση. Αλλά κι εκείνος ήταν κουρασμένος. Τέσσερα χρόνια τώρα προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να τη γλιτώσει από την εξάρτηση που την κατάτρωγε. Τέσσερα χρόνια άδικοι αγώνες. Τέσσερα χρόνια ανέβαινε το Γολγοθά, χωρίς αντίκρισμα.
Κι εδώ που τα λέμε, πάλι σήμερα είχε ενδώσει. Ήταν σίγουρος. Η συμπεριφορά της αυτή, να μεγαλοποιεί πράγματα, να τον θεωρεί ψεύτη (γιατί ψεύτη τον θεωρούσε -ούτε για μια στιγμή είχε πιστέψει την αλήθεια, ότι, δηλαδή, είχε ξεχάσει να τηλεφωνήσει στον άλλον φίλο τους- καθώς το είχε ξανακάνει στο παρελθόν, όταν από την εξάρτηση εκείνη έχανε τα βήματα και τα λόγια της), να μην του απευθύνει το λόγο –λες και είναι ένα σκουπίδι, ένας παρείσακτος στη ζωή της- αυτό έδειχνε: ότι είχε ενδώσει. Έστω για λίγο…
Έφθασαν στο σπίτι. Δρασκέλισε κατώφλι, εξώπορτα, πόρτα εισόδου, μέσα σε δευτερόλεπτα. Τον άφησε (όπως κάθε μα κάθε βράδυ) μόνο, μπροστά στην πόρτα. Δεν θυμάται ποτέ μα ποτέ, να έχουν ανέβει μαζί στο διαμέρισμα. Σπάνια. Μόνον όταν ήταν πολύ χάλια και δεν μπορούσε να βρει την κλειδαρότρυπα.
Ανέβηκε με ένα λεπτό καθυστέρηση. Εκείνη είχε αρχίσει να γδύνεται. Τον άφησε στο σαλόνι και κρύφτηκε στο δωμάτιό της. Θα κοιμόντουσαν –πάλι- χωριστά. Όπως κάθε βράδυ, άλλωστε…
Σχόλια
θαθελα ομως να τα πουμε σε αλλους τοπους.