Ναι! Σήμερα ήσουν όμορφη. Άδεια. Πιο άδεια δε σε έχω δει ποτέ μου. Ούτε το 1967, όταν ήρθα για πρώτη φορά, σ αυτήν την πόλη, δεν ήταν έτσι.
Κανείς στους δρόμους. Τρεις η ώρα, καθώς πήγαινα για δουλειά (Κυριακή, Αύγουστος, μόνον τα ρολόγια κι οι μαλάκες δουλεύουν –κι εγώ, σίγουρα, δεν είμαι ρολόι) συνάντησα πέντε αυτοκίνητα στην Τσιμισκή, ένα μηχανάκι στη Νικολάου Γερμανού και πέντε κλειστά περίπτερα.
Δυο γέροι έκαναν τη βόλτα τους στην παραλία. Ένας σκέιτ μπόρντερ έκανε οχτάρια στην παραλιακή λεωφόρο. Έπαθα! Μέχρι να βγάλω το κινητό, να τον φωτογραφίσω, είχε γίνει καπνός.
Και το βράδυ… Τι μαγικό βράδυ, αλήθεια. Ελάχιστα τα αυτοκίνητα στην παραλιακή. Ένας φωτεινός διάδρομος, από τα φώτα της παραλίας, δίπλα στον Λευκό Πύργο. Κι ένας διάδρομος όλο φως, στη θάλασσα, που οδηγούσε ίσια στο φεγγάρι…
Έπεσα να κοιμηθώ χαμογελαστός. Κι είδα στον ύπνο μου μια πόλη άδεια, μετά από μια μεγάλη καταστροφή. Εγώ, μονάχος, περιδιάβαινα τους άδειους δρόμους. Έψαχνα ένα, ακόμη, ίχνος ζωής. Μάταια… Κανείς δεν υπήρχε να ταράξει τη μοναξιά μου.
Ξύπνησα κάθιδρος. Ποτάμι κυλούσε ο ιδρώτας. Και δεν ήταν από τη ζέστη. Ήταν από την αγωνία. Ρε, λες να μείνει έτσι η πόλη; Λες να μείνω μόνος κι έρημος; Λες να μη γυρίσουν όλοι αυτοί από τις διακοπές τους; Ρε, λες να χρειάζομαι κι εγώ διακοπές για να συνέλθω;
Σχόλια