Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Έκπτωτος Άγγελος


Καταμεσήμερο. Καλοκαίρι. Καύσωνας. Ζητάς, με κάθε τρόπο, λίγο αέρα. Βγαίνεις στο μπαλκόνι. Τίποτα. Ζέστη. Μπαίνεις ξανά μέσα. Το κλιματιστικό δε δουλεύει. Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο αποπνικτική.
Πηγαίνεις στο ψυγείο. Ανοίγεις. Νερό. Σηκώνεις το μπουκάλι. Αισθάνεσαι τη δροσιά να μπαίνει μέσα σου. Κι ύστερα, λες κι έχει γεμίσει το δέρμα σου τρύπες, το ίδιο νερό χύνεται ποτάμι. Ιδρώτας.
Βγάζεις τη μπλούζα σου. Λίγο ακόμη και θα κυκλοφορείς στο σπίτι σα τον Αφρικανό φύλαρχο. Δε σε χωράει ο τόπος. Αλλά και το να βγεις έξω, με τέτοια ζέστη, για μια βόλτα, δε θες ούτε να το σκέφτεσαι.
Ξανά στο μπαλκόνι. Κάθεσαι στην πολυθρόνα. Κοιτάς το κενό. Τις απέναντι πολυκατοικίες. Μια γυναίκα απλώνει ρούχα. Με τέτοιο καιρό, σε δυο ώρες θα είναι στεγνά, σκέφτεσαι.
Το βλέμμα σου αναζητεί τη δροσιά. Και τότε τη βλέπεις. Λες και η ζέστη δεν την επηρεάζει. Λες κι είναι ένας έκπτωτος άγγελος, που ζει συνέχεια μέσα στις φλόγες της κόλασης. Κινείται στο δρόμο, κάτω από τον ήλιο, με βήμα περήφανο.
Φοράει σορτσάκι. Πόδια ατέλειωτα. Μαύρα μακριά μαλλιά. Γυρνάει και κοιτάζει προς το μπαλκόνι. Είναι μακριά για να δεις τα μάτια της, αλλά νοιώθεις το βλέμμα της. Αισθάνεσαι ακόμη πιο γυμνός.
Ξάφνου στρέφεται προς την πολυκατοικία σου. Προχωράει με το ίδιο, αγέρωχο, βήμα προς την είσοδο. Χτυπάει το θυροτηλέφωνό σου. Είναι δυνατόν; Ναι, δε λέω. Εδώ και μέρες, όποτε περνάει από μπροστά, την κοιτάζεις επίμονα. Αλλά…
Το θυροτηλέφωνο ακούγεται ξανά. Μέσα στο μεσημέρι, ο ήχος του, σαν το τραγούδι των σειρήνων. Πηγαίνεις. Ανοίγεις χωρίς να ρωτήσεις. Σε λίγο ακούς το κουδούνι της πόρτας.
Ανοίγεις δειλά. Ναι, είναι εκείνη. Πας να μιλήσεις. Σου κλείνει το στόμα με μια απαλή κίνηση του χεριού της. Διατάσσει σιωπή κι εσύ υπακούς. Πλησιάζει. Τα κορμιά σας ακουμπούν, σ όλο τους το μήκος. Είναι λίγο πιο κοντή από σένα. Ανασηκώνεται. Τα χείλη σας ακουμπούν. Μισοανοίγουν. Σμίγουν σε ένα φιλί, χωρίς τέλος.
Περπατάς προς τα πίσω. Την παρασέρνεις στο δωμάτιο. Ή, μήπως, είναι αυτή που σε σπρώχνει προς την κρεβατοκάμαρα; Σε λίγο έχετε γίνει ένα κουβάρι. Τα πόδια της τυλίγονται γύρω σου. Οι ανάσες σας έχουν γίνει κοντές, βαθιές. Οι γλώσσες σας τρέχουν σε κάθε εκατοστό του κορμιού σας. Ιδρώνετε και οι δύο, όλο και περισσότερο.
Ο πόθος δε σ αφήνει άλλο. Ανοίγεται και σου επιτρέπει την είσοδο. Μια είσοδο απαλή, βελούδινη. Τα σώματά σας πλέον κινούνται ρυθμικά, μαζί.
Ζαλίζεσαι. Μουρμουρίζεις. Το ίδιο κι εκείνη. Δεν καταλαβαίνεις τα λόγια. Δεν έχει σημασία. Αισθάνεσαι να φθάνεις στην κορύφωση κι ας έχουν περάσει λίγα λεπτά. Αισθάνεσαι πως δε θ αντέξεις άλλο.
Το τηλέφωνο χτυπάει. Απλώνεις το χέρι, το πιάνεις. Ανοίγεις με κόπο τα μάτια. Ρωτάς ποιος είναι. Ποιος έκοψε στη μέση το όνειρο. Εκείνη έχει χαθεί. Δεν υπήρξε ποτέ. Αναρωτιέσαι: Άραγε υπάρχει; Περνάει πράγματι κάθε μεσημέρι από το δρόμο σου μ εκείνο το αγέρωχο περπάτημα; Ή, μήπως, ο έκπτωτος άγγελός σου, είναι πλάσμα της φαντασίας σου; Όπως όλοι οι έκπτωτοι άγγελοι;

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ aggelos-x-aggelos

E,είπα, καλοκαίρι είναι, όλα θα μου τα συγχωρήσουν...

;-)

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ