Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δίλημμα


"Τι να κάνω";

Με ρώτησε και το ΄βλεπα στα μάτια της, ότι ήθελε μια απάντηση-χειρολαβή. Να πιαστεί από αυτήν, να κρατηθεί, να πάρει θάρρος, να δώσει κι εκείνη, την απάντησή της.

Το δίλημμα, δεν ήταν δίλημμα. Απλά πράγματα:

"Μου προσφέρουν δουλειά, με 2000 ευρώ το μήνα, από την πρώτη στιγμή -αν και ανειδίκευτη. Θα ζω εκτός Ελλάδας, σε χώρα που ξέρω τη γλώσσα καλύτερα από τα Ελληνικά. Θα δουλεύω σε τράπεζα"...

Κι εκεί τελείωναν τα επιχειρήματά της. Ούτε ήλιος, ούτε όνειρο. Αυτά, θα τα άφηνε εντός συνόρων. Και τα δύο μαζί (ήλιος και όνειρο) δε θα της έδιναν -σχεδόν ποτέ- 2.000 ευρώ. Ίσως μετά από 35 χρόνια, να έβλεπε τόσα χρήματα στα χέρια της.

Τη σκεφτόμουν πίσω από ένα γκισέ. Να την πλησιάζουν άγνωστοι, αμίλητοι, με δεσμίδες χρημάτων στα χέρια. Να της τα πετούν, εκείνη να τα μετράει, να τα τακτοποιεί στο συρτάρι της. Να χαμογελά, να κόβει την απόδειξη, να πληκτρολογεί. Κι έπειτα να έρχεται ο άλλος, ο άλλος, ο άλλος...

Τη σκεφτόμουν να ζει το όνειρο. Άγνωστη, μεταξύ αγνώστων. Με "συναδέλφους" έτοιμους να την κατασπαράξουν για να πάρουν τη θέση της. Με την αγωνία της άγνοιας για την επόμενη μέρα. Της άγνοιας για το τι να δημιουργήσει. Της άγνοιας για το πού να το πουλήσει.

Ήθελα να της φωνάξω: "Κυνήγησε το όνειρο"! Αλλά δεν ήξερα, καν, τις ανάγκες της.

Σκέφτηκα τον εαυτό μου. Τότε, στην ίδια μ εκείνην ηλικία, δε σκέφτηκα πολύ-πολύ. Διέγραψα τα πάντα και βγήκα στο κυνήγι του ονείρου. Πέρασαν 35 χρόνια και τι βλέπω πίσω μου; Έναν διαλυμμένο γάμο, μια προβληματική συμβίωση, ένα παιδί που ζητάει ευθύνες...

Όλη αυτην την ώρα μου μιλούσε. Δεν είχα καταλάβει ότι με χαιρετούσε, ότι έφευγε κι ότι "θα τα ξαναλέγαμε σύντομα". Δεν πρόλαβα να της δώσω τη συμβουλή μου. Δεν πρόλαβα να της προσφέρω τη χειρολαβή της. Έφυγε.

Βγήκα στο δρόμο ξαλαφρωμένος. Δε θα με κατηγορούσε, αργότερα, ότι εγώ ήμουν αυτός που την έμπλεξα στη ρουτίνα, ή που της έδειξα έναν δύσκολο δρόμο να φθάσει τα άστρα. Χαμογέλασα. Τότε ήταν που άκουσα το φρενάρισμα. Μπρος μου είχε σταματήσει ένα ταξί. Ο ταξιτζής όρμησε έξω και με πλησίασε:

"Είσαι εκείνος που μιλούσε, χθες, για τις συγκοινωνίες στην τηλεόραση";

Γιατί να αρνηθώ;

"Ναι"!

"Καλά τα έλεγες! Και να σου πω και το άλλο: Έπρεπε να πεις..."

Μου άρπαξε το χέρι. Τέτοια χειραψία είχαν καιρό να μου κάνουν. Σφιχτή, ανθρώπινη. Κι άρχισε να λέει το πρόβλημά του, ζητώντας "αν κάποια στιγμή τον ξαναέχεις εκεί, απέναντί σου, να του πεις κι αυτό που σου είπα"!

Δέχτηκα. Γιατί όχι; Είχε δίκιο. Πήγα να μπω στο αυτοκίνητό μου, βλέποντας τον ταξιτζή να μπαίνει στο ταξί του και να φεύγει. Δεν πρόλαβα να κάνω την κίνηση. Μια ηλικιωμένη κυρία, γυρτή από τις εμπειρίες μιας ζωής, στάθηκε μπροστά μου.

"Να σου πω κάτι παιδί μου";

"Ό,τι θέλετε..."

"Παίρνω 650 ευρώ σύνταξη. Ζω μόνη μου. Και είμαι αναγκασμένη να περιμένω 20 λεπτά στη στάση, για να πάρω το λεωφορείο. Δε μου φτάνουν για ταξί και πρέπει να πηγαίνω δύο φορές το μήνα στο νοσοκομείο, για αιμοκάθαρση. Δε φθάνει που περιμένω, κανείς δεν μου δίνει τη θέση του, όταν σκαρφαλώσω στο αστικό... Την άλλη φορά, που θα έχεις κάποιον από τις συγκοινωνίες μπροστά σου, πες του να κάνουν κάτι... Να βάλουν μια επιγραφή, όπως παλιά, για να παραχωρούν τη θέση τους οι νέοι σε μας, που περάσανε τα χρόνια"...

"Μια χαρά είστε"...

"Εγώ, μπορεί να μην ξέρω την ηλικία μου. Την ξέρει, όμως, αγόρι μου, ο Χάρος. Τον ξεγελάω εδώ και χρόνια. Ξέρω, όμως, ότι στο τέλος θα νικήσει. Ας με βρει, τουλάχιστον, ξεκούραστη. Κι όχι να κρατιέμαι από μια χειρολαβή, στο λεωφορείο"...

Γέλασε κι απομακρύνθηκε. Αντίθετα, εγώ δε γέλασα καθόλου. Σκέφτηκα ότι, όλα αυτά, μου τα πρόσφερε η απόφασή μου να ζήσω το όνειρο. Μια απόφαση που πήρα 18 χρονών, όταν, την ίδια στιγμή, ο πατέρας μου, χωρίς να μου το πει ποτέ, αποφάσισε να με στηρίξει. Και να με ταίζει, έως ότου κατάφερνα να σταθώ στα πόδια μου. Μόνο και μόνο για να μη βρεθώ πίσω από ένα γκισέ. Και με στήριξε. Για επτά χρόνια.


Το περιστατικό είναι, πέρα για πέρα, αληθινό. Συνέβη χθες (Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008). Πείτε μου, τώρα, εσείς: Τι να της απαντήσω;



Η φωτογραφία είναι του Laimis Savickas, έχει τίτλο Difference of Opinion και την έχω πάρει από εδώ.

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Βρε συ ανατρίχιασα!!Θα πήγαινα! Και δω οι συνάδελφοι είναι σε επιφυλακή για τρικλοποδια, κλπ κλπ. Το μόνο που δεν θα άντεχα είναι ο μουντός καιρός και η πιθανή έλλειψη επαφής μετά τη δουλειά! όχι να πάει!! το αποφάσισα χιχιχιχι!
Ο χρήστης An-Lu είπε…
Αχ βρε Τακι....πολλοί ανάδρομοι στη γύρα...
Ο χρήστης ria είπε…
για τη φίλη, μη μιλάς, και καλύτερα που πήρε μόνη της την απόφαση, δεν υπάρχει λόγος να κατηγορεί κάποιον πέρα από τον εαυτό της για τις επιλογές της.

για την κυρία, δυστυχώς υπάρχει πολύ γαϊδουριά στις μέρες μας, το λεωφορείο είναι ενδεικτικό των αρχών που παίρνουν τα παιδιά μας...

κρίμα για τη γυναίκα, πάντως έχω την εντύπωση, ότι το κράτος πληρώνει το ταξί που πηγαίνει ασθενείς για αιμοκάθαρση. οι ασθενεις του γνα μου το είπαν αυτό που έρχονται ακόμα και από την επαρχία.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ