Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Τέλος

"Θα το κάνεις για ΄μένα"...
"Είσαι τρελός; Δε φτάνει που, τόσες μέρες, τριγυρνάω στο σπίτι μόνη κι έχω την εντύπωση ότι με παρακολουθεί από απέναντι";
"Ελένη, το είδες και μόνη σου. Εδώ δεν πρόκειται να ΄ρθει. Είμαστε σίγουροι ότι δεν έχει πλησιάσει σε ακτίνα χιλιομέτρων. Όμως, όσο αυτός ο άνθρωπος μένει ελεύθερος, τόσο κάποιοι κινδυνεύουν..."
"Κι εγώ δεν κινδυνεύω; Ε; Τι είμαι εγώ; Το πείραμά σας; Πατήσατε πάνω στο φόβο μου και με κάνετε ό,τι θέλετε! Αντί να με προστατέψετε; Αντί να έχετε πίσω μου συνέχεια δυο μπάτσους";
"Ρε συ Ελένη, πίσω σου είναι δεκάδες μπάτσοι! Παραλογίζεσαι"...
"Παραλογίζομα; Παραλογίζομαι! Εγώ έσπειρα πτώματα το μισό Σέιχ Σου; Μόλις πριν λίγο βρήκατε άλλο ένα. Τι ήταν αυτή; Νοσοκόμα; Πουτάνα; Φοιτήτρια";
"Φοιτήτρια..."
"Ωραία! Μην έχετε παράπονο.. Από όλα έχει η συλλογή σας"!
"Θα είμαι, συνέχεια, από πίσω σου. Δε θα ξεφύγει"...
"Και για να μην ξεφύγει αυτός, να φύγω, εγώ, για πάντα! Ωραίος είσαι, Θεοδωρίδη"!


..............................................................


Ακόνισε το μαχαίρι του. Έμοιαζε με κλαδευτήρι, αλλά δεν ήταν σπαστό, ούτε η κάμα του είχε δόντια. Θύμιζε μαχαίρι Ινδονήσιου, αλλά ήταν μικρότερο. Ήταν κυρτό, γυαλιστερό και ιδιαίτερα κοφτερό. Ιδιοκατασκευή.
Θυμόταν, όπως το ακόνιζε, πώς το είχε δουλέψει, στην αποθήκη του χωριού. Οι κινήσεις του έγιναν πιο βίαιες. Απότομες. Του είχαν διαλύσει τον κόσμο!
Και για όλα έφταιγε εκείνη η κωλόχοντρη! Που την είχε πάρει από την αφάνεια, από το πουθενά και την είχε κάνει βασίλισσα της καρδιάς του. Που θα μπορούσε να τη σώσει για πάντα, να διαφυλάξει τη μνήμη της, αν τον άφηνε να της κόψει, απαλά, ευγενικά, το λαιμό και να βάλει το δεξί της χέρι, σε μια θέση ιδιαίτερη, όχι μαζί με τα χέρια όλων των υπολοίπων.
"Καριόλα"!Βλαστήμησε και συνέχισε το ακόνισμα με πιο μαλακές κι αργές κινήσεις. Μπορούσε να περιμένει μέρες εκεί. Ήξερε ότι εκεί θα κατέληγαν. Η περιοχή στο Μέγαρο Μουσικής ήταν το μοναδικό μέρος όπου είχαν κάνει έρωτα εκτός σπιτιού. Της είχε πει, πολλές φορές, ότι ήταν κάτι ιδιαίτερο γι αυτόν. Θα τους το έλεγε. Θα την πίστευαν. Θα έστηναν την παγίδα τους. Θα ερχόταν η ώρα του.


.....................................................................


Της είχαν περάσει ένα μικρόφωνο στο πέτο. Είχαν στηθεί σε όλη τη διαδρομή, από το μπαράκι όπου είχε συναντήσει, για πρώτη φορά, το Διονύση, ως το Μέγαρο Μουσικής. Σε τρία από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα βρισκόταν μέσα ζευγάρια μπάτσων. Το ΄παιζαν παράνομα ζευγαράκια που είχαν πάει εκεί, να ζήσουν τον έρωτά τους.
Σε ένα άλλο αυτοκίνητο, λίγο πιο πίσω, να βλέπει πανοραμικά το χώρο, στη θέση του οδηγού βρισκόταν η Πρήχα. Δίπλα της, ο Κώστας. Ο Μίλτος με μια μπατσίνα κάθονταν σε ένα από τα παγκάκια, μέσα στα φυλλώματα. Ένας νεαρός μπάτσος της Ασφάλειας, με μούσι, είχε καθίσει κατάχαμα και καμωνόταν πως μόλις είχε πάρει τη δόση του. Ο τόπος ήταν γεμάτος μπάτσους.
"Ηρέμησε. Τι μπορεί να συμβεί";
Η Πρήχα προσπάθησε να ηρεμήσει τον Κώστα.
"Εντάξει είμαι..."
"Είμαστε πενήντα νοματαίοι. Είναι μόνος του. Θα την παρακολουθούμε από την ώρα που θα φθάσει. Είναι καλωδιωμένη. Ως και κάμερα της πέρασε ο Θεοφίλου".
"Κάμερα";
"Ναι! Το κουμπί από το σακάκι της είναι κάμερα..."
Την ώρα εκείνη η Ελένη πρόβαλε από τη γωνία. Διέσχισε τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και στάθηκε, όπως είχαν συνεννοηθεί, στη μικρή προκυμαία, δίπλα στη θάλασσα. Θα καθόταν εκεί περίπου ένα μισάωρο -έτσι της είχαν πει. Έτρεμε. Και δεν ήταν από τον αέρα που είχε σηκωθεί.
Άναψε τσιγάρο. Δυσκολεύτηκε, είναι η αλήθεια, από τον αέρα. Κοίταξε μακριά, στον ορίζοντα. Το κύμα ακουγόνταν να σκάει, δυο μέτρα πιο κάτω. Είχε σκοτεινιάσει πια. Αλλά το σημείο εκείνο ήταν καλά φωτισμένο. Μόνον η θάλασσα ήταν σκοτεινή, κατάμαυρη. Απέφευγε να την κοιτάζει, γιατί της θύμιζε τη στενή φυλακή της, στην αγροικία του Διονύση.
Είχε καπνίσει το μισό τσιγάρο, όταν της φάνηκε ότι ο παφλασμός των νερών ακουγόταν διαφορετικά. Έσκυψε να δει. Δυο χέρια απλώθηκαν. Ο Διονύσης την τράβηξε στη βάρκα. Είχε προλάβει να κλείσει το στόμα της μ ένα μαντήλι βουτηγμένο σε χλωροφόλμιο. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά από τον τρόμο της δεν έβγαινε φωνή. Σκοτείνιασαν όλα.


...............................................................


"Τρέξτε! Είναι εκεί! Την πήρε"!
Ο Θεοφίλου έτρεχε προς τη θάλασσα. Είχε δει, από το μόνιτορ, τα χέρια του Διονύση να αρπάζουν την Ελένη. Πριν προλάβει να καταλάβει τι είχε συμβεί, άκουγε τη σύντομη πάλη από το μικρόφωνό της. Η κάμερα κουνιόταν πέρα-δώθε. Τότε όρμησε έξω κι έτρεξε, φωνάζοντας, προς την προκυμαία.
Πίσω του έτρεξε ο Κώστας. Άκουγε τη μηχανή της βάρκας. Ο Διονύσης γκάζωνε. Εκείνος έτρεχε. Μαζί του έτρεχαν κι άλλοι. Ο Θεοδοσίου είχε βγάλει, ήδη, το περίστροφό του. Πυροβόλησε δυο, τρεις φορές. Σε δευτερόλεπτα ήταν δίπλα του κι ο Κώστας. Πυροβόλησε κι εκείνος. Άδειασε το γεμιστήρα του πυροβολώντας το σκοτάδι. Ακολούθησε ο Μίλτος, η Πρήχα, όλοι. Η παραλία της Θεσσαλονίκης, δίπλα από το Μέγαρο Μουσικής, είχε γίνει Βαγδάτη. Αλλά ο Διονύσης ήταν, ήδη, εκτός βεληνεκούς. Μια 250άρα Γιαμάχα ήταν αρκετή για να απογειώσει το καρυδότσουφλό του.
Ο Φρεράκης καλούσε το λιμενικό. Ζητούσε ενισχύσεις. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο λεπτά, όταν είδαν το πρώτο πλωτό του λιμενικού να βγαίνει από το λιμάνι. Κινούνταν αργά και κατευθύνονταν προς το σημείο όπου, ακόμη φαινόταν, η βάρκα του Διονύση. Είχε στρίψει παράλληλα με την ακτή και κατευθύνονταν προς τη Νέα Κρήνη.
"Σα χελώνα πάει... Ελένη"!
Η Πρήχα γύρισε κι είδε τον Κώστα που ούρλιαζε. Εκείνος έβαλε άλλη μία γεμιστήρα στο πιστόλι του και την άδειασε στο σκοτάδι. Λες και θα έφθαναν τα βόλια τον Διονύση. Εκείνος ήταν, ήδη, πολύ μακριά.
"Στην Κρήνη πάει, στην Κρήνη"!
Ο Μίλτος άρπαξε έναν ασύρματο. Άρχισε να δίνει οδηγίες.
"Από Σ 2, από Σ2! Προς όλους τους σταθμούς! Ο ύποπτος για Ε13 κινείται με βάρκα! Επαναλαμβάνω, με βάρκα! Πάει παράλληλα με την ακτή, με κατεύθυνση την Κρήνη. Ακολουθείστε με κάθε τρόπο! Προσοχή, ύποπτος για Ε 23. Μέτρα αυτοπροστασίας"!
Από κάθε γωνιά της πόλης ακούγονταν σειρήνες. Το δεύτερο πλωτό του λιμενικού, ένα ταχύπλοο, έβγαινε από το λιμάνι. Κινούνταν, σαφώς πιο γρήγορα. Θα τον έφθαναν.


...........................................................


Ο Διονύσης, ντυμένος με μαύρη ελαστική στολή δύτη, κοιτούσε την Ελένη, που ήταν ζαλισμένη, ξαπλωμένη στη βάρκα. Κοίταξε στα γρήγορα πίσω του. Είδε το δεύτερο σκάφος.
"Πούστηδες"!
Γύρισε μπροστά και προσπάθησε να γκαζώσει κι άλλο. Είχε, ήδη, τέρμα τα γκάζια. Η πρύμνη της βάρκας είχε σηκωθεί επικίνδυνα, εδώ και ώρα. Δεν είχε κύμα, όμως και δε φαινόταν να υπάρχει κίνδυνος να ανατραπεί. Συνέχισε.
"Πούστηδες! Εγώ θα προλάβω! Εγώ θα τη σώσω για πάντα"!
Ξαναγύρισε πίσω. Το σκάφος του λιμενικού ήταν, ακόμη, μακριά, αλλά ήδη είχε φθάσει το πρώτο πλωτό, που κινούνταν απελπιστικά αργά. Ήταν θέμα χρόνου να τον φθάσει. Είχε υπολογίσει να κάνει τη δουλειά στο ύψος του Κυβερνείου, στα βράχια, αλλά δε θα προλάβαινε. Ευτυχώς που είχε προνοήσει να αφήσει το αυτοκίνητο στο ύψος του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου.
Προσπάθησε να δει, μέσα στη νύχτα. Είχε διαλέξει μια σκοτεινή γωνιά. Υπολόγισε πού περίπου θα ήταν κι έστριψε προς τα εκεί. Το σκάφος του λιμενικού άλλαξε κι εκείνο πορεία, αλλά ήταν ακόμη μακριά. Σε δυο λεπτά έδεινε στην παραλία.
Τράβηξε το ζαλισμένο κορμί της Ελένης έξω.


...............................................................


Ο Κώστας έσπρωξε το Μίλτο στην άκρη.
"Μη βλέπεις ρε μαλάκα! Κάτσε εδώ"!
"Άσε με ρε! Εγώ την έστιλα εκεί! Άσε με"!
Πλησίασε στην οθόνη. Ο Θεοφίλου προσπάθησε να μπει στη μέση. Μόνον που είδε τα μάτια του Κώστα, κόκκινα από την αγωνία -ή από το κλάμμα;- έκανε στην άκρη.
Η κάμερα στο κουμπί του σακακιού της Ελένης, δούλευε μια χαρά. Ο Κώστας μπορούσε να δει το μαχαίρι να σηκώνεται και να πέφτει με δύναμη. Ο Διονύσης χαμογελούσε, όσο τέλειωνε τη δουλειά.
Γύρισε την πλάτη στην οθόνη. Η Πρήχα τον ακούμπισε στην πλάτη.
"Είναι κοντά του... Θα.. θα τον πιάσουν σε ένα λεπτό. Είναι περικυκλωμένος. Δεν θα μπορέσει να βγει από εκεί ζωντανός"...
"Στα αρχίδια μου Κατερίνα! Μ ακούς; Στα αρχίδια μου"!
Προχώρησε προς τη θάλασσα. Η Πρήχα είπε να τον ακολουθήσει. Ο Μίλτος έβαλε το χέρι του στην πλάτη της.
"Άσ' τον. Είναι λογικό... Θα του..."
Ο πυροβολισμός τον διέκοψε. Το άψυχο σώμα του Κώστα σωριάστηκε στην άκρη της προκυμαίας. Από την τρύπα στο κεφάλι του έτρεχε, σα βρύση, το αίμα.


.............................................................


Τα παιδιά του Φρεράκη είχαν κάνει κόσκινο το Διονύση. Ο ιατροδικαστής μέτρησε 25 σφαίρες μόνον στο πάνω μέρος του κορμιού του. Αρκετές υπήρχαν σφηνωμένες στα πόδια του, άλλες είχαν διαπεράσει τα άκρα του και δύο το κεφάλι.
Δίπλα του, η Ελένη. Λες και κοιμόταν, ήρεμη. Αν δεν παρατηρούσες τη βαθιά πληγή στο λαιμό, από τη μία άκρη ως την άλλη, θα ξεγελιόσουν...
Δεν είχε προλάβει να της κόψει το δεξί της χέρι.


ΤΕΛΟΣ

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
καλέ, γιατί τους καθάρισες όλους;
χάθηκε ο κόσμος να βάλεις happy end?

κρίμα... :(
Ο χρήστης Τάκι Διαστηματάκι είπε…
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Ο χρήστης Кроткая είπε…
άσε που για μια άλλη μια φορά ρεζιλευεται ηα στυνομία...

:)
Ο χρήστης november είπε…
(Θα είμαι καλή for once)

Πάαααρα πολύ ωραίο, είσαι πολύ ταλαντούχος! Την επόμενη φορά κάνε καλύτερη έρευνα και έχε την εξέλιξη στο μυαλό σου καί θα πουλήσεις σενάρια, λέμε!

Επίσης, ακολούθησε το παράδειγμα της Krotkaya και, το επόμενο, εφόσον υπάρξει, γραψ'το σε ξεχωριστό μπλογκ!
Ο χρήστης AVRA είπε…
πολυ καλο Δημητρη..αν και μου αρεσουν τα happy end ηταν ομολογω καλυτερα που δεν συνεβη!
Μπραβο!!!!
(πιο πολυ μ'αρεσε που δεν εμεινε ουτε ο Κωστας ζωντανος...)
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya
Αγαπητή Βελγίς, ήταν πολύ σκοτεινό από την αρχή, για να έχει καλό τέλος. Άσε που τα χάπι εντ -δυστυχώς- μόνο στο Χόλιγουντ τα βλέπουμε πλέον...

@ november
Θενκς! Η αλήθεια είναι ότι άλλαξα 25 φορές γνώμη για το τέλος. Αλλά αυτά στο προσεχές ποστ.

@ avra
Με παίδεψε το θέμα Κώστας. ¨Η θα ήταν από την αρχή ευαίσθητος, άρα θα θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο στο τέλος, ή θα ήταν τομάρι. Δυο τομάρια σε μια ιστορία είναι πολλά.
Ο χρήστης An-Lu είπε…
ΤΕΛΕΙΟ!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
βρε συ, είναι όντως πολυ καλό! εγώ δεν ήμουν από τους φανατικούς φανς???

θα έχει και απολογιστικό ποστ?
κάτι σαν την εκπομπή του Πρετεντέρη με το Παρα5?

άμα πάρεις το Όσκαρ, μην ξεχάσεις να με ευχαριστήσεις, ε?
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ an-lu
Ευχαριστώ! Ευχαριστώ! Θέλω να ευχαριστήσω (γκουχ! γκουχ)...

@ krotkaya
Φυσικά θα έχει και απολογιστικό ποστ. Αμέσως τώρα.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ