Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Προδοσία;

Ο πάγκος του ιατροδικαστή είχε γεμίσει σακούλες με χέρια. Ανατρίχιαζες μόνον που τον κοιτούσες, από μακριά. Η Πρήχα δεν είχε, καν, πλησιάσει. Στεκόταν δίπλα στον Κώστα, που φαινόταν σα χαμένος. Μόνον ο Μίλτος είχε πάει δίπλα στον ιατροδικαστή Ναστούλη.
Ο ιατροδικαστής είχε παρατάξει τα κομμένα χέρια σ όλο το μήκος του πάγκου. Σε κάθε σακούλα ήταν γραμμένο κι ένα όνομα. Στην πρώτη σειρά ήταν τα χέρια των επτά θυμάτων τα οποία η αστυνομία είχε βρει. Στη δεύτερη και τρίτη σειρά, υπήρχαν άλλα έντεκα χέρια.
«Δεκαοκτώ θύματα! Το καταλαβαίνεις; Θα μας σταυρώσουν και θα έχουν δίκιο»…
Η Πρήχα σχεδόν παραμιλούσε. Ο Κώστας δεν μπορούσε να της πει κάτι για να της φτιάξει το κέφι. Στεκόταν, διαλυμένος, δίπλα της, χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να μιλά.
Το ρόλο του συνομιλητή ανέλαβε ο Θεοφίλου, ο οποίος, επίσης, δεν τολμούσε να πλησιάσει το τραπέζι του ιατροδικαστή, «τον πάγκο του χασάπη», όπως τον είχε χαρακτηρίσει νωρίτερα:
«Μα, πώς είναι δυνατόν, τόσο καιρό, να εξαφανίζονται γυναίκες και κανείς να μην καταλαβαίνει τίποτα»;
«Φαίνεται ο φίλος μας είχε βάλει στο μάτι τις μοναχικές. Γυναίκες που δουλεύουν, εδώ και χρόνια, στην πόλη, που έχουν έρθει από την επαρχία, που έχουν ρίξει, για διάφορους λόγους, μαύρη πέτρα πίσω τους. Ήταν οι πιο εύκολοι στόχοι. Ευάλωτες».
Είχε αναλάβει να απαντήσει ο Μίλτος. Παρατηρούσε τον ιατροδικαστή, να εξετάζει τη μια παλάμη μετά την άλλη, να παίρνει δακτυλικά αποτυπώματα και μικρά κομμάτια ιστού, για να αναζητήσει την ταυτότητα των θυμάτων με κάθε τρόπο. Είχε ιδιαίτερη όρεξη για κουβέντα και σχολίαζε τα πάντα:
«Ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα. Για να βρούμε ποιες είναι, θα πρέπει να έχουν δακτυλοσκοπηθεί. Για να έχουν δακτυλοσκοπηθεί, θα πρέπει να είναι σεσημασμένες. Κι αν για τις πόρνες έχουμε αρχεία και για τη νοσοκόμα σταθήκαμε τυχεροί, αν αυτό το κάθαρμα σκότωνε στην τύχη, μπορεί κάποια από τα θύματα να μην τα βρούμε ποτέ…»
Επιτέλους, ο Κώστας αποφάσισε να μιλήσει:
«Πρέπει να τον βρούμε. Κι ο τρόπος είναι μόνον ένας»…

…………………………………………………


Κατέβασε μονορούφι το σφηνάκι. Ήταν το πέμπτο που τον κερνούσε η ψηλή γκαρσόνα. Εκείνος, όμως, είχε μάτια μόνον για την κοντή μελαχρινή με το τατουάζ στον αφαλό, που καθόταν στα δεξιά του, στην μπάρα. Δεν είχε καταφέρει να της πάρει ούτε μία κουβέντα κι είχε χρησιμοποιήσει όλα τα κόλπα. Την έβλεπε να πίνει, ακατάπαυστα. Δεν είχε σημασία αν δεν του μιλούσε, αρκεί να έφευγε μόνη και μεθυσμένη.
«Δε σε έχω ξαναδεί εδώ μωρό μου»…
Η ψηλή γκαρσόνα επέμενε. Θα μπορούσε να βγει μαζί της, έβλεπε τον εαυτό του να της κάνει άγριο έρωτα, να την αναγκάζει να κάνει ό,τι ήθελε και δεν ήθελε. Δεν ήταν, όμως, ο τύπος του. Στις δύο ώρες που τα ΄πινε στην μπάρα, της είχαν μιλήσει, με το μικρό της όνομα, πάνω από τριάντα πελάτες. Τους γνώριζε όλους, την γνώριζαν όλοι και ήταν, συνέχεια, με το χαμόγελο. Σίγουρα όχι ο τύπος της μοναχικής γυναίκας. Παρόλα αυτά, απάντησε:
«Είμαι νέος στην πόλη»…
«Δε θες να σου γνωρίζω τα αξιοθέατα»;
«Δε βλέπω να έχει και τίποτα σοβαρό. Έναν πύργο, τα κάστρα, μια παραλία»…
«Η πόλη είναι υγρή μωρό μου. Υγρή σαν τη γυναίκα πάνω στις κάβλες της. Είσαι τυχερός που τη βρίσκεις έτσι, γιατί είναι εύκολο να σου ανοίξει τα πόδια της. Αλλά πρέπει να βάλεις κι εσύ το χέρι σου».
Τον πλησίαζε όλο και περισσότερο. Κάποιος άλλος θα είχε ερεθιστεί, όπως την άκουγε, όπως τον πλησίασε. Όσο πλησίαζαν τα χείλη τους, μιλούσε όλο και πιο σιγά. Μπορούσε, το έβλεπε, να πιέσει τα χείλη της πάνω στα δικά της. Όμως μπορούσε και να ελέγξει τις επιθυμίες του. Χαμογελούσε, για να της δώσει θάρρος και να συνεχίσει, όχι, όμως, για να την καταφέρει και να τη ρίξει στο κρεβάτι. Εξάλλου, η μπαργούμαν είχε πέσει στο κρεβάτι από μόνη της. Ο Διονύσης είχε άλλο σκοπό: να ξεχαστεί η κοντή, μελαχρινή, με το τατού στον αφαλό. Και να καταφέρει να την πλησιάσει.
Μισή ώρα μετά, πέντε σφηνάκια και δυο ουΐσκι μετά και δεκάδες προκλήσεις μετά, ο Διονύσης παράτησε την ψηλή στα κρύα του λουτρού και στράφηκε στην κοντή. Μπροστά της είχε οκτώ άδεια μπουκάλια μπίρας:
«Ντέρτια»;
«Και καημοί»…
«Καημοί στο Γριπονήσι»…
«Μπα; Γνωρίζουμε τον Σκαρίμπα»;
«Τον διάβασα πριν αρκετά χρόνια: Βιδάγγελοι, Το θείο Τραγί, Ο ήχος του κώδωνος… Απ τους λίγους που ασχολήθηκαν με όλες τις εκφορές του γραπτού λόγου»…
Ήταν, ήδη, πολύ μεθυσμένη για να ακούσει μια λογοτεχνική ανάλυση. Προσπάθησε να την αποφύγει και να αλλάξει αντικείμενο κουβέντας:
«Το γράψιμό του, όμως, ήταν τρελό…»
«Η τρέλα έχει, μέσα της, τέχνη».
Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Αισθάνθηκε να χάνεται. Σηκώθηκε. Παραπάτησε. Την αγκάλιασε, σχεδόν στοργικά.
«Θες να σε πάω πουθενά»;
Του χαμογέλασε. Το αλκοόλ είχε χαλαρώσει κάθε αντίστασή της. Ήταν η ίδια γυναίκα, που πριν δυο ώρες αισθανόταν αηδία όταν την κοιτούσε και της μιλούσε, λέγοντας κοινοτυπίες;
«Όχι, εντάξει…»
Την άφησε να βγει μόνη της. Ήξερε πως, αν περπατούσε στα γύρω τετράγωνα, θα την πετύχαινε.
«Μέθυσε η κοπελίτσα»;
Η γκαρσόνα δεν το ΄βαζε κάτω.
«Μικρά παιδιά… Πού να ξέρουν από ποτά… Πάω για τσιγάρα. Θα μου βάλεις άλλο ένα»;
«Δε θες απ τα δικά μου»;
«Είμαι δύσκολος με τα τσιγάρα…»
«ΟΚ»!
Βάδιζε προς την έξοδο, όταν η ψηλή του ξαναφώναξε:
«Κι αν δεις τη Μαίρη, βεβαιώσου ότι πήρε ταξί»!
«Ποια Μαίρη»;
«Την κοπέλα με το τατού, που μιλούσατε. Ήταν χάλια, γαμώ το»…
Βγήκε έξω. Την έβλεπε, στο άλλο τετράγωνο. Τρέκλιζε. Σκέφτηκε ότι, τελικά, δεν ήταν άγνωστη εκεί μέσα. Δεν ήταν μοναχική. Η γκαρσόνα τη γνώριζε. Ίσως να παραξενευόταν αν αύριο δεν πήγαινε να πιει μια θάλασσα μπίρες. Ήδη, όμως, μύριζε το αίμα στον αέρα.
Την ακολούθησε…

……………………………………..


«Όχι! Όχι, μ΄ ακούς; Όχι»!
Η Ελένη έκλαιγε. Έλεγε και ξανά ΄λεγε «όχι», μέσα σε λυγμούς. Ο Κώστας στεκόταν απέναντί της, με βλέμμα άδειο. Είχε αναλάβει να την πείσει.
«Δε θα σ αφήσει έτσι, Ελένη. Θα σε κυνηγήσει. Είναι ο μόνος τρόπος να τον πιάσουμε».
«Ξέρεις πώς νοιώθω μ αυτό που μου ζητάς; Ε; Σα σκουλήκι! Σαν ένα σκουλήκι καρφωμένο στο αγκίστρι. Με θες για δόλωμα, ρε πούστη; Ξεχνάς; Ξεχνάς όταν κάναμε έρωτα; Ξεχνάς τι μου ψιθύριζες; Ψεύτη! Κωλοπαίδι! Και τώρα με πουλάς, ρε; Ε; Με δίνεις»;
«Θα σε κυνηγήσει, Ελένη. Θα έρθει για σένα. Μίλα με τον Σταύρου και τα ξαναλέμε».
Ο Μίλτος βγήκε από το δωμάτιο του νοσοκομείου. Από έξω περίμενε ο Σταύρου, ο ψυχολόγος της Ασφάλειας. Μπήκε μέσα, με ένα χαμόγελο που σε γέμιζε γαλήνη και σιγουριά:
«Καλησπέρα κυρία Τιτάκου».
«Με πουλάει.. Με πουλάτε»…

Συνεχίζεται…

Σχόλια

Ο χρήστης november είπε…
Δακτυλοσκόπηση; χιχιχιχι... είσαι βέβαιος ότι σημαίνει αυτό που εννοείς;
Ο χρήστης Кроткая είπε…
τι λες? θα την βάλουν να την πέσει στο δολοφόνο?
καλέ είναι επικίνδυνα πράματα αυτά!!!

μα πόσο διεστραμμένος είστε τέλοσπάντων, ως συγγραφεύ!!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ november
Ναι ρε! Το άλλο είναι κωλονοσκόπηση!

@ krotkaya
Τζιζ!!! Επικίνδυνα, ξεπικίνδυνα, έχουμε και άνδρες αναγνώστες και πρέπει να τους φροντίσουμε!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
καλά, θα το γυρίσεις σε τσόντα για να πουλήσεις??

εσπρεσσο θα το κάνουμε εδώ μέσα?
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ krotkaya

:-P

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ