O Κώστας χτυπούσε με δύναμη την πόρτα του διαμερίσματος της Τιτάκου.
«Ελένη»!
Φώναζε και ξαναφώναζε. Ήταν φανερό πως κανείς δεν ήταν μέσα. Εκείνος, όμως, συνέχιζε λες και ήθελε να ξορκίσει τις μαύρες σκέψεις του. Λες και πίστευε ότι, φωνάζοντάς την, με έναν περίεργο, μαγικό τρόπο, θα κατάφερνε να την μεταφέρει από εκεί που βρισκόταν, στο διαμέρισμά της. Και ξαφνικά, θα του άνοιγε την πόρτα. Αλλά πού βρισκόταν;
Ο Μίλτος κοιτούσε πότε τον Κώστα, πότε το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας. Πόρτες άνοιγαν, κάποιοι πήγαιναν κάτι να πουν, αλλά εκείνος τους έκοβε:
«Αστυνομία! Μπείτε πάλι μέσα σας παρακαλώ»!
Το «παρακαλώ» του μίλτου ήταν περισσότερο προσταγή, παρά παράκληση. Κι ήταν και το παρουσιαστικό του τέτοιο, που δεν άφηνε περιθώρια… Τελικά, στράφηκε στον Κώστα:
«Ή σπάσ’ την τη ρημάδα, να μπούμε μέσα, ή πάμε να φύγουμε»!
Δεν ήθελε και πολλά ο Κώστας. Πήρε φόρα κι έπεσε με τον αριστερό του ώμο πάνω στην ξύλινη πόρτα, με όλη του τη δύναμη. Έκανε έναν μορφασμό πόνου Η πόρτα βρισκόταν στη θέση της. Δεν είχε κινηθεί ούτε χιλιοστό…
«Κάτσε στην άκρη».
Ο Μίλτος τον απομάκρυνε. Έβγαλε το πιστόλι του. Πυροβόλησε μια φορά κοντά στην κλειδαριά. Η βολίδα σφηνώθηκε στο μίγμα ξύλου και αλουμίνιου.
«Γαμώ τις πόρτες ασφαλείας μου, γαμώ! Πού είναι οι παλιές καλές εποχές του ξύλου; Έδινες μια σπρωξιά κι έπαιρνες μαζί μεντεσέδες, κλειδαριές, σύρτες, αλυσιδίτσες κι ό,τι άλλα σκατά είχαν από πίσω»!
Ο Κώστας είχε πισωπατήσει, καλύπτοντας το πρόσωπό του με τα χέρια:
«Ρε μαλάκα!... Καλά που δεν εξοστρακίστηκε, να μας έρθει στο δόξα πατρί, από το πουθενά! Πρόσεχε ρε! Αρχαίε! Που νομίζεις ότι ζεις ακόμη στο ‘80»!
«Δεν αφήνεις τις μαλακίες, λέω εγώ… Λοιπόν, λύση δεν υπάρχει. Περιμένουμε τις ειδικές μονάδες…»
«…ή μπαίνουμε από πάνω»!
Δυο λεπτά αργότερα, ο Κώστας κρεμόταν από το μπαλκόνι του πάνω ορόφου και με μια κίνηση ακροβάτη του τσίρκου προσγειωνόταν στο μπαλκόνι της Τιτάκου. Ο Μίλτος τον παρακολουθoύσε από το πάνω μπαλκόνι:
«Ωραία! Πάνε, τώρα, άνοιξέ μου την πόρτα, γιατί εγώ τη μαϊμού δεν την κάνω»!
Μια στιγμή αργότερα, ο Κώστας άνοιγε στο Μίλτο κι ο πρώην διοικητής του έμπαινε στο διαμέρισμα της Ελένης. Μόνον που Ελένη δεν υπήρχε πουθενά. Και μισή ώρα αργότερα, το διαμέρισμα ήταν γεμάτο μπάτσους. Άλλος έπαιρνε δακτυλικά αποτυπώματα, άλλος φωτογραφίες κι ένας κοιτούσε ερευνητικά το κινητό της Τιτάκου, που ήταν τοποθετημένο μέσα σε μια μικρή διάφανη σακούλα.
«Είναι το εταιρικό της κινητό. Έχει κι άλλο, προσωπικό. Δεν το βρήκαμε πουθενά».
Η φωνή της Πρήχα κάλυψε τις μουρμούρες των μπάτσων. Ο Κώστας έβγαλε το κινητό του από την τσέπη, το άναψε και στράφηκε στην Κατερίνα:
«Πέσ’ το»!
«6945-565736»…
Το κάλεσε. Χτύπησε μια, δυο, τέσσερις φορές. Κι έπειτα, ακούστηκε εκείνος ο χαρακτηριστικός θόρυβος που σήμαινε ότι κάποιος είχε απαντήσει.
«Ελένη»;
«Βιάζεσαι Κωστάκη… Θα σε πάρω εγώ»!
Δεν ήταν η φωνή της Ελένης. Ο Κώστας, πλέον, ήταν σίγουρος: Ήταν ο Διονύσης.
……………………………………………..
Ήταν δεμένη πισθάγκωνα, πάνω σε μια σιδερένια καρέκλα με ξύλινη πλάτη. Προσπάθησα να κινηθεί, αλλά της ήταν αδύνατο. Μπροστά της έβλεπε τον άσπρο όγκο ενός ψυγείου. Θα μπορούσε να βρισκόταν σε μια κουζίνα, αν έβλεπε πλακάκια, ή κάποιον πάγκο, κάποιο τραπέζι… Το δωμάτιο, όμως, ήταν γυμνό. Φωτιζόταν από μια απλή λάμπα, κρεμασμένη από το ταβάνι. Οι τοίχοι δεν ήταν σοβαντισμένοι, αλλά κατασκευασμένοι από πλίνθους. Λες και βρισκόταν σε μια αποθήκη, ενός χωριατόσπιτου, σε μια αγροτική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Και τώρα που το σκεφτόταν, της ερχόταν έντονη η μυρωδιά της κοπριάς.
«Ξύπνησες γλυκιά μου»;
Τινάχθηκε –όσο μπορούσε να τιναχθεί δεμένη πάνω στην καρέκλα. Πίσω της ήταν ο Διονύσης –περισσότερο τον αισθανόταν, παρά τον έβλεπε. Ανέπνεε γρήγορα, κοντά. Σα να λαχάνιαζε…
Εκείνος περπάτησε προς το μέρος της, αλλά δεν σταμάτησε. Την προσπέρασε. Άνοιξε τον καταψύκτη του ψυγείου. Ήταν σχεδόν γεμάτος. Πέταξε κάτι –της φάνηκε σαν μπριζόλα, ή κάτι τέτοιο- που ήταν τυλιγμένο σε αυτά τα ειδικά σελοφάν για το κρέας ή τα φρούτα. Πρέπει να υπήρχαν δεκάδες τέτοια δεματάκια στον καταψύκτη.
Η όρασή της δεν ήταν η καλύτερη. Προσπάθησε να εστιάσει. Τα δεματάκια στον καταψύκτη δεν ήταν μπριζόλες. Ήταν…
Ο Διονύσης έκλεισε το πορτάκι του καταψύκτη με δύναμη. Στράφηκε στο μέρος της:
«Μη βιάζεσαι! Εμείς οι δυο θα το γλεντήσουμε. Αλλά πρώτα θέλω να δω πόσο έξυπνος είναι ο μπατσούλης σου».
Έσκυψε προς το μέρος της. Τώρα τα πρόσωπά τους απείχαν μερικά εκατοστά. Το βλέμμα του δεν ήταν ίδιο με αυτό του ανθρώπου που γνώρισε κάποτε. Θα έλεγε κανείς ότι δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος. Όμως, το μόνο διαφορετικό ήταν το βλέμμα. Εκείνος συνέχισε:
«Αλήθεια, είναι καλύτερος γαμιάς από μένα; Ε; Γαμάει καλύτερα; Τον έχει μεγαλύτερο; Κάνει κόλπα που δεν σου έκανα εγώ; Ε; Πες μωρή καριόλα! Πες»!
Η φωνή του είχε γίνει άγρια. Επιτακτική.
«Ώστε αυτό είναι; Ζηλεύεις»;
Η φωνή της μόλις που έβγαινε. Ακουγόταν ψίθυρος μπροστά στις κραυγές του.
Τραβήχτηκε πίσω. Την κοίταξε με απορία. Έγειρε δεξιά το κεφάλι του:
«Ζηλεύω… Ζηλεύω; Όχι γλυκιά μου»…
Η φωνή του γινόταν όλο και πιο γλυκιά. Συνέχισε:
«Δεν έχει ανάγκη να ζηλέψει ο αετός. Πετάει ψηλά, εκεί που κανείς δεν μπορεί να τον φτάσει. Αφήνει τα σημάδια του, αλλά είναι ο φόβος που γεννάει το βλέμμα του τέτοιος, που τα άλλα πουλιά, αν και τα βλέπουν τα σημάδια, δεν μπορούν να τα αναγνωρίσουν».
Ήταν τρελός. Ψυχασθενής. Είχε βρεθεί στο δρόμο της ένας ψυχασθενής.
Κινήθηκε προς το βάθος του δωματίου. Άρχισε να σέρνει κάτι. Ήταν ένα μικρό κοτέτσι. Καλά φτιαγμένο, με σιδερένιο πλαίσιο, σιδερένια σίτα κολλημένη με ηλεκτροσυγκόλληση. Το έσυρε στην άλλη άκρη. Εκεί που ο τοίχος –τώρα που τα μάτια της συνήθιζαν μπορούσε να ξεχωρίσει- έκανε ένα θολωτό άνοιγμα, σαν τζάκι. Θα πρέπει να ήταν τζάκι κάποτε. Τώρα μπορούσε να δει και την κάπνα στον τοίχο. Άνοιξε την πορτούλα. Κινήθηκε προς το μέρος της.
«Έλα περιστεράκι μου! Το σπιτάκι σου είναι έτοιμο»!
Λίγο αργότερα, η Ελένη ήταν κλειδωμένη στο μικροσκοπικό κοτέτσι και ούρλιαζε. Ο Διονύσης έχτιζε το θολωτό άνοιγμα με τσιμεντότουβλα. Μετά από λίγες κινήσεις του, η Ελένη θα γινόταν ένα με τον τοίχο. Είχε αρχίσει να βεβαιώνεται ότι θα πέθαινε εκεί, ανάμεσα σε δυο σειρές τσιμεντένιους πλίνθους.
«Όχι γλυκειά μου! Όχι τόσο εύκολα. Απλά, θέλω να είμαι σίγουρος ότι δε θα μου το σκάσεις. Γιατί θα πρέπει να λείψω για λίγο».
Άρχισε να πιστεύει ότι ο Διονύσης, αυτός ο διάβολος, μπορούσε να διαβάσει και τη σκέψη της…
Συνεχίζεται...
Σχόλια
Να οργανώσετε ένα κλαμπ. Αλλά δεν αναρωτηθήκατε, ποτέ, γιατί; Έχει μια παροιμία σχετική: είναι να το ΄χει η κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες...
@ avra
Από Δευτέρα εδώ είμαστε...
@ an-lu
Ειδικά εσάς, αγαπητή, θα σας ικανοποιήσουμε πλήρως...
@ november
Στο απλό το καλό...