Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Η κ. Αλεξάνδρου

«Γιώργος Αλεξάνδρου».
Ήταν η πρώτη φορά που έδινε προσοχή στο μικρό όνομα του πρώτου θύματος. Οι εκπλήξεις, σε αυτήν την ιστορία, διαδέχονταν η μία την άλλη. Έτσι, η προσοχή του, είχε επικεντρωθεί σε άλλα. Εξάλλου, η επίσκεψη στην εργασία του πρώτου θύματος, δεν είχε αποδώσει το παραμικρό. Κι ούτε σκόπευε να ανησυχήσει ποτέ την κ. Αλεξάνδρου. Είχε τον καημό της, μόνον οι μπάτσοι της έλειπαν. Όμως, ξαφνικά, αυτό το πρώτο θύμα, έδειχνε ενδιαφέρον. Ήταν ο μοναδικός άνδρας –αν η θεωρία του για το ότι ο Ευσταθίου, ο αστυνομικός, ήταν παράπλευρη απώλεια. Έτσι βρέθηκε έξω από το διαμέρισμα του Αλεξάνδρου, να κοιτάζει τη χάλκινη μικρή επιγραφή στη θωρακισμένη πόρτα και να σκέφτεται αν πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι. Σκέψη στιγμής. Το ξεπέρασε γρήγορα και χτύπησε.
Του άνοιξε η κ. Αλεξάνδρου. Ντυμένη στα μαύρα, ξανθιά, ψηλή, όμορφη γυναίκα. Κι ο Αλεξάνδρου όμορφος ήταν, αλλά, όπως έλεγαν και στη δουλειά του, απόμακρος και μονόχνωτος. «Μα, καλά, πώς τον παντρεύτηκε εκείνη η γυναίκα»!
Την ίδια απορία είχε κι ο Κώστας. Μόνον που αυτός, ως αστυνομικός, μπορούσε να ρωτήσει:
«Θα σας θυμήσω πράγματα που, ίσως, θέλετε να ξεχάσετε, αλλά είναι αναγκαίο. Πού γνωρίσατε τον άνδρα σας»;
«Σε ένα σεμινάριο. Ήμουν κατώτερο στέλεχος μιας πολυεθνικής. Εκείνη την εποχή ψαχνόμουν για το τι θα έκανα με τη ζωή μου. Καθόμασταν δίπλα-δίπλα και με βοηθούσε στα πάντα. Εγώ δεν τα πήγαινα καλά με το μάρκετινγκ. Μόνον στις δημόσιες σχέσεις ήμουν καλή, αλλά το είχα βάλει πείσμα. Είδε το πείσμα μου και, όπως έλεγε αργότερα, τον γοήτευσε. Κι εμένα με γοήτευσε η ευγένειά του. Ο Γιώργος ήταν πολύ ευγενικός… Βγαίναμε τρεις μήνες και δεν μου είχε πιάσει ούτε το χέρι. Αν δεν του έδινα θάρρος εγώ…»
Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της. Μια γυναίκα με μοναδικό προσόν την εμφάνιση, προφανώς από οικογένεια με αυστηρές αρχές,..
«Η οικογένειά σας…»
«Η οικογένειά μου τον υπεραγαπούσε. Η μητέρα μου, δηλαδή, γιατί ο πατέρας μου είχε πεθάνει όταν ήμουν μικρή. Η μητέρα μου έδωσε όλη την αγάπη της…»
Κι όλη την προστατευτικότητά της –σκέφτηκε ο Κώστας. Με μια μάνα βεντούζα πάνω της, δεν είχε πολλές ευκαιρίες.
«Αλήθεια, πού σπουδάσατε»;
«Σε ένα κολλέγιο, εδώ. Η μητέρα μου… Ξέρετε, πού να την άφηνα μόνη»…
Σωστά… Κι έτσι ήρθε κάποιος να την πάρει από το σπίτι της μάνας, με τη συγκατάθεση της μάνας. Ό,τι καλύτερο…
«Ξέρω, σας έχουμε ξαναρωτήσει τα ίδια πράγματα, αλλά, από κάπου πρέπει να αρχίσω… Είχε εχθρούς ο…»
«Κανέναν! Τον αγαπούσαν όλοι. Σας είπα, ήταν τόσο ευγενικός»!
«Είχε χόμπι»;
«Δεν προλάβαινε. Έδινε τα πάντα στη δουλειά του και στο σπίτι μας. Δεν έλειψε ούτε μέρα από τη δουλειά».
«Ούτε όταν έσπασε το πόδι του»;
«Ποιο;»
«Το πόδι του…»
«Λάθος κάνετε. Ο Γιώργος δεν έσπασε ποτέ το πόδι του»!
Κι όμως, το είχε σημειώσει. Του το είχε πει ο ιατροδικαστής. Κόλλησε…
«Μα πώς σας ήρθε»;
Έπρεπε να βρει μια δικαιολογία:
«Έλα ντε… Πώς μου ήρθε; Κοιτάξτε: Κόλλησαν οι σελίδες στο σημειωματάριό μου και γύρισα σε λάθος σημειώσεις. Χίλια συγνώμη! Σας αναστάτωσα! Χίλια συγνώμη»!
«Δεν πειράζει, συμβαίνουν αυτά»…
Σε αυτόν, όμως, δεν είχε ξανασυμβεί να σημειώνει λάθος. Αν είχε σημειώσει λάθος. Έπρεπε να δράσει γρήγορα…
«Με συγχωρείτε για λίγο… Επειδή θα ήθελα να πούμε δυο τρία πράγματα ακόμη, θα ήθελα να τηλεφωνήσω στην υπηρεσία, ότι θα αργήσω, γιατί έχω κι ένα ραντεβού…
«Το τηλέφωνο είναι…»
«Όχι, έχω το κινητό μου, απλά…»
«Ναι, καταλαβαίνω. Να ετοιμάσω έναν καφέ; Ελληνικό, γαλλικό, φραπέ»;
«Ελληνικό. Σκέτο. Διπλό. Αν δε σας κάνει κόπο…»
«Κανέναν»…
Του γύρισε την πλάτη και βγήκε από το σαλόνι. Εκείνος άρπαξε το τηλέφωνό του και βγήκε στο μπαλκόνι. Σχημάτισε τον αριθμό του ιατροδικαστή. Ευτυχώς, το σήκωσε σχεδόν αμέσως:
«Κώστα, ο Θεοδωρίδης είμαι…»
«Δεν έχω άλλο πτώμα χωρίς χέρι για σένα…»
«Κάτσε, κάτσε… Δε μου λες, θυμάσαι αν το πρώτο θύμα, ο Αλεξάνδρου, είχε ένα σπασμένο πόδι»;
«Τι σου ήρθε τώρα…»
«Πες μου ρε Κώστα…»
«Αν θυμάμαι καλά, ναι! Γιατί δεν βλέπεις τις σημειώσεις σου; Όταν σου τα έλεγα, σημείωνες…»
«Αυτές βλέπω. Και έχω σημειώσει για σπασμένο πόδι. Μόνον που…»
«Τι σ έπιασε τώρα…»
«Άκου ρε Ναστούλη, γαμώ την επιστήμη σου! Είμαι με τη γυναίκα του. Και δεν έχει ιδέα»!
«Τι, δεν έχει ιδέα! Πώς… Κοίτα, το σπάσιμο δεν κρύβεται…»
«Κι όμως… Δε μου λες. Αυτό το σπάσιμο του Αλεξάνδρου, πόσο καιρό θα χρειαζόταν για να θρέψει»;
«Τι να σου πω… Δεν μπορώ να στα πω έτσι απ΄ έξω. Να δω, λίγο, τα στοιχεία που έχω… Παίξε την κυρία καντενάτσιο. Ανοίγω το κομπιούτερ μου. Δώσ’ μου δυο τρία λεπτά…»
«Έγινε, πάρε με…»
Έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε στο σαλόνι. Η κ. Αλεξάνδρου καθόταν, ήδη, στον καναπέ, μπροστά από δυο ελληνικούς καφέδες. Κάθισε απέναντί της.
«Λοιπόν, ας συνεχίσουμε…»
«Σας άκουσα, κύριε Θεοδωρίδη…»
Έσκυψε το κεφάλι του.
«Τι είναι αυτό, πάλι, κύριε Θεοδωρίδη; Τι φασούλι μου βγάζετε; Τι σπάσιμο είναι αυτό; Τι σχέση έχει με τη δολοφονία του συζύγου μου»;
«Δεν ξέρω κ. Αλεξάνδρου. Ο ιατροδικαστής, κατά τη νεκροτομή, βρήκε ότι το πόδι του συζύγου σας είχε σπάσει, παλιότερα. Προφανώς θα είχε κάποια βίδα, κάποια λάμα… Εσείς δεν είχατε δει κάποια ουλή; Συνήθως αυτές οι επεμβάσεις αφήνουν ουλές…»
«Τίποτα… Δεν έχω δει τίποτα… Δεν καταλαβαίνω…»
Χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν ο ιατροδικαστής.
«Έλα Ναστούλη…»
«Κοίτα, δεν είναι παλιό κάταγμα. Έγινε περίπου τρεις μήνες πριν τη δολοφονία. Όχι σπουδαία πράγματα, αλλά στο σημείο είχε μια τερατώδη ουλή. Λες και δεν τον χειρούργησε γιατρός, αλλά κομπογιαννίτης. Και η λάμα που του έβαλε, είναι ρωσικής κατασκευής… Όπως το βλέπω, πρέπει να έμεινε στο κρεβάτι γύρω στις 10 μέρες και να περπατούσε με πατερίτσα κανα δυο βδομάδες μετά».
«Κι έπειτα, δε θα κούτσαινε»;
«Όχι ιδιαίτερα. Σου είπα, ήταν σε σημείο καλό για τον ασθενή».
«Ευχαριστώ…»
Έκλεισε το κινητό του και στράφηκε στην Αλεξάνδρου.
«Και τώρα πείτε μου… Απουσίασε για, περίπου έναν μήνα, ο σύζυγός σας τελευταία»;
«Ναι, είχε πάει στη Βουλγαρία, για μια συγχώνευση… Πριν πέντε μήνες. Μάλιστα χάσαμε τις χειμερινές μας διακοπές γι αυτό»…
Το μυαλό του γύριζε σαν τρελό. Στη Βουλγαρία, συγχώνευση. Έπρεπε να ξαναπάει στην εταιρία. Έπρεπε να βρει το λόγο για τον οποίο ο Αλεξάνδρου είχε κρύψει από τη γυναίκα του ένα σπάσιμο. Πρώτα, όμως, έπρεπε να πει στην κ. Αλεξάνδρου ό,τι του είχε πει ο ιατροδικαστής.


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Ο χρήστης An-Lu είπε…
Πολύ καλό twist αυτό!!!!!
Καλό μήνα!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
μη μου πεις!
βουλγάρα δεν ήταν η πόρνη?

μη μου πεις!!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ an-lu
Thanks! Επίσης!

@ ktrotkaya
Θα σου πω... θα σου πω... Και ναι, η πόρνη ήταν Βουλγάρα, αλλά θα σου αποκαλύψω κάτι: για ξεκάρφωμα έβαλα τη Βουλγαρία. Αλλά μη βιάζεσαι.
Ο χρήστης iris είπε…
ενδιαφέρον. Τύφλα να έχει το "24"
Ο χρήστης november είπε…
@iris μην του βάζεις ιδέες, θα αρχίσει να γράφει σενάρια μπας και τον προσέξει κανένας παραγωγός... ;-ΡρΡΡρρρρρ
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ iris
Αν το τραβήξω όπως το "24", πρώτα θα με δολοφονήσει ο Νοέμβριος κι έπειτα θα έρθει να χορέψει στον τάφο μου η Krot!
;-)

@ november
Ωχ, ωχ! Μας πήραν χαμπάρι!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ