Ήταν μόνη της. Στο σπίτι της. Το διαμέρισμα της φαινόταν τεράστιο, άδειο και τρομακτικό. Έβλεπε, κάθε τόσο, στις σκοτεινές γωνιές, πρόσωπα, απειλητικές φιγούρες, να την περιμένουν. Ήταν τρομοκρατημένη.
Γνώριζε ότι στο διπλανό διαμέρισμα, αυτό της ηλικιωμένης γειτόνισσάς της, που την είχε σκοτώσει κι αυτήν ο Διονύσης, ήταν ο Κώστας, ο Μίλτος και -ποιος ξέρει πόσοι- νεαροί μπάτσοι. Ο Θεοφίλου είχε χωθεί σε ένα βαν, απέναντι από την πολυκατοικία της. Η επιγραφή "τώρα το γιαούρτι είναι ζωντανό", θα μπορούσε να ξεγελάσει τους πάντες. Το βαν κινούνταν, κάθε τόσο. Επέστρεφε πότε με την επιγραφή "Ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα" και πότε με μια κόκκινη ρίγα και το λογότυπο "DHL".
Το εξωτερικό μπορεί να άλλαζε σχετικά εύκολα, το εσωτερικό, όμως, ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο: Ο Θεοφίλου και "τα παιδιά του" ήταν καρφωμένοι σε οθόνες μικροκυμμάτων κι άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια όσα γίνονταν στο διαμέρισμα της Τιτάκου, από τα ακουστικά "ψείρες".
Σε στρατηγικά σημεία, στην πολυκατοικία της Τιτάκου, είχαν ακροβολιστεί οι άνδρες του Φρεράκη. Όλα έδειχναν τέλεια.
....................................................................................
Το φορτηγάκι σταμάτησε μπροστά στην πολυκατοικία της Ελένης. Με το που τράβηξε χειρόφρενο ο οδηγός, για την κουστωδία ήχησε συναγερμός: Άλλοι φόρεσαν ακουστικά, άλλοι καρφώθηκαν στις οθόνες, άλλοι έπιασαν τα αυτόματα, άλλοι φόρεσαν τα κράνη κι ο Κώστας χάιδεψε τη λαβή του 45αριού του.
"Ηλεκτρικαί εργασίαι" ανέφερε η επιγραφή στο κόκκινο φορτηγάκι. Από μέσα βγήκε ένας ψηλός, μεσόκοπος κύριος, με μουστάκι. Είχε το ύψος του Διονύση, αλλά το πρόσωπό του ήταν εντελώς διαφορετικό: σκαμμένο από σημάδια ακμής.
"Δεν είναι αυτός"...
Τα λόγια του Μίλτου ήταν η λήξη συναγερμού για όλους. Εκτός από τον Κώστα. Συνέχισε να χαΐδεύει τη λαβή του πιστολιού και να παρακολουθεί, πίσω από τις κουρτίνες, τον ηλεκτρολόγο να πλησιάζει την είσοδο της πολυκατικίας.
Όταν ήχησε το θυροτηλέφωνο της Ελένης, ήταν ο μόνος που είχε τραβήξει το όπλο του. Οι άλλοι, είχαν αιφνιδιαστεί. Έτρεξαν ν αρπάξουν, άλλος το όπλο, άλλος τα ακουστικά για να ακούσουν τη συνομιλία από το θυροτηλέφωνο.
"Ναι";
Η φωνή της Ελένης πρόδιδε την αγωνία της.
"Ηλεκτρολόγος"!
"Δεν... δεν έχω κάποιο πρόβλημα..."
Πέρασε περίπου ένα λεπτό ώσπου να απαντήσει ο βλογιοκομμένος μουστακαλής:
"Δεν είστε η κυρία Τιτάκου; Με καλέσατε πριν δυο βδομάδες, αλλά όποτε και να πέρασα απουσιάζατε. Ήμουν στη γειτονιά και..."
"Δεν... δηλαδή... Αν... Δεν ξέρω..."
Έως ότου η Ελένη βγάλει πέντε λέξεις και σχηματίσει πρόταση, ο Κώστας είχε βγει από το διαμέρισμα της "τρίτης" και είχε μπει στο δικό της. Εκείνη τρόμαξε. Πετάχτηκε πάνω... Της έκανε νόημα, με τον δείκτη, να σωπάσει. Ψιθύρισε:
"Να ΄ρθει άλλη μέρα. Είσαι στο μπάνιο".
"Είμαι στο μπάνιο αυτήν την ώρα. Θα μπορούσατε να περάσετε σε κάποια άλλη στιγμή; Ίσως την άλλη εβδομάδα..."
"Καλά, καλά. Γειά σας".
Ο ηλεκτρολόγος δεν κατάφερε να κρύψει τον εκνευρισμό του. Ούτε κι ο Μίλτος. Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος της Τιτάκου και εισέβαλε:
"Καλά, ρε μαλάκα... Ήρθαμε ένας - ένας, σαν τις γάτες. Στήσαμε όλη την ιστορία μετά φόβου Θεού... Κι εσύ ορμάς και μπαίνεις μέσα; Για να δώσεις οδηγίες προς ναυτιλομένους";
"Εντάξει ρε Μίλτο... Κάτι έπρεπε να πει. Έπρεπε να τον διώξουμε".
"Ας τον αφήναμε ρε συ... Τι θα γινόταν, δηλαδή, αν ερχόταν πάνω ο ηλεκτρολόγος; Θα έβλεπε την κυρία Τιτάκου φοβισμένη. Ε, και; Λες να πήγαινε να το μαρτυρήσει στο Διονύση";
"Καλά, καλά... Έχεις δίκιο".
"Και φύγε από το παράθυρο. Θα φύγει και μόνος του ο ηλεκτρολόγος".
Ο Κώστας πισωπάτησε. Ο ηλεκτρολόγος απομακρυνόταν με το φορτηγάκι. Ο Διονύσης κατέβασε τα κυάλια. Είχε δει ό,τι ήθελε. Κατέβηκε, αργά, αθόρυβα, το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας που βρισκόταν καμιά 100αριά μέτρα πέρα από την πολυκατοικία της Τιτάκου. Δε θα γινόταν εκεί...
Γνώριζε ότι στο διπλανό διαμέρισμα, αυτό της ηλικιωμένης γειτόνισσάς της, που την είχε σκοτώσει κι αυτήν ο Διονύσης, ήταν ο Κώστας, ο Μίλτος και -ποιος ξέρει πόσοι- νεαροί μπάτσοι. Ο Θεοφίλου είχε χωθεί σε ένα βαν, απέναντι από την πολυκατοικία της. Η επιγραφή "τώρα το γιαούρτι είναι ζωντανό", θα μπορούσε να ξεγελάσει τους πάντες. Το βαν κινούνταν, κάθε τόσο. Επέστρεφε πότε με την επιγραφή "Ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα" και πότε με μια κόκκινη ρίγα και το λογότυπο "DHL".
Το εξωτερικό μπορεί να άλλαζε σχετικά εύκολα, το εσωτερικό, όμως, ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο: Ο Θεοφίλου και "τα παιδιά του" ήταν καρφωμένοι σε οθόνες μικροκυμμάτων κι άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια όσα γίνονταν στο διαμέρισμα της Τιτάκου, από τα ακουστικά "ψείρες".
Σε στρατηγικά σημεία, στην πολυκατοικία της Τιτάκου, είχαν ακροβολιστεί οι άνδρες του Φρεράκη. Όλα έδειχναν τέλεια.
....................................................................................
Το φορτηγάκι σταμάτησε μπροστά στην πολυκατοικία της Ελένης. Με το που τράβηξε χειρόφρενο ο οδηγός, για την κουστωδία ήχησε συναγερμός: Άλλοι φόρεσαν ακουστικά, άλλοι καρφώθηκαν στις οθόνες, άλλοι έπιασαν τα αυτόματα, άλλοι φόρεσαν τα κράνη κι ο Κώστας χάιδεψε τη λαβή του 45αριού του.
"Ηλεκτρικαί εργασίαι" ανέφερε η επιγραφή στο κόκκινο φορτηγάκι. Από μέσα βγήκε ένας ψηλός, μεσόκοπος κύριος, με μουστάκι. Είχε το ύψος του Διονύση, αλλά το πρόσωπό του ήταν εντελώς διαφορετικό: σκαμμένο από σημάδια ακμής.
"Δεν είναι αυτός"...
Τα λόγια του Μίλτου ήταν η λήξη συναγερμού για όλους. Εκτός από τον Κώστα. Συνέχισε να χαΐδεύει τη λαβή του πιστολιού και να παρακολουθεί, πίσω από τις κουρτίνες, τον ηλεκτρολόγο να πλησιάζει την είσοδο της πολυκατικίας.
Όταν ήχησε το θυροτηλέφωνο της Ελένης, ήταν ο μόνος που είχε τραβήξει το όπλο του. Οι άλλοι, είχαν αιφνιδιαστεί. Έτρεξαν ν αρπάξουν, άλλος το όπλο, άλλος τα ακουστικά για να ακούσουν τη συνομιλία από το θυροτηλέφωνο.
"Ναι";
Η φωνή της Ελένης πρόδιδε την αγωνία της.
"Ηλεκτρολόγος"!
"Δεν... δεν έχω κάποιο πρόβλημα..."
Πέρασε περίπου ένα λεπτό ώσπου να απαντήσει ο βλογιοκομμένος μουστακαλής:
"Δεν είστε η κυρία Τιτάκου; Με καλέσατε πριν δυο βδομάδες, αλλά όποτε και να πέρασα απουσιάζατε. Ήμουν στη γειτονιά και..."
"Δεν... δηλαδή... Αν... Δεν ξέρω..."
Έως ότου η Ελένη βγάλει πέντε λέξεις και σχηματίσει πρόταση, ο Κώστας είχε βγει από το διαμέρισμα της "τρίτης" και είχε μπει στο δικό της. Εκείνη τρόμαξε. Πετάχτηκε πάνω... Της έκανε νόημα, με τον δείκτη, να σωπάσει. Ψιθύρισε:
"Να ΄ρθει άλλη μέρα. Είσαι στο μπάνιο".
"Είμαι στο μπάνιο αυτήν την ώρα. Θα μπορούσατε να περάσετε σε κάποια άλλη στιγμή; Ίσως την άλλη εβδομάδα..."
"Καλά, καλά. Γειά σας".
Ο ηλεκτρολόγος δεν κατάφερε να κρύψει τον εκνευρισμό του. Ούτε κι ο Μίλτος. Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος της Τιτάκου και εισέβαλε:
"Καλά, ρε μαλάκα... Ήρθαμε ένας - ένας, σαν τις γάτες. Στήσαμε όλη την ιστορία μετά φόβου Θεού... Κι εσύ ορμάς και μπαίνεις μέσα; Για να δώσεις οδηγίες προς ναυτιλομένους";
"Εντάξει ρε Μίλτο... Κάτι έπρεπε να πει. Έπρεπε να τον διώξουμε".
"Ας τον αφήναμε ρε συ... Τι θα γινόταν, δηλαδή, αν ερχόταν πάνω ο ηλεκτρολόγος; Θα έβλεπε την κυρία Τιτάκου φοβισμένη. Ε, και; Λες να πήγαινε να το μαρτυρήσει στο Διονύση";
"Καλά, καλά... Έχεις δίκιο".
"Και φύγε από το παράθυρο. Θα φύγει και μόνος του ο ηλεκτρολόγος".
Ο Κώστας πισωπάτησε. Ο ηλεκτρολόγος απομακρυνόταν με το φορτηγάκι. Ο Διονύσης κατέβασε τα κυάλια. Είχε δει ό,τι ήθελε. Κατέβηκε, αργά, αθόρυβα, το κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας που βρισκόταν καμιά 100αριά μέτρα πέρα από την πολυκατοικία της Τιτάκου. Δε θα γινόταν εκεί...
Η συνέχεια και το τέλος στο επόμενο
Σχόλια
@an-lu: Πλλλάκα με κάνεις; Μας έβγαλε την ψυχή άσε να το τελειώσει επιτέλους!:-Ρ
ναι, έχει δίκιο ο Νοέμβριος. Ευκολάκι.