Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων – Ένα νούμερο

«Δεν είχε γίνει ποτέ καμία συγχώνευση! Το καταλαβαίνεις; Πες μου σε παρακαλώ, εσύ που είσαι απ΄ έξω κι έχεις πιο καθαρό μυαλό. Πες μου, ρε Μίλτο, θα τρελαθώ…»
Ο Μίλτος τον άκουγε με προσοχή. Ο άσπονδος φίλος του ερχόταν και ζητούσε βοήθεια. Τον είχε κολακέψει, αλλά, ταυτόχρονα, έψαχνε και την παγίδα. Δεν άντεξε:
«Ρε Κώστα, θα σκάσω! Αν δε ρωτήσω, θα σκάσω! Πριν δυο μέρες ανταλλάσαμε μπουνιές και τώρα ζητάς βοήθεια; Εξαιτίας σου είμαι εκτός υπηρεσίας κι εσύ μου λες να σου πω τι νομίζω για την υπόθεση»;
«Δυο μυαλά είναι καλύτερα από ένα, Μίλτο»…
«Μαλακίες! Κόλλησες! Στην Πρήχα δεν μπορείς να πας, γιατί περιμένει λύση κι όχι κι άλλα μπερδέματα, σε ποιον θα πας; Στο μαλάκα. Δε μου λες, γράφει μαλάκας στο μέτωπό μου»;
«Ναι ρε! Γράφει! Είσαι μεγάλος μαλάκας! Ρίχνω τα μούτρα μου κι έρχομαι. Ζητάω συγνώμη και βοήθεια. Κι εσύ… εσύ… εσύ… ψάχνεις μαλακίες! Να τι ψάχνεις»!
«Βλέπω, όταν συγχύζεσαι χάνεις την ευγλωττία σου και το λεπτό χιούμορ…»
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Γέλασαν κι οι δυο μαζί, όπως τότε, στη σχολή ενωμοταρχών. Παλιά… Κάθονταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του Μίλτου και, μπροστά τους, ξεθύμαιναν δυο μπίρες. Πρώτος μίλησε ο Κώστας:
«Λοιπόν»;
«Σερσέ λα φαμ»!
«Τι εννοείς»;
«Μια γυναίκα ρε φίλε! Τι άλλο; Ο Αλεξάνδρου, Θεός σχωρέσ’ τον, κατέβασε από την κούτρα του το ταξίδι στη Βουλγαρία, για να πάει με τη γκόμενα. Χειμώνας ήταν, πήγαν για σκι. Έσπασε το πόδι του και άρχισε τα γνωστά στη γυναίκα του, ότι να και καθυστερεί η συγχώνευση, να και τώρα γίνεται, έφαγε την άδειά του κι επέστρεψε όταν έγιανε το πόδι. Και ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Τώρα, εσύ γιατί ψάχνεις αυτήν την ιστορία, δεν το καταλαβαίνω».
«Επειδή ο Αλεξάνδρου δεν φαινόταν τέτοιος άνθρωπος. Μονόχνωτο τον περιγράφουν όλοι και κλειστό χαρακτήρα. Κι αυτός γυρνούσε στις Βουλγαρίες με γκόμενες; Δεν κολλάει, ρε Μίλτο»…
«Από τη Βουλγαρία τι σου είπαν»;
«Όπως τα είπες. Τραυματίστηκε στο σκι, χειρουργήθηκε, νοσηλεύτηκε. Κι έπειτα, πήρε εξιτήριο, τρεις μέρες μετά την επέμβαση. Βγήκε με πατερίτσες. Πήγε στο ξενοδοχείο. Έμεινε εκεί άλλες δυο βδομάδες, ώσπου κατάφερε να περπατήσει χωρίς πατερίτσες. Έβγαλε το γύψο, έκανε μια βδομάδα φυσιοθεραπείες κι έπειτα αναχώρησε για Ελλάδα».
«Μόνος»;
«Στο ξενοδοχείο, πάντως, μια φορά, έμενε μόνος».
«Στο νοσοκομείο»;
«Ούτε που θυμούνται. Πάλι σε τοίχο πέσαμε…»
Η κουβέντα δεν έβγαζε πουθενά κι ο Κώστας το πήρε απόφαση: Θα μιλούσε στην Πρήχα. Σήκωνε τα χέρια του ψηλά. Καληνύχτισε το Μίλτο και περπάτησε ως το σπίτι. Σχεδόν έφθανε, όταν άκουσε το κινητό του τηλέφωνο.
«Ας μη βρήκαν κι άλλο πτώμα…»
Η παράκλησή του έγινε δεκτή. Η Πρήχα, δεν είχε να του πει για άλλο ένα πτώμα.
«Τι έγινε ρε Κατερίνα»;
«Σε ψάχνει η Δώρα…»
«Η Δώρα; Ποια είναι, πάλι, αυτή»;
«Η γυναίκα του Αλεξάνδρου. Σε περιμένει στο σπίτι της».
Πήρε ταξί. Σε είκοσι λεπτά καθόταν, πάλι, στον ίδιο καναπέ. Αυτήν τη φορά, μπροστά τους, ήταν δυο ποτήρια ουίσκι.
«Έπρεπε να σας το πω από την πρώτη φορά κ. Θεοδωρίδη. Ο άνδρας μου, πριν έναν χρόνο, είχε έναν παράνομο δεσμό. Μου είχε πει ότι είχε λήξει, ότι ήταν ένα λάθος με μια ασήμαντη, μια στιγμή αδυναμίας. Τον πίστεψα. Όταν μου είπε ότι θα έλειπε στη Βουλγαρία, για μια συγχώνευση, έψαξα και βρήκα την ασήμαντη. Δεν τον είχε ακολουθήσει κι ησύχασα».
«Πώς ήσασταν σίγουρη ότι δεν τον είχε ακολουθήσει;»
«Μα… τηλεφώνησα στο προσωπικό της τηλέφωνο, στο γραφείο της. Απάντησε, σχεδόν αμέσως».
«Τη γνωρίζετε»;
«Όχι προσωπικά! Δε θα καταδεχόμουν να συνομιλήσω με ένα τσουλί! Άκουσα τη φωνή της και το έκλεισα. Μου έφτανε αυτό».
«Και πώς βρήκατε το τηλέφωνό της»;
«Μου το είχε δώσει ο ίδιος ο Γιώργος, όταν είχε παραδεχτεί τη σχέση τους. Για να βεβαιωθώ πως δε συμβαίνει τίποτα».
«Της τηλεφωνήσατε και τότε»;
«Όχι εγώ. Έβαλα κάποιον άλλον. Έναν ντεντέκτιβ, ή κάτι τέτοιο. Με το αζημίωτο φυσικά…»
«Έχετε το τηλέφωνο του ντεντέκτιβ, ή το όνομά του»;
«Δυστυχώς. Θυμάμαι μόνον το μικρό του όνομα: Διονύσης»…
Ένοιωθε αναγούλα. Το στομάχι του πήγαινε κι ερχόταν. Διονύσης. Λες; Κρατήθηκε και ρώτησε:
«Και το τηλέφωνο της κυρίας;
«2310565765».
Η φωνή του έτρεμε:
«Αυτό είναι το τηλέφωνο του σπιτιού της, ή της εργασίας της»;
«Της εργασίας της, φυσικά. Αυτό με ενδιέφερε. Αν βρισκόταν στην εργασία της, δε θα μπορούσε να είναι με τον άνδρα μου».
Τα τελευταία της λόγια δεν τα είχε, καν, ακούσει. Ήταν σίγουρος, αλλά ήθελε να βεβαιωθεί. Έβγαλε το κινητό του κι έτρεξε τον κατάλογο. Την είχε καταχωρήσει με το μικρό της όνομα: Ελένη. Το βρήκε: 6945565765. Το κινητό της Ελένης ήταν ίδιο με το σταθερό της άλλης γυναίκας στη ζωή του Αλεξάνδρου. Έμενε να καλέσει το σταθερό τηλέφωνο, για να έχει την απόδειξη που ζητούσε. Ο ίδιος, ήταν σίγουρος.
Η Αλεξάνδρου τον κοιτούσε λες κι ήταν εξωγήινος. Είχε σταματήσει να μιλάει. Τον έβλεπε να ασχολείται με το κινητό του, λες και όσα του έλεγε δεν είχαν καμία σχέση με τον άνδρα της, με την υπόθεση. Τον είδε να πληκτρολογεί έναν αριθμό.
Το τηλέφωνο ήχησε τέσσερις φορές. Μετά, ένας περίεργος θόρυβος λες και η κλήση προωθούνταν. Η κλήση ήχησε άλλες τρεις φορές. Κι έπειτα…
«…Κώστα; Εσύ είσαι;»…
Έκλεισε το κινητό του. Το κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο και το έσβησε εντελώς. Στράφηκε στην Αλεξάνδρου:
«Τελείωσε η μπαταρία μου. Μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σας»;
«Φυσικά…»
Του έφερε ένα ογκώδες ασύρματο. Στο μεταξύ, είχε σκεφτεί πού θα καλούσε, για ξεκάρφωμα. Πήρε το Μίλτο:
«Αστυνόμε Παντάκη, θα ήθελα να συναντηθούμε»…
«Τι επισημότητες είναι αυτές ρε Κώστα; Πριν τρεις ώρες τα πίναμε στη βεράντα και τώρα ΄αστυνόμε Παντάκη΄ κι άλλες παπάρες»;
«Δεν μπορώ να σας εξηγήσω από το τηλέφωνο…»
«Έλα στο σπίτι. Τηλεόραση έβλεπα, ούτως ή άλλως».
«Τα λέμε…»
Έκλεισε το ασύρματο και το έδωσε στην Αλεξάνδρου. Εκείνη τον κοιτούσε μέσ’ στα μάτια.
«Είμαστε κοντά»…
Αυτό της είπε μόνο κι έφυγε για του Μίλτου. Ξανά…


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Ο χρήστης november είπε…
ααα... είμαι μεγάλη! Το'χω, το'χω το κληρονομικό χάρισμα, η ρουφιάνα. Πόσο δίκιο είχα! Πόσο δίκιο είχα για τη χοντρή! Γοητευτική και μλκίες. Χοντρή και τσουλί! Πόσο δίκιο είχα (αμα παραληρώ, πείτε μου να το κόψω).
Ο χρήστης iris είπε…
και στο τέλος ανακαλύπτουμε πως το σχεδίασε ο ίδιος ο Κώστας ...
Ο χρήστης Кроткая είπε…
γαμάτο! ΓΑΜΑΤΟ!

εγώ αντίθετα με τον δηλητηριώδη νοέμβριο την είχα συμπαθήσει...

κοίτα να δεις! ο νοέμβριος έχει ένδτικτο!
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ november
Εντάξει Νοέμβριε, το πιάσαμε το υπονοούμενο...

@ iris
ε, να μην υπερβάλουμε κι όλας...

@ krotkaya
Άσε τους βιαστικούς να κρίνουν...

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ