Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στρατιωτικές Ιστορίες ΙΙ -τελευταίο


Η καριέρα μου ως γραφέα του Συντάγματος δεν κράτησε, δα, και πολύ. Δόντι δεν είχα (βύσμα, μέσον, όπως θέλετε πείτε το) κι έτσι, αφού δακτυλογράφησα 100 σελίδες για μία άσκηση επί χάρτου κι ό,τι άλλο είχαν ανάγκη να γίνει γρήγορα, με έστειλαν πίσω στο λόχο μου. Κι από εκεί, ο λοχαγός μου, επειδή θεώρησε ότι… πρόδωσα το λόχο, τον ίδιο και τους συστρατιώτες μου, αποφάσισε να με τιμήσει με το να φρουρήσω τα σύνορα: Με έστειλε στο φυλάκιο.

Υποτίθεται ότι το φυλάκιο ήταν η εξορία του Αδάμ. Ακριβώς απέναντι από τα σύνορα, στην εσχατιά της ελληνικής γης, κοντά στο παραμεθόριο χωριό Μάνδρα. Η υπηρεσία πήγαινε δύο μέσα μία έξω (για τους μη μυημένους το «δύο μέσα» σημαίνει ότι δύο μέρες τη βδομάδα έχεις υπηρεσία και το «μία έξω» ότι την τρίτη μέρα μετά τις δύο της υπηρεσίας, ότι μπορείς να πάρεις έξοδο. Η έξοδος ήταν άδεια εξόδου από το χώρο του φυλακίου από τις 6 το απόγευμα ως τις 10 το βράδυ (επιστροφή με το σιωπητήριο και την κατάκλιση. Διότι, αγαπητοί αναγνώστες, στο στρατό υποτίθεται ότι πέφτουν για ύπνο στις 10 το βράδυ και ξυπνούν στις 6 το πρωί. Υποτίθεται…). Για να μείνεις ως τα μεσάνυχτα εκτός, έπρεπε να πάρεις δίωρη άδεια παραμονής (γνωστή, απλά, ως «δίωρη»). Για να κοιμηθείς κάπου αλλού, έπρεπε να πάρεις άδεια διανυκτερεύσεως (γνωστή ως «διανυκτέρευση») και για να γίνει κάτι τέτοιο θα έπρεπε να έχεις συγγενείς α βαθμού στην έδρα της μονάδας.

Στο φυλάκιο, λοιπόν, δεν είχε τέτοια μπερεκέτια. Έξοδος 6 με 10. Τελεία και παύλα. Το ερώτημα, όμως, που προέκυπτε, ήταν το εξής: Άντε και βγήκες 6 με 10. Πού πας; Στη Μάνδρα; Το χωριό διέθετε 99 σπίτια. Ποτέ δεν έγιναν 100. Κι όπως έλεγαν οι κοντοχωριανοί Σουφλιώτες, με το που χτιζόταν το εκατοστό, κάτι γινόταν και γκρεμιζόταν ένα άλλο. Κι έτσι, τα σπίτια στη Μάντρα, έμεναν πάντα 99. Κι οι φαντάροι του φυλακίου, έμεναν στο φυλάκιο.

Ήταν πρωί Δευτέρας, όταν τελείωσα με τη δακτυλογράφηση. Ηλίθιος επαγγελματίας όπως ήμουν, θεώρησα ότι με το που τελείωσα τη δουλειά, έπρεπε να το αναφέρω στον ανώτερό μου. Το είπα, λοιπόν, στο συνταγματάρχη.

-Τελείωσες κι όλας;

-Βασικά, κ. συνταγματάρχα, είχα τελειώσει από την προηγούμενη βδομάδα, αλλά ο ταγματάρχης του 3ου γραφείου με έβαλε να δακτυλογραφήσω και μια δική του άσκηση και…

-Και την τέλειωσες κι αυτήν;

-Μάλιστα…

-Τι να σου πω βρε παιδάκι μου… Άλλος στη θέση του θα δακτυλογραφούσε ως το τέλος της θητείας του και πάλι δε θα είχε τελειώσει. Τέλος πάντων. Πάνε, τώρα, στο λόχο σου και, σε δυο μήνες, που θα σε χρειαστώ πάλι, θα σε ειδοποιήσω.

Επέστρεψα στο λόχο μου. Όχι ότι έκανα και κανένα μεγάλο ταξίδι… Το κτίριο του συντάγματος ήταν σε απόσταση 20 μέτρων από την πόρτα του λόχου. Και, το μεσημέρι, εμφανίστηκα στη μεσημβρινή αναφορά του λόχου, για να δηλώσω ότι η εργασία μου στο σύνταγμα είχε τελειώσει.

-Ωραία! Και τώρα λοχία, καιρός να υπηρετήσεις τον ελληνικό στρατό. Ετοίμασε τα πράγματά σου. Φεύγεις για το φυλάκιο.

Άλλος στη θέση μου, θα πήγαινε στο συνταγματάρχη, θα έλεγε το παράπονό του και, πριν αλέκτωρ λαλείσαι, ο λοχαγός θα βρισκόταν διοικητής του φυλακίου κι ο χρήσιμος φαντάρος γραφέας στο σύνταγμα, με μετάθεση. Εγώ θεώρησα ότι η τιμωρία ήταν δίκαιη. Και δεν έχασα.

Διότι, στο τρομακτικό φυλάκιο, ανακάλυψα το τι σημαίνει λούφα, οργάνωση του ελληνικού στρατού και άξιοι Έλληνες αξιωματικοί. Ακούστε: Ή, μάλλον, διαβάστε:

Όταν έφθασα στο φυλάκιο με υποδέχτηκε ο διοικητής του: Ένας «Δόκιμος»(κανονικός τίτλος ΔΕΑ=Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός). Ένας φαντάρος, δηλαδή, ο οποίος κατά τη διάρκεια της… φουσκωμένης θητείας του, δοκιμαζόταν σε ειδικές θέσεις για το αν είχε τα προσόντα να διοικήσει. Όχι μέσω κάποιου διαγωνισμού, ή φοιτώντας σε μια σχολή (όπως η ΣΑΣ, η ΣΣΕ και άλλες τέτοιες –έστω και η ΣΜΥ). Αλλά διεκπεραιώνοντας δουλειές που έπρεπε να διεκπεραιώσουν οι μόνιμοι αξιωματικοί. Ένας τέτοιος δόκιμος ήταν ο… διοικητής του φυλακίου.

Παλιότερα (αλλά πολύ παλιότερα, κοντά στο ΄40) Δόκιμοι γίνονταν οι δάσκαλοι. Γι αυτό και τα βουνά της Αλβανίας έχουν γεμίσει από τα κόκαλα των δασκάλων, που έπεσαν για την πατρίδα. Αργότερα, δόκιμοι γίνονταν οι βυσματούχοι. Γιατί ο δόκιμος μένει εκτός στρατώνα, πληρώνεται και τρώει στη στρατιωτική λέσχη. Στην εποχή που πήγα εγώ φαντάρος, δόκιμοι γίνονταν οι καβλωμένοι. Οι σύγχρονοι Ράμπο. Με σκοπό, όταν ολοκλήρωναν τη θητεία τους, να έβαζαν κι ένα μέσον και να ΄μεναν μόνιμοι, για να φθάσουν το πολύ ως το βαθμό του ταγματάρχη και να αποστρατευθούν με μια καλούτσικη σύνταξη.

Ένας τέτοιος Ράμπο ήταν ο νέος μου διοικητής.

Το πρόγραμμα της διαβίωσης στο φυλάκιο ήταν καθημερινά το ίδιο: Ξυπνούσαμε όποτε θυμόμασταν. Ή, όποτε είχαμε υπηρεσία. Παίζαμε τάβλι ώσπου βαριόμασταν. Ή , έως ότου είχαμε υπηρεσία. Τρώγαμε όλοι μαζί, σα μια καλή οικογένεια, το φαγητό που ερχόταν, έτοιμο, από την έδρα της μονάδας. Και κοιμόμασταν, έως ότου είχαμε υπηρεσία.

Οι υπηρεσίες ήταν οι εξής: Περίπολο(τρεις φαντάροι περπατούν από τη μια σκοπιά ως την άλλη, κυκλώνοντας έναν τομέα), σκοπιά (απλά πράγματα, δε χρειάζεται εξήγηση), λούφα (δυο φαντάροι τρυπώνουν σε μια τρύπα στη γη και… στήνουν αφτί, για να καταγράψουν ύποπτες κινήσεις, λουφάζουν, δηλαδή) και παρατηρητήριο (σκοπιά, από όπου με κιάλια παρατηρείς απέναντι, τις κινήσεις του εχθρού).

Μόνιμος αντίπαλός μου στο τάβλι, ξυλουργός από τη Νέα Ραιδεστό. Πόρτες παίζαμε; Πρώτη ζαριά του, το 6-5. Δική μου, το ασσόδυο. Δεύτερη ζαριά του, πάλι 6-5. Τρίτη ντόρτια, τέταρτη πεντάρες και πάει λέγοντας. Πλακωτό παίζαμε; Με τι πλάκωνε την παραμάνα; Με ντόρτια;

-Θα ΄χει πλάκα…

Αυτό μουρμούριζε κι έριχνε τα ζάρια. Κατά μία διαβολική σύμπτωση, πάντα είχε πλάκα. Ακόμη και στα παιχνίδια που ξέφευγα από τις αρχικές ζαριές, η εξέλιξή τους ήταν προκαθορισμένη.

Άλλο παιχνίδι που έδινε κι έπαιρνε, το βόλεϊ. Κι εκεί, έγινε άλλο ένα περιστατικό, χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατούσε.

Οι σχέσεις μας με τους ανθρώπους του απέναντι φυλακίου ήταν άριστες. Συχνά τα λέγαμε, στη μεθόριο, στα αγγλικά συνήθως. Στην πλειοψηφία τους ήταν μορφωμένοι, προερχόμενοι από μειονότητα, για να είναι αναγκασμένοι στα δύσκολα να προχωρήσουν μπροστά και να μην την κάνουν για πίσω. Κι επειδή ήμασταν εννιά, καλούσαμε τρεις γείτονες για να σχηματίσουμε δωδεκάδα για διπλό στο βόλεϊ.

Ένα απογευματάκι –κι ενώ το σκορ ήταν 12-11 (τότε τα σετ έληγαν στα 15) και τη μία ομάδα απαρτίζουν τρεις Έλληνες και τρεις «οχτροί»- εμφανίζεται στα 500 μέτρα το τζιπάκι του διοικητή της βασικής μονάδας. Παγώσαμε! Να το βάλουν στα πόδια οι επισκέπτες, ήταν αδύνατο. Να τους κρύψουμε, το ίδιο. Έμειναν, λοιπόν, σε στάση προσοχής, να βλέπουν το τζιπάκι να πλησιάζει.

Ευθυτενής, λυγερόκορμος, κατέβηκε ο αντισυνταγματάρχης.

-Τι έγινε; Τι κάνουμε εδώ; Παίζουμε; Παίζουμε;

Άρρωστος φίλαθλος του Ολυμπιακού, είχε μια ιδιαίτερη σχέση μαζί μου, ως αιωνίου αντιπάλου από τη Θεσσαλονίκη μεν, αλλά οπαδού ομάδας που στηρίζεται στον κόσμο της, όπως –πίστευε- και η δική του. Με κοίταξε, χαμογέλασε και πλησίασε ακόμη περισσότερο.

Οι καλεσμένοι μας είχαν γίνει άσπροι! Ιδροκοπούσαν σαν τα μοσχάρια και σίγουρα πίστευαν ότι, σε λίγα λεπτά, θα εκτελούνταν κάπου στην ενδοχώρα. Ο διοικητής τους είδε, χαμογέλασε (εκείνοι παρέμεναν προσοχή, ενώ εμείς ως… παλιοί γνωστοί, είτε ξύναμε ιδιαίτερες περιοχές του σώματος, είτε μουρμουρίζαμε κάτι του στιλ «τι θέλει τώρα μωρέ και δε μας αφήνει στην ησυχία μας»…) και στράφηκε σε μένα:

-Ρε λοχία, τι έχουν αυτόί και ιδρώνουν έτσι; Άρρωστοι είναι;

-Νέοι είναι κύριε διοικητά. Γι αυτό κάθονται προσοχή μια ώρα!

-Νέοι, ε;

Γύρισε προς το μέρος τους.

-Τι κοιτάτε ρε ψάρακες; Σφικτά τα χέρια στα πλευρά! Καθήστε πιο ίσια! Μέσα τα στομάχια!

Ξαναγύρισε προς τα μένα, με το χαμόγελο της επιτυχίας. Μου ψιθύρισε:

-Ψαρώσανε…

-Τά ΄χουνε κάνει πάνω τους! Αλλά κι εσείς, μην είστε τόσο άγριος…

-Νέοι είναι! Δε θα πάθουν τίποτα! Άσ’ τους. Αν γίνει κάτι με τους απέναντι, να είναι σκληροί!

Και με τα λόγια αυτά, μπήκε ξανά στο τζιπάκι του κι έφυγε, με τον οδηγό του (έναν πόντιο από το Κιλκίς) να μην του έχει μείνει άντερο από το γέλιο.

Εκείνη τη μέρα έληξε άδοξα η κοινή προσπάθεια για το καλύτερο καρφί και το πιο αποτελεσματικό μπλοκ. Βόλεϊ δεν ξαναπαίξαμε. Κι ο Δόκιμος, που όλη εκείνη την ώρα έτρωγε τα νύχια του κι είχε φθάσει αγκώνα, γιατί σαν υπεύθυνος διοικητής του φυλακίου θα έβρισκε το μπελά του, ζήτησε μετάθεση. Κι έτσι, βρέθηκε στην Κύπρο. Για κακή του τύχη, μαζί με τον συγκεκριμένο αντισυνταγματάρχη.

Δίνω τέλος στα στρατιωτικά ενθυμήματα με μια ιστορία από το ΚΕΒΟΠ, στο Χαϊδάρι. Ο λοχαγός έψαχνε τρεις ανθρώπους που θα μπορούσαν να βάψουν τη μάντρα του στρατοπέδου (μήκους ατέλειωτων χιλιομέτρων) σε χρώμα γκρι. Προσφέρθηκα με άλλους δύο που, φυσικά, δεν είχαν ιδέα από βούρτσες.

-Δε θέλουμε να δώσουμε χρήματα. Ό,τι μπορείτε να κάνετε, κάντε το με τα υλικά που έχουμε, μας είπε και μας οδήγησε στην αποθήκη.

Εκεί βρήκαμε ασβέστη, πολύ ασβέστη και πάρα πολύ ασβέστη. Βρήκαμε, επίσης, και ασβέστη. Κι επειδή με ασβέστη δεν μπορείς να βάψεις γκρι, ρίξαμε μέσα φούμο και πετύχαμε την πολυπόθητη απόχρωση.

Όταν, επιτέλους, τελειώσαμε το βάψιμο, πήραμε τριήμερη τιμητική άδεια. Οι δυο Αθηναίοι συνάδελφοι πήγαν στα σπίτια τους. Εγώ, ταξίδεψα Θεσσαλονίκη, για να πλύνω τα ρούχα μου, που είχαν γίνει χάλια κι επέστρεψα την επομένη (με το ΚΤΕΛ, αφού χρήματα για αεροπλάνο δεν υπήρχαν).

Την ημέρα που φεύγαμε από το ΚΕΒΟΠ για τις μονάδες, έπιασε βροχή. Καθώς απομακρυνόμουν μέσα από το στάγερ, έβλεπα το γκρι να ξεπλένεται από τα νερά της βροχής κι ο μαντρότοιχος να αποκτά και πάλι το παλιό καλό του χρώμα…

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
Την ίδια θητεία με το Μαχαιρίτσα έχεις κάνει, ε;

Διδυμότοιχο τζαζ όμως το δικό σου!
Ο χρήστης iris είπε…
τι ψαρούκλες όμως !! Πολύ γέλασα. Είμαι σίγουρη πως με τέτοιους αντισυνταγματάρχες οι απέναντι θα είναι μέχρι σήμερα χεσμένοι πάνω τους (από τα γέλια ίσως)
Ο χρήστης Κωστής Γκορτζής είπε…
Το σχόλιο αυτό το κάνω μετά την 'επίσκεψή' σου στο τελευταίο κείμενό μου για να καταλάβεις τι θέλω να πω για αντικειμενικά δεδομένα.

Λοιπόν, υποθέτουμε ότι ο Αντισυνταγματάρχης ΔΕΝ ΗΤΑΝ καθυστερημένος εκ γενετής. Και κατεβαίνοντας από το τζίπ είχε την ευφυία να διαπιστώσει ότι ο ...αριθμός των φαντάρων ήταν υπερβολικά μεγάλος.
Τι ΕΠΡΕΠΕ, βάσει των κανονισμών να κάνει;
1. Να διατάξει την άμεση σύλληψη των 'οχτρών'.
2. Να διατάξει τη σύλληψη του Διοικητή και να τους πάρει ΟΛΟΥΣ και να πάει στο Φρουραρχείο.
3. Να αναφέρει αμέσως το γεγονός ιεραρχικά στον στρατηγό Σωματάρχη.

Ο Σωματάρχης:
1.Έπρεπε να ενημερώσει τον Αρχηγό του Στρατού ο οποίος με τη σειρά του θα ενημέρωνε τον Α/ΓΕΕΘΑ και αυτός τον Υφυπουργό Άμυνας που θα το έλεγε στον Υπουργό.
2. Έπρεπε να διατάξει αμέσως Προανάκριση τόσο για τους 'οχτρούς' που μπήκαν στο ελληνικό έδαφος, όσο και για τους γηγενείς που ήρθαν σε επαφή με τον εχθρό και μπορεί να αντάλλασσαν και πληροφορίες.
3. Έπρεπε να διατάξει και τη σύλληψη/αντικατάσταση των υπολοίπων υπηρετούντων στο Φυλάκιο και να τους παραπέμψει κι αυτούς στο Στρατοδικείο.

Εν τω μεταξύ, στο χάος του Πενταγώνου ο κ. Βερύκκιος θα ανακάλυπτε το ρεπορτάζ της ζωής του "μπουρδέλο τα σύνορα, μπαινοβγαίνουν οι οχτροί σα στο σπίτι τους" και θα αναρωτιόταν παρέα με τον Τραγκαουνάκη "μα δεν έχει παραιτηθεί ακόμα ο ΥΕΘΑ;"

Κι εσύ φίλε μου diastimata, και οι φίλοι σου, με τον Ράμπο Δόκιμο, θα φτύνατε αίμα για να ξετινάξετε από επάνω σας χαρακτηρισμούς που δεν φαντάζεσαι περιπλανώμενος από Στρατοδικείο σε Στρατοδικείο για πολύ περισσότερα χρόνια από αυτά που μπορείς να διανοηθείς.

Προφανώς, ο Αντισυνταγματάρχης ήταν πολύ ευφυής για να παίξει τον μαλάκα πολύ επιτυχημένα και να μη μετατρέψει μια "φυσιολογική" δραστηριότητα σε εφιάλτη για όλους... Πράγμα που θα έκανε ΑΝ ΗΤΑΝ ΒΛΑΚΑΣ.

Συγνώμη αν με υποθέσεις χαλώ το πνεύμα της πλάκας αλλά ήθελα να δώσω και την άλλη όψη του νομίσματος που συχνά δεν θέλουμε να δούμε.
Ο χρήστης diastimata είπε…
Η δική μου λογική είναι διαφορετική: Διακρίνω την ανάγκη να παίζω βόλεϊ με το γείτονά μου. Δε διακρίνω καμία ανάγκη να δαπανώ τεράστια ποσά για να εξοπλίζομαι και να μισθοδοτώ ανθρώπους που, στην πλειοψηφία τους(πρόσεξε, στην πλειοψηφία τους, όχι φίρδην μίγδην όλους στο ίδιο τσουβάλι), αν δεν υπήρχε ο στρατός, θα ήταν γραφικοί κλοζάρ.
Ο χρήστης Κωστής Γκορτζής είπε…
Την ανάγκη σου την καταλαβαίνω. Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ. Το ίδιο ΕΚΑΝΑ κι εγώ (κάπως διαφορετικά).
Κι έχεις και δίκιο που δεν διακρίνεις την ανάγκη για εξοπλισμούς και τα άλλα γραφικά.

Δεοντολογικά, όμως, θα έπρεπε να έχεις γνωρίσει το σύνολο των ένστολων Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας για να καταλήξεις στο συμπέρασμα πώς η 'πλειοψηφία' τους θα ήταν γραφικοί 'κλοζάρ' αν δεν υπήρχε ο Στρατός.
Αλλιώς, νομίζω ότι θα ήταν σωστότερη η έκφραση 'η πλειονότητα από όσους γνώρισα εγώ'.
Ο χρήστης diastimata είπε…
Να δεχτώ την έκφραση "η πλειονότητα όσων γνώρισα εγώ" και να πάμε παρακάτω...

;-)
Ο χρήστης Κωστής Γκορτζής είπε…
Ήδη είμαι εκεί. :)

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ