Περπατούσε προς το σπίτι. Είχε νυχτώσει. Τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου είχαν τυλίξει τα πάντα. Σήκωσε το κεφάλι του. Έψαξε για το φεγγάρι. Μια ημικυκλική, λεπτή γραμμή, σαν ένα κομμένο νύχι, έδειχνε το σημείο όπου έπρεπε να ήταν, λογικά, η σελήνη.
«Αν δεν υπήρχαν τα φώτα δε θα έβλεπα τη μύτη μου», σκέφτηκε. Κοινοτυπία, αλλά τέτοιες ώρες, τι άλλο να σκεφτεί κανείς;
Τα βήματά του ήταν γρήγορα. Πλησίαζε. Έστριψε τη γωνία.
«Γαμώ το»!
Βλαστήμησε κι ήταν έτοιμος να φτύσει στο έδαφος. Το μετάνιωσε, τελικά. Έμεινε να κοιτάζει τα σβησμένα φανάρια του δρόμου. Η διαδρομή ως την είσοδο του σπιτιού του ήταν θεοσκότεινη. Δεν ήταν ότι φοβόταν ιδιαίτερα. Αλλά είχε συνηθίσει στο πορτοκαλί φως και του φαινόταν ακόμη πιο σκοτεινό το τελευταίο μέρος της διαδρομής. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή –εκτός κι αν έμενε στη γωνία, λες και τον είχαν στήσει στο ραντεβού.
«Κοίτα μέρα που χάλασε το αυτοκίνητο», μονολόγησε. Η αλήθεια ήταν ότι δεν αγαπούσε το περπάτημα. Ακόμη και στο περίπτερο πήγαινε με το αυτοκίνητο. Κι όταν, το πρωί, δεν έπαιρνε μπροστά, τον έπιασε κρίση άγχους: Είχε ταχυπαλμία, ανάσαινε με δυσκολία και διαμαντάκια ιδρώτα ξεφύτρωσαν στο μέτωπό του. Έψαξε στη μηχανή, αλλά δε βρήκε το παραμικρό. Κι αναγκάστηκε να φωνάξει την οδική βοήθεια.
Η ζημιά ήταν μεγαλύτερη από ό,τι φαινόταν. Κι έτσι, παράτησε το αυτοκίνητο στο συνεργείο και χρησιμοποίησε τη συγκοινωνία. Μόνον που το μετρό σταματούσε τρία τετράγωνα μακριά από το σπίτι του. Κι αυτήν τη διαδρομή, έπρεπε να την περπατήσει. Αυτό έκανε, δέκα λεπτά τώρα. Μόνον που το τελευταίο κομμάτι της, ήταν θεοσκότεινο.
Πήρε βαθιά ανάσα και ξεχύθηκε στο στενό. Τα βήματά του σα να ήταν πιο βιαστικά από πριν. Και ο ήχος από τα παπούτσια του, σαν να ήταν πιο δυνατός. Τι ήταν εκείνο μπροστά του; Κάτι σα να είχε κουνηθεί στην πυλωτή της διπλανής πολυκατοικίας. Μια σκιά. Σταμάτησε να περπατάει.
«Είναι κανείς εκεί»;
Δεν πήρε απάντηση. Προσπάθησε να διακρίνει κάτι μέσα στο σκοτάδι. Ήταν αδύνατο. Είπε να συνεχίσει να περπατά. Δεν μπορούσε, όμως, να σύρει τα πόδια του.
«Έλα τώρα! Τι παιδιακίσια καμώματα είναι αυτά»; Μονολόγησε πάλι και έκανε το πρώτο βήμα προς τα εμπρός. Πλησίαζε, τώρα, την ύποπτη πυλωτή. Κοιτούσε προς τα εκεί, αλλά φαινόταν έρημη. Δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο εκεί. Μόνον η είσοδος κι οι τοίχοι. Και, φυσικά, κανείς άνθρωπος. Τίποτα το ζωντανό.
Αυτές ήταν κι οι τελευταίες σκέψεις του. Όταν άκουσε το σφύριγμα στον αέρα κι ένοιωσε τη λεπίδα να του κόβει το λαιμό, από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ κάποιος σα να του έσπρωχνε τη μέση προς τα εμπρός, δεν είχε χρόνο να σκεφτεί το παραμικρό. Ο λαιμός του άνοιξε κι από την κομματιασμένη καρωτίδα ανάβλυζε σιντριβάνι το αίμα.
(συνεχίζεται)
Σχόλια
πριν από λίγο γύρισα απ' τη δουλειά και είμαι κομμάτια. η ιστορία όμως ήταν ό,τι έπρεπε για να με ξυπνήσει.
Κουράγιο να έχεις. Σήμερα το δεύτερο μέρος
@ krotkaya
Και δεν είδες τίποτα ακόμη, αγαπητή