Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μια ακατάστατη σειρά πτωμάτων - Ο πρώτος

Περπατούσε προς το σπίτι. Είχε νυχτώσει. Τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου είχαν τυλίξει τα πάντα. Σήκωσε το κεφάλι του. Έψαξε για το φεγγάρι. Μια ημικυκλική, λεπτή γραμμή, σαν ένα κομμένο νύχι, έδειχνε το σημείο όπου έπρεπε να ήταν, λογικά, η σελήνη.

«Αν δεν υπήρχαν τα φώτα δε θα έβλεπα τη μύτη μου», σκέφτηκε. Κοινοτυπία, αλλά τέτοιες ώρες, τι άλλο να σκεφτεί κανείς;

Τα βήματά του ήταν γρήγορα. Πλησίαζε. Έστριψε τη γωνία.

«Γαμώ το»!

Βλαστήμησε κι ήταν έτοιμος να φτύσει στο έδαφος. Το μετάνιωσε, τελικά. Έμεινε να κοιτάζει τα σβησμένα φανάρια του δρόμου. Η διαδρομή ως την είσοδο του σπιτιού του ήταν θεοσκότεινη. Δεν ήταν ότι φοβόταν ιδιαίτερα. Αλλά είχε συνηθίσει στο πορτοκαλί φως και του φαινόταν ακόμη πιο σκοτεινό το τελευταίο μέρος της διαδρομής. Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή –εκτός κι αν έμενε στη γωνία, λες και τον είχαν στήσει στο ραντεβού.

«Κοίτα μέρα που χάλασε το αυτοκίνητο», μονολόγησε. Η αλήθεια ήταν ότι δεν αγαπούσε το περπάτημα. Ακόμη και στο περίπτερο πήγαινε με το αυτοκίνητο. Κι όταν, το πρωί, δεν έπαιρνε μπροστά, τον έπιασε κρίση άγχους: Είχε ταχυπαλμία, ανάσαινε με δυσκολία και διαμαντάκια ιδρώτα ξεφύτρωσαν στο μέτωπό του. Έψαξε στη μηχανή, αλλά δε βρήκε το παραμικρό. Κι αναγκάστηκε να φωνάξει την οδική βοήθεια.

Η ζημιά ήταν μεγαλύτερη από ό,τι φαινόταν. Κι έτσι, παράτησε το αυτοκίνητο στο συνεργείο και χρησιμοποίησε τη συγκοινωνία. Μόνον που το μετρό σταματούσε τρία τετράγωνα μακριά από το σπίτι του. Κι αυτήν τη διαδρομή, έπρεπε να την περπατήσει. Αυτό έκανε, δέκα λεπτά τώρα. Μόνον που το τελευταίο κομμάτι της, ήταν θεοσκότεινο.

Πήρε βαθιά ανάσα και ξεχύθηκε στο στενό. Τα βήματά του σα να ήταν πιο βιαστικά από πριν. Και ο ήχος από τα παπούτσια του, σαν να ήταν πιο δυνατός. Τι ήταν εκείνο μπροστά του; Κάτι σα να είχε κουνηθεί στην πυλωτή της διπλανής πολυκατοικίας. Μια σκιά. Σταμάτησε να περπατάει.

«Είναι κανείς εκεί»;

Δεν πήρε απάντηση. Προσπάθησε να διακρίνει κάτι μέσα στο σκοτάδι. Ήταν αδύνατο. Είπε να συνεχίσει να περπατά. Δεν μπορούσε, όμως, να σύρει τα πόδια του.

«Έλα τώρα! Τι παιδιακίσια καμώματα είναι αυτά»; Μονολόγησε πάλι και έκανε το πρώτο βήμα προς τα εμπρός. Πλησίαζε, τώρα, την ύποπτη πυλωτή. Κοιτούσε προς τα εκεί, αλλά φαινόταν έρημη. Δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο εκεί. Μόνον η είσοδος κι οι τοίχοι. Και, φυσικά, κανείς άνθρωπος. Τίποτα το ζωντανό.

Αυτές ήταν κι οι τελευταίες σκέψεις του. Όταν άκουσε το σφύριγμα στον αέρα κι ένοιωσε τη λεπίδα να του κόβει το λαιμό, από τα αριστερά προς τα δεξιά, ενώ κάποιος σα να του έσπρωχνε τη μέση προς τα εμπρός, δεν είχε χρόνο να σκεφτεί το παραμικρό. Ο λαιμός του άνοιξε κι από την κομματιασμένη καρωτίδα ανάβλυζε σιντριβάνι το αίμα.

(συνεχίζεται)

Σχόλια

Ο χρήστης iris είπε…
εξαιρετικό. περιμένω εναγωνίως τη συνέχεια !!

πριν από λίγο γύρισα απ' τη δουλειά και είμαι κομμάτια. η ιστορία όμως ήταν ό,τι έπρεπε για να με ξυπνήσει.
Ο χρήστης Кроткая είπε…
γιατί τόσο -καίτοι ταλαντούχο- σπλάττερ?
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ iris

Κουράγιο να έχεις. Σήμερα το δεύτερο μέρος

@ krotkaya

Και δεν είδες τίποτα ακόμη, αγαπητή

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ