Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μηχανήματα του διαόλου


Η αλήθεια είναι ότι πολύ σπάνια παρκάρω σε θέση ελεγχόμενη. Συνήθως η τύχη μου θυμίζει τον Γκαστόνε και, εκεί που θέλω να βρω παρκάρισμα, εκεί βρίσκω, ακόμη κι αν χρειαστεί να τριγυρνάω μισή ώρα. Κι όποτε πάρκαρα σε θέση με παρκόμετρο, ποτέ δεν έτυχε να με γράψουν(όχι, δεν κοιμάμαι με τον μητροπολίτη - είναι μεγάλος για τα γούστα μου, άσε που με γαργαλάει το γενάκι).
Σήμερα το πρωί, όμως, καθώς είχα αργήσει υπέρ του δέοντος για την πρωινή μου εργασία (διότι, για να συγκεντρώσω ένα συμπαθητικό ποσόν για τα προς το ζην έχω και μεσημβρινή ΚΑΙ βραδινή δουλειά -θα είχα και νυχτερινή, αλλά δε μου βγαίνουν οι ώρες), αποφάσισα να παρκάρω σε θέση με κάρτες ελέγχου.
Στη συγκεκριμένη θέση ένας τρόπος υπήρχε να αποκτήσω κάρτα: να απευθυνθώ στο κοντινό -είναι η αλήθεια- μηχάνημα έκδοσης. Χωρίς δεύτερη σκέψη (αφού, ίσως λόγω της συνεχούς τύχης στο θέμα παρκάρισμα δεν παρανομώ), κατευθύνθηκα στο μηχάνημα για να βγάλω εισιτήριο.
Διάβασα προσεκτικά τις οδηγίες:
1. Σχηματίσατε τον αριθμό κυκλοφορίας, χωρίς τα γράμματα.
Το έκανα. Στην οθόνη είδα τον αριθμό μου και αμέσως μετά την ένδειξη: Αριθμός αδύνατος. Σκέφτηκα να τον ταΐσω κάτι -ήταν η ώρα της τυρόπιττας- αλλά μετά αποφάσισα να ξαναπληκτρολογήσω. Το ξαναέκανα. Τα ίδια. Πρώτα ο αριθμός κι αμέσως μετά, ηχητικό σήμα και "αριθμός αδύνατος". Χρειάστηκε η επιμονή μου και πέντε προσπάθειες για να αλλάξει το ηχητικό σήμα και να μου δώσει το μηχάνημα τη δυνατότητα να προχωρήσω στο δεύτερο βήμα.
2. Ρίψατε το αντίτοιμον. Μία ώρα 1,40, δύο ώρες 2,20. Κοίταξα τα ψιλά. Είχα δίευρο και 50λεπτο. Η επιγραφή ανέγραφε σαφέστατα: Το μηχάνημα δε δίνει ρέστα. Αποφάσισα να ενισχύσω οικονομικώς το δήμο με 30 λεπτά επιπλέον. Έριξα τα κέρματα. Το μηχάνημα τα έφτυσε, από την ειδική σχισμή. Ξαναπροσπάθησα. Ντινγκ ντινγκ από πάνω, ντλονγκ ντλονγκ από κάτω. Είχα, ξανά, στα χέρια μου, τα κέρματά μου. Τα κοίταξα προσεκτικά μήπως ήταν χτυπημένα, μήπως ήταν κίβδηλα και προσπαθούσα να καταλάβω για ποιον λόγο τα χρήματά μου δεν περνούσαν στο συγκεκριμένο μηχάνημα. Δεν βρήκα άκρη κι επανέλαβα: Ντινγκ Ντινγκ, ντλονγκ ντλονγκ. Την απορία μου έλυσε ο λαχειοπώλης της γωνίας: "Πρέπει να ρίξεις το ακριβές αντίτοιμο", μου είπε. Και μου έδωσε ένα 20λεπτο. Τον ευχαρίστησα, προσπάθησα να του δώσω το 50λεπτο, αλλά ήταν υπερβολικά περήφανος για να το δεχτεί. Που είχαμε μείνει; Α, ναι:
2. Ρίψατε το αντίτοιμον. Μία ώρα 1,40, δύο ώρες 2,20. Έριξα τα 2,20.
3. Πατήσατε το πράσινο κομβίον. Το πάτησα. Ουδεμία αντίδρασις. Το μηχάνημα στέκονταν παγερά αδιάφορο στις ενέργειες των ακροδακτύλων μου. Ξαναπάτησα. Τα ίδια. Τρίτο πάτημα και, ξανά, ο ίδιος μισητός ήχος: Ντλονγκ Ντλονγκ!
Επανέλαβα τα βήματα 1-3. Αυτήν τη φορά, μετά το πάτημα του πράσινου κομβίου, ακούστηκε νέο ηχητικό σήμα. Μπιμπ μπιμ μπιμπ μπιμπ. Από την ειδική σχισμή ξεπρόβαλε το εισιτήριό μου. Το πήρα βιαστικά, επειδή πίσω μου είχε σχηματιστεί ουρά από άλλους ταλαίπωρους κυνηγούς του χαμένου ακριβούς αντιτοίμου.
4. Τοποθετήστε το εισιτήριο στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, έτσι ώστε να είναι ορατό από έξω. Πήγα στο αυτοκίνητό μου. Ακούμπησα το εισιτήριο στο πάνω μέρος του ταμπλό και διαπίστωσα ότι ήταν ένα λευκό χαρτάκι. Το γύρισα από την ανάποδη, αλλά η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε: Παρέμενε ένα λευκό χαρτάκι.
Ο από μηχανής θεός (λαχειοπώλης), εξήγησε: "Συμβαίνει καμία φορά. Τελειώνει το μελάνι". Η προσπάθειά μου να παραμείνω νομοταγής ήταν καλή, αλλά δεν τελεσφόρησε. Άφησα το άγραφο χαρτάκι (tabula rasa) στο ταμπλό και πήγα στη δουλειά μου. Όταν γύρισα βρήκα στο παρπρίζ και μία κλήση για παράνομο παρκάρισμα.
ΠΡΟΤΑΣΗ: Να τοποθετήσει ο δήμος, δίπλα σε κάθε μηχάνημα του εξαπωδώ έναν ενυδρείο με σουπιές. Έτσι δε θα μένουμε ποτέ από μελάνη.

Στη φωτογραφία: Παλιό, καλό και σίγουρο μηχάνημα παρκομέτρησης.

Σχόλια

Ο χρήστης Alexandra είπε…
απλούστατο,

παίρνετε τον υπεύθυνο που αποφάσισε για την αγορά των μηχανημάτων και στη συνέχεια τον βάζετε να σας δείξει πως το κάνετε!
Ο χρήστης Alexandra είπε…
lol diastimata, lol me ta halia mas!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Χα,χα,χα. Αμ, δεν είσαι ο μόνος...!
Τα παράπονά σας στον Δήμαρχο! Τα δικά μου (τα παράπονα) τα κατάπιε η Μαύρη Τρύπα του νέου Δημαρχείου!
Ο χρήστης Eddie_ είπε…
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
Ο χρήστης iris είπε…
ELAS TO MEGALEIO SOU !! (ta greeklish eskemmena)
Ο χρήστης Trilian είπε…
ελα ρε ΄συ έγινε τέτοιο πράγμα; μάλλον πληρωνεις όλες τις προηγούμενες γκαστονιές.. χιχι!
Ο χρήστης Кроткая είπε…
ενώ αμα δεν ήσουν νομοταγής, πάλι πρόστιμο θα πλήρωνες, αλλά θα είχες γλιτώσει και την ταλαιπωρία!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ