Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Πάκης


-Πάκης;
-Πάκη τον λένε…
-Είναι ανδρίκιο όνομα αυτό; Πάκης; Χάθηκε κάτι άλλο; Κώτσος; Μήτσος; Μπάμπης; Ιορδάνης εν ανάγκη;
Τον έλεγαν Πάκη. Και τον γνώρισα ξαπλωμένο μισόγυμνο, στο πάτωμα μιας «φίλης». Και καταλήξαμε κι οι δυο, έξω από το διαμερισματάκι της. Επειδή εκείνη ήθελε να προστατέψει την επαρχιώτικη εικόνα της και να την καλύψει με φρου φρου κι αρώματα κεραυνοβόλων ερώτων.
Μείναμε εγώ κι ο Πάκης στο καφενείο. Γιατί εκεί δίπλα δεν είχε καφετέριες. Κι ούτε είχαν γίνει, ακόμη, τρέντι, τα ολ ντέι μπαρ. Χωθήκαμε στο καφενείο της γωνίας, πήραμε ένα τάβλι, έναν μέτριο (εγώ) κι έναν βαρύγλυκο (ο Πάκης) κι αρχίσαμε να πετάμε τα ζάρια και να κοπανάμε τα πούλια.
-Ρε φίλε, συγνώμη… Δεν ήξερα…
Πήγε να πει τα γνωστά. Δεν ήξερα ότι ήταν γκόμενά σου, δεν ήξερα ότι είχατε σχέση, δεν ήξερα ότι ήταν «καπαρωμένη»… Μα δεν ήταν! Η Νάνσι έψαχνε μια ξεπέτα. Το ίδιο έψαχνε και με μένανε, το ίδιο και με τον Πάκη, το ίδιο δεν ξέρω με πόσους άλλους. Στις σχέσεις της ήταν άνδρας. Άφηνε κατά μέρος το συναίσθημα κι έψαχνε την ηδονή. Επειδή, όμως, ήταν γυναίκα –και μάλιστα εκ μικρής επαρχιακής πόλης ορμώμενη, που βρέθηκε στη μεγαλούπολη για τις σπουδές της- πασπάλιζε την ηδονή με τη χρυσόσκονη του έρωτα, της σχέσης, του «κάτι σταθερού». Για να μην την πουν πουτάνα, δηλαδή.
-Ξέχνα το, Πάκη… Με την κυρία δεν είχα τίποτα. Τίποτα το ιδιαίτερο, δηλαδή. Απλά περάσαμε καλά…
-Δηλαδή, μπορώ να την ξαναδώ;
Αδιόρθωτος. Ρομαντικός… Χαμπάρι δεν είχε πάρει.
-Φυσικά και μπορείς να την ξαναδείς. Καταρράκτη έχεις;
-Δεν εννοώ αυτό…
-Μωρέ εννόησα τι εννοείς, αλλά δεν εννοώ να καταλάβω για ποιον λόγο επιμένεις…
-Είναι όμορφη…
-Και η Χαλκιδική όμορφη είναι, αλλά πηγαίνεις μόνο για μπάνια…
-Είναι γλυκιά…
-Γλυκός είναι και ο μπακλαβάς. Αλλά αν τον τρως κάθε μέρα, θα γίνεις τόφαλος!
-Κάνει… Ε, κάνει ωραία… αυτό που κάνει!
Η αλήθεια είναι ότι σ’ αυτό ο Πάκης είχε δίκιο. Η Νάνσι είχε «το κάτι τις» της. Έφθανε, όμως, αυτό;
-Ντάξει ρε Πάκη… Κι άλλες το κάνουν ωραία…
-Ναι, αλλά αυτή κάνει… Να… Πώς να το πω… Εκείνο το κόλπο… Ξέρεις…
Την τύφλα μου ήξερα. Δε λέω. Όσες φορές βγάλαμε τα ματάκια μας, η Νάνσι ήταν πρόθυμη για πολλά. Αλλά, πιστεύω, δεν ήταν και η μοναδική. Τι ήταν αυτό, δηλαδή, που ο Πάκης το βρήκε μοναδικό;
-Ξέρω, ξέρω. Κι εμένα μου αρέσει.
Χαμογέλασα, έκλεισα το μάτι, έκανα ό,τι πρέπει, δηλαδή, για να τον πείσω ότι γνώριζα και να προχωρήσει στο παρασύνθημα.
-Δηλαδή, να μην ανησυχώ;
Με μπέρδεψε… Τι του έκανε η Νάνσι κι ανησυχούσε ο Πάκης;
-Γιατί ν’ ανησυχείς, δηλαδή;
-Ε, να. Την πρώτη φορά ξαφνιάστηκα.
-Την πρώτη φορά; Δηλαδή υπήρξαν κι άλλες νύχτες;
-Όχι ρε φίλε… Μία. Αλλά όλη τη νύχτα… Καταλαβαίνεις…
Καταλάβαινα. Ε, ρε γλέντια… Αλλά, πού είχαμε μείνει;
-Για πες… Γιατί ξαφνιάστηκες;
-Ε, να. Φορούσε το δαχτυλίδι, είχε και μανικιούρ… Ψιλοπόνεσα.
Ταντάμ! Ταντάμ! Όπα ο Πάκης! Όπα κι η Νάνσι! Α, είχα μείνει πίσω. Εγώ δεν ήμουν ακόμη στην πρώτη μικρή… Κι ο Πάκης με την Νανσούλα έπαιρναν απολυτήριο λυκείου!
-Αλλά σου άρεσε…
-Ε, να… Τελείωσα αμέσως…
-Και σου άρεσε...
-Ναι, ρε! Μου άρεσε! Εσένα, δηλαδή, δεν σου άρεσε;
-Πώς, πώς…
-Τι «πώς, πώς»… Το λες σα να έχεις μια καυτή πατάτα στο στόμα σου.
-Όχι, όχι. Δεν είναι αυτό…
-Τότε;
-Είναι που δεν… Τέλος πάντων… Άστα αυτά τώρα.
Ξαναπέσαμε με τα μούτρα στο τάβλι. Να μην παρεξηγηθούμε κι όλας. Κέρδισα 7-0. Από τάβλι ο Πάκης, νούλα. Ενώ εγώ, είχα τελειώσει κι έναν στρατό, είχα υπηρετήσει και σε φυλάκιο… Όσο να ΄ναι, το γνώριζα καλύτερα το άθλημα.
Χωριστήκαμε χωρίς πολλές πολλές κουβέντες. Τη Νάνσι δεν την ξανάδα. Τον Πάκη, όμως, τον ξαναπέτυχα, στο Ριβολί. Κινηματογράφο τέχνης, που μαζευόμασταν δέκα-δεκαπέντε ρέκτες, να δούμε Αγγελόπουλο (πριν το Μεγαλέξανδρο), Αντονιόνι, Παζολίνι, Γκοντάρ και Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Αν δεν κάνω λάθος –γιατί περάσαν και τα χρόνια- βλέπαμε τη Χρονιά με τα 13 Φεγγάρια. Φασμπίντερ και ξερό ψωμί.
Λίγα λόγια για το έργο: Ομοφυλόφιλος υπάλληλος λοιδορείται από ετερόφυλους συναδέλφους, αγαπά, δεν αγαπιέται, πέφτει σε κατάθλιψη. Τυπική ταινία του Φασμπίντερ, δηλαδή (προσωπικά προτιμώ τα Δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ). Τρίτη σειρά από την οθόνη εγώ, τέταρτη ο Πάκης. Στο διάλειμμα, όταν άναψαν τα φώτα και πέφταμε με τα μούτρα στην ανάγνωση της «Οθόνης»(περιοδικό της εποχής) και του άρθρου του Φόρσου, τα βλέμματά μας συναντήθηκαν.
-Επ! Τι γίνεται;
-Καλά, εσύ;
-Δόξα τω Θεώ…
Κι εγώ μόνος, κι εκείνος μόνος (πού να βρεις παρέα να δεις Φασμπίντερ, πιο εύκολα έβρισκες ταξί στον Εύοσμο), μου φάνηκε φυσικό να τον καλέσω να καθίσει δίπλα.
-Έλα να δούμε την ταινία…
Ήρθε. Και είδαμε την ταινία. Και σχολιάσαμε τις λήψεις, τα τσιτάτα, τις ηθοποιίες. Και, σε κάποια στιγμή, δάκρυσε ο Πάκης. Κι έγειρε το κεφάλι του στον ώμο μου. Κι άπλωσε το χέρι του στα πόδια μου.
Και τώρα, τι κάνουμε; Τον αδιάφορο; Τον θιγμένο; Τον «φίλε, κάποιο λάθος κάνεις»;
Στη σκέψη με πρόλαβε ο Πάκης. Εγώ σκεφτόμουν τι να κάνω κι εκείνος έσκυβε. Κι ώσπου να πάρω απόφαση (ήμουν δυσκίνητος, και αδυνάμου χαρακτήρος) μπλεχτήκαμε άσχημα στην τρίτη σειρά των καθισμάτων. Περισσότερο φόβο είχα να μη μας πιάσει ο ταξιθέτης, παρά να τον αποκρούσω. Κι ήρθε και τέλειωσε η στιγμή, μέσα σε δυο λεπτά. Πριν προλάβω να πάρω δυο ανάσες…
-Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό…
-Αυτό βρήκες να πεις;
-Τι να πω, δηλαδή, ρε Πάκη; Να ανάψω τσιγάρο και να ρωτήσω αν αισθάνεσαι τίποτα για μένα;
-Γιατί όχι;
-Γιατί δεν μου πάει αυτός ο ρόλος. Γι αυτό…
-Δηλαδή δεν θα ξαναβρεθούμε;
Με κοιτούσε ίσια στα μάτια. Τι να του πω;
-Δεν ξέρω. Δε νομίζω. Όχι…
Σηκώθηκε κι έφυγε. Μ άφησε μόνο, στην τρίτη σειρά, να ψάχνω το νόημα των πλάνων ενός Γερμανού ομοφυλόφιλου σκηνοθέτη.

Σχόλια

Ο χρήστης Кроткая είπε…
ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ! ΔΕΝ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΩ!
(χαίρομαι που δνε είμαι η μόνη που έχει πάθει κάτι αντίστοιχο, δε!).
Για να το μεταφράσουμε και στην καθαρεύουσα παρακαλώ!
Ο χρήστης AVRA είπε…
Ρε τον Πακη!!Κοιτα να δεις!!
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Αγαπητέ, άλλωστε αν δεν είχατε δοκιμάσει, πώς θα ξέρατε ότι δεν σας αρέσει...

... ή ότι σας αρέσει;

;-Ρ

Μετά τιμής,

Νοέμβριος
Ο χρήστης Κωστής Γκορτζής είπε…
Ρε τον πάκη, ρε την Κροτκάγια, Κοίτα να δείς!!!

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ