Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Φταίει κι ο Χατζηπετρής...


Άρτι αφιχθείς εκ Χαλκιδικής. Στο δεύτερο πόδι. Γιατί στο πρώτο, στάχτη και μπούρμπελη. Είπα να διαβάσω καμιά εφημερίδα, κανένα μπλογκ, κανένα σάιτ, για τη φωτιά, που κατέστρεψε μια απ τις πιο όμορφες γωνιές της Ελλάδας, καθώς από τα Ψακκούδια όπου βρισκόμουν έβλεπα, μέρες τώρα, απέναντι, τον καπνό να υψώνεται στον γαλάζιο ουρανό. Σμόουκ ον δε γουότερ, εντ φάιαρ ιν δε σκάι.
Και πού κατέληξα; Στο φταίμε κι εμείς, φταίτε κι εσείς, φταίει κι ο Χατζηπετρής. Επειδή, γι αυτήν την καταστροφή, όλοι το βάλαμε το χεράκι μας.
Το πρώτο πόδι, η Κασσάνδρα, είχε μετατραπεί σε μια πολιτεία. Από την Ποτείδαια (άντε από το Σάνη) και κάτω, δεν ξεχωρίζεις πού τελειώνει το ένα χωριό και πού αρχίζει το άλλο. Όλοι θέλουν ένα εξοχικό (μεταξύ αυτών κι εγώ), αλλά το πράγμα θυμίζει έγκλημα εκ προμελέτης. Ο καθείς χτίζει οπουδή χωρίς να σκέφτεται αν θα ξημερώσει αύριο. Σκεφτείτε ότι το περίφημο ξενοδοχείο που κάηκε, βρισκόταν μέσα σε μια δασώδη χαράδρα κι οι πυροσβέστες βρέθηκαν εκεί κατά τύχη, ακολουθώντας έναν δρόμο που δεν ήξεραν ότι υπήρχε!
Φταίει, λοιπόν, αυτός που το έχτισε εκεί, αυτός που δεν ενημέρωσε κανέναν ότι υπήρχε δρόμος για εκεί κι αυτός που δεν καθάριζε τις δασικές οδούς. Φταίει κι αυτός, που έπρεπε να ελέγχει και να προλαβαίνει τέτοιες αυθαιρεσίες, αλλά προτιμούσε να χτίζει το δικό του εξοχικό, αντί να στέλνει στο σκαμνί τους αυθαιρετούντες. Και, φυσικά, φταίει κι ο πυροσβέστης, ο οποίος δε γνώριζε ότι εκεί υπήρχε δρόμος, αφού γι αυτό πληρώνεται.
Φαίνεται, όμως, ότι ως Έλληνες την έχουμε την (αυτο)καταστροφική μανία μέσα μας. Πώς να εξηγήσω, διαφορετικά, ότι γράφουμε στα παπάρια μας (συγνώμη για την έκφραση, αλλά αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα) το περιβάλλον, σε κάθε εκδήλωση της ζωής μας; Πριν πάω στη Χαλκιδική, ήμουν στην Πελοπόννησο. Επισκέφθηκα, για μπάνιο, την παραλία της Επιδαύρου. Οι γόπες (προσοχή, όχι τα ψάρια, αλλά τα αποτσίγαρα) ήταν περισσότερες από τα βότσαλα! Πάνω στο χαλί από μικρά κυλινδρικά κομμάτια υαλοβάμβακα (γιατί αυτό είναι το φίλτρο του τσιγάρου) άπλωναν τις ψάθες και τις πετσέτες τους εκατοντάδες παραθεριστές. Και, χωρίς να σκεφτούν καθόλου, έσβηναν και τα δικά τους τσιγάρα κάτω, αδιαφορώντας για το αν, του χρόνου, το στρώμα των αποτσίγαρων θα είναι ακόμη πιο παχύ.
Επιστροφή στη Χαλκιδική, όμως. Έχουμε και λέμε:
-Οι δασικοί δρόμοι δεν είχαν καθαριστεί από τη νομαρχία. Είχαν μετατραπεί σε διαδρόμους ξερών χόρτων, ιδιαίτερα εύφλεκτων.
-Οι υποδομές αφορούν τους μόλις 100.000 μόνιμους κατοίκους. Κι όμως, το καλοκαίρι συνωστίζονται στα δυο πόδια της Χαλκιδικής 10.000.000 άνθρωποι.
-Ο δρόμος, από την Καλλιθέα κι έπειτα, είναι άθλιος, σχεδιασμένος και κατασκευασμένος από τη ΜΟΜΑ (το Στρατό) τη δεκαετία του ΄50 κι εκεί έπρεπε να κινηθούν πανικόβλητοι παραθεριστές, που εγκατέλειπαν την Κασσάνδρα, αστυνομικά και πρυροσβεστικά οχήματα, καθώς και ασθενοφόρα.
-Τα αστυνομικά τμήματα της Κασσάνδρας αριθμούν την ελάχιστη μόνιμη δύναμη και είναι σχεδιασμένα να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μόνον των μόνιμων κατοίκων. Έχει τύχει, καλοκαίρι, να γίνεται χοντρός καβγάς σε κάμπινγκ, ο υπεύθνος να καλεί την αστυνομία κι ο μοναδικός αστυνομικός να του λέει "βάλε το τηλέφωνο ν ακούσω αν είναι σοβαρά τα πράγματα, για να καλέσω περιπολικό από.... άλλη περιοχή"!
-Τα πυροσβεστικά αεροσκάφη απλά σταθμεύουν στη Βόρειο Ελλάδα. Για κακή μας τύχη, ταυτόχρονα με τη Χαλκιδική καίγονταν δάσος στη Μαγνησία και η ορεινή Μάνη. Τα αεροσκάφη είχαν κληθεί να βοηθήσουν εκεί (η φωτιά στην Κασσάνδρα άρχισε... αργότερα κι οι φλόγες έχουν το κακό συνήθειο να μην ειδοποιούν πριν γιγαντωθούν).
-Η περιοχή είναι γεμάτη ημιαυθαίρετα. Και εξηγούμαι για ποιον λόγο δεν τα αποκαλώ αυθαίρετα: Είναι σπίτια σε αγροτεμάχια επτά στρεμμάτων. Εκεί μπορείς να χτίσεις οίκημα 200 τετραγωνικών. Όμως, οι ιδιοκτήτες, με πολεοδομικά τεχνάσματα, χτίζουν μεγαλύτερα οικήματα και, στη συνέχεια, προσφεύγουν στα δικαστήρια, για να πάρουν και γειτονικές δασικές εκτάσεις και να μεγαλώσουν τις ιδιοκτησίες τους. Καθώς οι προσφυγές είναι πάρα πολλές, η δασική υπηρεσία δεν έχει αρκετούς υπαλλήλους για να ελέγχει την κάθε περίπτωση. Έτσι, στην εκδίκαση των υποθέσεων, το δημόσιο προσέρχεται πλημμελώς προετοιμασμένο και ο -καλά προετοιμασμένος ιδιώτης- κερδίζει στις περισσότερες των υποθέσεων.
-Ακόμη κι αν τα κτίσματα είναι νόμιμα, οι ιδιοκτήτες αδιαφορούν από το να αποψιλώσουν τις εκτάσεις τους. Έτσι, γύρω από τα σπίτια, δημιουργούνται ζώνες ξερών χόρτων, που λειτουργούν ως βραδυφλεγείς βόμβες.
-Αλλά και οι κατά τόπους δήμοι, ως το νόμο Παυλόπουλου, δεν είχαν τις απαραίτητες πιστώσεις για μεγάλα έργα, όπως είναι η δημιουργία Χώρων Υγειονομικής Ταφής Απορριμάτων και Βιολογικών Καθαρισμών. Έτσι η Χαλκιδική είναι η περιοχή με τις περισσότερες παράνομες χωματερές, που γίνονται μπουρλότο με... ψύλου πήδημα. Όμως και τώρα που ο νόμος άλλαξε και οι τοπικοί άρχοντες παίρνουν μεγαλύτερες πιστώσεις, προτιμούν να φτιάξουν πεζοδρόμια και παρκάκια (έργα βιτρίνας) από το να φτιάξουν έναν ΧΥΤΑ, ή, πολύ περισσότερο, έναν Χώρο Υγειονομικής Αποτέφρωσης Απορριμμάτων, καθώς το έργο θα καθυστερήσει κι οι εκλογές θα τους βρουν χωρίς νέες φωτογραφίες "έργων" στα προεκλογικά τους φυλλάδια.
Θέλετε κι άλλα; Δε φτάνουν αυτά για να εξηγήσουν το πως, ένα πευκοδάσος που χρειάστηκε 100 χρόνια για να γίνει όπως ήταν καταστράφηκε σε 24 ώρες κι έγινε όπως η φωτογραφία στην αρχή του ποστ;

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Το ίδιο δάσος κάηκε και πριν από 20 χρόνια και επανήλθε. Το ίδιο θα γίνει και τώρα, πολύ συντομότερα από όσο πιστεύουν οι πολλοί, αρκεί να το αφήσουμε ήσυχο.

Δασολόγος
Ο χρήστης diastimata είπε…
@Δασολόγος

Θα το αφήσουμε; Ή θα πέσουν πάνω του οι εργολάβοι, να το τσιμεντοποιήσουν; Κι αν υποθέσουμε ότι αυτό δε θα γίνει, για το φόβο των Ιουδαίων, τι κάνουμε για τις υπόλοιπες γωνιές της Ελλάδας μας?
Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
1. Βλεπω επέστρεψες δρυμίτερος. Ευγε.
2. Συμφωνώ απόλυτα με τον δασολόγο. Οι εργολάβοι δύσκολα θα πέσουν πάνω του. Μαθαινω ότι η περιοχή θα φωτογραφίζεται από αέρος καθε 5 μερες και πως ηδη έχουν καταγραφεί οι εκτάσεις στο κτηματολόγιο. Αρα, λογικά, δύσκολα θα επιχειρήσει κάποιος κατι.
3. Οταν χαλάνε τα κινητα, τα διορθώνουμε.
4. Το μσν το ξεχάσαμε?
Ο χρήστης diastimata είπε…
@ eliaggel

Εμ, πού να το ξέρω ότι μπαίνεις στο μέσεντζερ. Τέλος πάντων. Από Τετάρτη απόγευμα ξανά στη δουλειά.

Α, έχουμε νέο ποστ. Αθλητικού περιεχομένου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ