Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Όνειρα διακοπών


Οι διακοπές του άρχιζαν το επόμενο πρωινό. Περίμενε όλο το χρόνο, κλεισμένος μέσα σε ένα γραφείο, αυτήν την απόδραση.
Ονειρευόταν τροπικές παραλίες. Ξέρετε δα εσείς: Εκείνες με την άσπρη άμμο, τους φοίνικες, τα τυρκουάζ νερά. Που είναι ρηχά στην ακτή και όσο περπατάς βαθαίνουν.
Ονειρευόταν μια αιώρα και τα βιβλία του. Διάβαζε πολλά βιβλία στις διακοπές. Είχε κι ένα προσόν: Να διαβάζει πολύ γρήγορα. Δε στεκόταν σε νοήματα το καλοκαίρι. Διάλεγε βιβλία ευκολοχώνευτα, μπεστ σέλερς και τέτοια. Χάμετ, Κινγκ, το πολύ - πολύ κανέναν Μπουκόφσκι. Προτιμούσε, επίσης, βιβλία που έγιναν ταινίες, για να μην έχει να θυμάται την υπόθεση και να βλέπει τις διαφορές ανάμεσα στο γραπτό λόγο και την εικόνα. Και πάντα, μα πάντα, έβρισκε τα βιβλία πολύ πιο ενδιαφέροντα κι έχανε όποια καλή γνώμη είχε σχηματίσει για τις ταινίες.
Ονειρευόταν κι εκείνην. Παρούσα. Δίπλα του. Να ξεροψήνεται από τον ήλιο, όπως της αρέσει. Να κάθεται αμίλητη, να ξεπερνάει την κούραση μιας χρονιάς. Να συζητάνε για πράγματα εντελώς διαφορετικά με την καθημερινότητά τους. Για το νερό. Για το αν ήταν ζεστό ή κρύο. Πόσο επιθυμούσε μια συζήτηση για το νερό...
Ετοίμαζε τα πράγματά του, όταν είπε να πάρει τηλέφωνο. Να δει αν ετοιμαζόταν κι εκείνη. Τι το ήθελε... Το τηλέφωνο χτυπούσε, αλλά κανείς δεν το σήκωνε.
Ξαναπήρε. Ξαναπήρε. Ξαναπήρε. Ξαναπήρε...
Ένα κενό. Πάλι υπήρχε ένα κενό ωρών. Όταν, τελικά, απάντησε, όλα ήταν φυσιολογικά. Εκείνος, όμως, γνώριζε...
Θυμήθηκε τα όνειρά του. Την αιώρα, τα βιβλία, εκείνην. Για την αιώρα και τα βιβλία, δεν είχε δυσκολίες. Τα έφερε αμέσως στο νου του. Εκείνην, όμως, δυσκολεύτηκε να τη δει δίπλα του, στην παραλία του μυαλού του. Την έβλεπε κάπου μακρυά, μέσα σ ένα σύννεφο ομίχλης. Ντυμένη με ρούχα χειμωνιάτικα, να κρυώνει, να τουρτουρίζει. Προσπάθησε να σηκωθεί από την αιώρα του, να αφήσει το βιβλίο, να περπατήσει στην καυτή άμμο προς το μέρος της. Η άμμος έγινε κινούμενη. Τον κατάπιε μέσα σε δευτερόλεπτα. Κανείς δε βρέθηκε ν αρπάξει το χέρι του, το μόνο πράγμα που έμεινε να ξεπροβάλει πάνω στην άμμο. Σε λίγο βούλιαξε κι αυτό. Χάθηκε. Κι εκείνη, ήταν εκεί, στο σύννεφό της, μόνη της, να τουρτουρίζει.
Βάλε κάτι πάνω σου αγάπη μου...

Σχόλια

Ο χρήστης Ανώνυμος είπε…
Να σου πω... αυτά δε θα έπρεπε να τα γράφεις στο ζόρι σου; ;-Ρ

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Μια αρχή, πριν καιρό...

"Θεριό ανήμερο"! Η κυρα-Λένη ήταν, πάλι, παπόρι... "Αυτός ο σατανάς, με διαόλισε, χρονιάρα μέρα"!

Ο Γιάννης και τα άλογα...

Και τι ζητούσε; Τι ζητούσε; Μια ευκαιρία στον παράδεισο να... ζούσε. Και πήγε. Παράδεισος και κόλαση μαζί, το Λευκοχώρι. Γύρω στα 50 χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη, στο δρόμο προς τις Σέρρες. Εκεί αγνάντευσε, κάπνισε ένα τσιγάρο (κάπνιζε ακόμη τότε) και αποφάσισε να φτιάξει, από το μηδέν, το Αγνάντι. Ο Γιάννης Γεωργακόπουλος πάλεψε με Θεούς, με Δαίμονες, με την τύχη του, με τις λέ ξεις και, πέρα από το γνωστό τραγούδι που μελοποίησε ο Λ. Μαχαιρίτσας (Και Τι Ζητάω), έφτιαξε ένα ποίημα: Ένα αγρόκτημα με άλογα, με κανώ, με οχήματα παντός εδάφους και με καταπληκτικό φαγητό. Εκεί συνάντησε και τον έρωτα. Παντρεύτηκε και ,μαζί με τη γυναίκα του, έχτισαν κι έναν ξενώνα. Το αγρόκτημα στη μία άκρη του χωριού και τον ξενώνα στην άλλη. "Για να ΄μαι πάντα... πρώτος στο χωριό", λέει... Χιουμορίστας, αλλά και παθιασμένος, ζωγράφος, στιχουργός, σταβλίτης, μάγειρας, πολυτεχνίτης, αλλά σε καμία περίπτωση... ερημοσπίτης. Πολύ καλός για παρέα, μαχητής, των δρόμων και των δασών. "Δεν προσκυν

Ένα λούμπεν νευρόσπαστο

Τον γνώρισα το 1969. Μαθητής δημοτικού, έψαχνα, μέσα στο επαρχιακό πρακτορείο εφημερίδων, κάποιο βιβλίο ή, έστω, τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα». Ο ξάδελφός μου είχε ένα τεύχος, με την Οδύσσεια και είχα ενθουσιαστεί. Έψαχνα κάτι παρόμοιο. Τα «Κλασσικά» ήταν μηνιάτικο περιοδικό. Είχε τελειώσει. Περιδιάβαινα, έτσι, τις στοίβες των εφημερίδων και των περιοδικών, όταν το μάτι μου έπεσε σ αυτόν. Ήταν εξώφυλλο. Σούπερ σταρ των κόμικς, αλλά και κωλοχαρακτήρας. Σίγουρα ο νεαρός που κανείς δεν θα έβαζε στο σπίτι του: Αν ήσουν κοπέλα, δεν θα εμπιστευόσουν ποτέ έναν μόνιμα άνεργο τύπο, που φοράει ναυτική μπλούζα και ξεχνάει να φορέσει παντελόνι. Αν ήσουν νεαρός, η μάνα σου θα σου έκανε το βίο αβίωτο με τον «φίλο που δεν δουλεύει ποτέ και περνάει τη μέρα του σε μια αιώρα». Ο Ντόναλντ, όμως, δεν ήταν ένας χαρακτήρας πρώτης ανάγνωσης. Ήταν πολυεπίπεδος ήρωας. Η πρώτη ιστορία που διάβασα, ήταν μια περιπέτεια του πλουτοκράτη τσιγκούνη θείου, του Σκρουτζ Μακ Ντακ. Φοβόταν ότι οι Λύκοι θα του έκλεβ